Μύθοι

Το μονοπάτι του γίγαντα

Ιρλανδικός μύθος.

Κάποτε άνθρωποι και γίγαντες ζούσαν μαζί κι αγαπημένοι. Πολλές φορές παντρευόταν και μεταξύ τους.

Υπήρχε λοιπόν τότε στην Ιρλανδία ένας καλόκαρδος γίγαντας, ο Φιν Μακ Κούλ. Ατρόμητος πολεμιστής, θεόρατος και τρομερός στις μάχες. Ξεγελούσε τα ξωτικά του δάσους, πολεμούσε κι έδιωχνε τους επικίνδυνους πειρατές. Αλλά η πιο σοβαρή του προσπάθεια ήταν να εξαφανίζει τους ληστές στα βουνά για να μπορεί η θεία του να περνάει ελεύθερα και να του φέρνει … κέικ!

Ένα πρωινό, καθώς περπατούσε στην ιρλανδική ακτή, ο Φιν είδε ένα όμορφο κορίτσι πλάι στην θάλασσα. Το φόρεμα και τα μαλλιά της ανέμιζαν στον αέρα και έμοιαζε με νεράιδα. 

Την έλεγαν Ούνα και κοίταζε τις ακτές της Σκωτίας. Η Ούνα είχε φύγει από τη Σκωτία, επειδή ο τρομερός γίγαντας-πολεμιστής Μπεναντόνερ είχε καταστρέψει το χωριό της. Έφτασε στην Ιρλανδία για να γλιτώσει από το κακό. Όμως νοσταλγούσε αφάνταστα τα καταπράσινα λιβάδια και τις κρυστάλλινες λίμνες του χωριού της. Ο Φιν την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά.

Σε λίγο καιρό παντρεύτηκαν και ο Φιν της έφτιαξε ένα σπίτι με τεράστιες πέτρες για να είναι προφυλαγμένο από τους δυνατούς αέρηδες. Για να κάνει χαρούμενη την γυναίκα του, άνοιξε ένα  παράθυρο στην κρεβατοκάμαρα που έβλεπε προς τις ακτές της Σκωτίας, εκεί που βρισκόταν παλιά το χωριό της. Ζούσαν μέσα στην ευτυχία…

Ο γίγαντας Μπεναντόνερ, είχε ακούσει για τον γενναίο Φιν. Εγωιστής καθώς ήταν,  δεν δεχόταν να υπάρχει άλλος γίγαντας, πιο ξακουστός από αυτόν.

Το έμαθε και ο Φιν και αποφάσισαν να μονομαχήσουν. Κατασκεύασε λοιπόν ένα γιγαντιαίο μονοπάτι-γέφυρα με τεράστιες πέτρες από βασάλτη. Τις έχωσε μέσα στη θάλασσα για να ενωθούν οι δύο ακτές και να συναντηθούν για τη μάχη. Λίγες μέρες αργότερα, ο Μπεναντόνερ ξεκίνησε για το Αντρίμ, όπου θα γινόταν η μονομαχία.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, η Ούνα ετοίμαζε τη σούπα του Φιν. Ο αέρας φυσούσε δυνατά γύρω από το σπίτι τους και ξαφνικά ο Φιν όρμησε μέσα λέγοντας ότι είδε τον γιγάντιο Μπεναντόνερ να πλησιάζει…. ερχόταν για να μονομαχήσουν! Η Ούνα ήξερε ότι ο Μπεναντόνερ είχε γονείς γίγαντες, ενώ ο Φιν μόνο παππούδες.  Φοβόταν ότι εξαιτίας αυτού, ίσως ο άντρας της να ήταν ο λιγότερο δυνατός. Έφερε λοιπόν στο σπίτι το μεγαλύτερο παχνί των ζώων και το έστρωσε με λευκά κεντημένα σεντόνια και το έκανε να μοιάζει με κούνια.

Φόρεσε ένα μωρουδίστικο σκουφί στον Φιν και τον έβαλε να ξαπλώσει μέσα, με αρκετή δυσκολία είναι η αλήθεια, και τον σκέπασε με μία μεγάλη κουβέρτα.  Δίπλα του ακούμπησε ένα τεράστιο σιδερένιο ρόπαλο τάχα για να παίζει!

Όταν πλησίαζε ο Μπεναντόνερ η γη αντηχούσε και τα τζάμια του σπιτιού έτριζαν όταν έφτασε κοντά. Χτύπησε δυνατά την πόρτα και η Ούνα του άνοιξε. 

Καλησπέρα Ούνα,…Ήρθα να μονομαχήσω με τον άντρα σου. Πού είναι;

… φώναξε ο Μπεναντόνερ!

Δεν είναι ο άντρας μου εδώ, έχει πάει για κυνήγι. Μόνο το μωρό μας μας είναι μέσα και κοιμάται. Έλα να καθίσεις να σου κάνω ένα ζεστό μέχρι να γυρίσει ο Φιν.

Ενώ η Ούνα του έφτιαχνε το τσάι , ο Μπεναντόνερ έβλεπε την κούνια. Σκέφτηκε πως, αν έτσι ήταν το μωρό, ο πατέρας του θα ήταν τοοοόσο μεγάλος που δεν θα μπορούσε να τον νικήσει. Τρομοκρατημένος έφυγε και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς τη Σκωτία. Σε κάθε βήμα του κατέστρεφε και ένα κομμάτι από το πέτρινο γεφύρι για να είναι σίγουρος ότι ο τρομερός Φιν δεν θα τον ακολουθήσει. 

Από τη Σκωτία κοιτούσε καθημερινά προς την Ιρλανδία, μήπως ο Φιν αποφάσιζε κάποτε να φτάσει στην ακτή και να τον αναγκάσει να μονομαχήσουν.Έτσι, ο Φιν και η Ούνα έζησαν ευτυχισμένοι με τα παιδιά τους, που άλλα ήταν γίγαντες και άλλα άνθρωποι που όταν μεγάλωσαν ταξίδεψαν σε όλες τις χώρες του κόσμου…

Categories: Μύθοι | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

«Οι καλικάντζαροι και ο βοσκός»

Ήταν, λένε, κάποτε ένας βοσκός που έχασε τα πρόβατα του. Άρχισε να τα ψάχνει γεμάτος αγωνία. Έτσι τον βρήκε η νύχτα. Και αντί να βρει αυτός τα πρόβατα του, βρήκαν τον βοσκό οι καλικάντζαροι, που μόλις νυχτώνει βγαίνουν στην γη. Εκείνος έτρεξε να ξεφύγει μα οι καλικάντζαροι τον πρόλαβαν, τον έδεσαν και τον πήγαν στην σπηλιά τους. Εκεί, στρώθηκαν στο φαΐ και στο πιοτό. Όταν απόσωσαν άρχισαν να σκέφτονται σε τι δοκιμασία να βάλουν τον βοσκό για να διασκεδάσουν. Του είπαν λοιπόν:

Θα σου χαρίσουμε την ζωή αν μας χορεύεις μέχρι το ξημέρωμα.

Αυτό ήταν ένα από τα πειράγματα που οι καλικάντζαροι έβαζαν στους ανθρώπους ώσπου αυτοί να πέσουν ξεροί. Όμως ο βοσκός ήταν ο καλύτερος χορευτής του χωριού. Και χόρεψε τόσο καλά που τα καλικαντζαράκια ενθουσιάστηκαν, του έδωσαν και δώρα και τον άφησαν ελεύθερο.

Categories: Λαογραφία, Μύθοι | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Ο μύθος της Μύγας!

Στην παλιά την επόχή, ζούσε μια κοπέλα που το όνομά της ήταν Μύγα (Μυῖαν). Στην εμφάνιση ήταν πολύ όμορφη και είχε το χάρισμα της καλής φωνής. Της άρεσε πολύ να τραγουδάει. Είχε όμως και ένα ελάττωμα. Ήταν πολύ φλύαρη.

Η Μύγα λοιπόν, ερωτεύτηκε έναν νέο, εξίσου όμορφο που άκουγε στο όνομα Ενδυμίωνας. Για κακή της τύχη όμως, τον ίδιο νέο είχε ερωτευτεί και η Σελήνη.

Η Μύγα δεν είχε αφήσει τον Ενδυμίωνα σε «χλωρό κλαρί». Συνέχεια του μιλούσε και τον τραγουδούσε, του έκανε απρόοπτες επισκέψεις με αποτέλεσμα να τον εξοργίσει. Η Σελήνη δε, βλέποντας την όλη κατάσταση, θύμωσε κι αυτή και τελικά την μεταμόρφωσε στην μύγα που γνωρίζουμε πλέον όλοι μας!

Πηγή: «Μυίας ἐγκώμιον» (Λουκιανός, Άπαντα, Τόμος Ι – Εκδόσεις «Κάκτος»)

Categories: Μύθοι | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Η Πασχαλιά.

Η παράδοση λέει πως υπήρχε ένα δέντρο που ξυπνούσε πάντα πρώτο από τον βαρύ χειμώνα. Στολίζονταν με άσπρα, ευωδιαστά άνθη και περίμενε να ξυπνήσουν και τα υπόλοιπα λουλούδια και δέντρα της φύσης για να το θαυμάσουν. Έτσι γινόταν πάντα ώσπου ήρθε μια χρονιά που όλα άλλαξαν.

Εκείνο το πρωινό ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από μαύρα σύννεφα. Όλα τα φυτά είχαν σκυμμένα τα κεφαλάκια και τα κλαδιά τους. Όσο και να περίμενε το δέντρο μας τον θαυμασμό τους, κανείς δεν του έδινε σημασία. Γεμάτο απορία ρώτησε τους φίλους του που ήταν κοντά του τι συμβαίνει. Εκείνοι τότε του είπαν ότι ο Χριστός ήταν επάνω στον Σταυρό και πέθαινε.

Το δέντρο συγκλονίστηκε. Και ένιωσε μεγάλη ντροπή που ενώ ο Δημιουργός του υπέφερε, αυτό σκεφτόταν μόνο τα κάλλη και την ομορφιά του. Και τόσο πόνεσε η ξύλινη καρδούλα του που έβγαλε ένα χρώμα και αλλαξαν όλα τα λουλούδια του και από λευκά έγιναν μωβ Από τότε ανθίζει κάθε Πάσχα γι αυτό και το λένε Πασχαλιά.

Categories: Μύθοι | Ετικέτες: , | Σχολιάστε

Ο μύθος της μέντας!

Ο Άδης ήταν παντρεμένος με την Περσεφόνη, κόρη της Δήμητρας. Λόγω της ασχήμιας του δεν είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες, παρά δυο-τρεις μόνο. Μια από αυτές ήταν με την Κωκυτίδα νύμφη Μίνθη (Μίνθα ή Μένθα) η οποία ήταν κόρη της Πειθούς και του Κωκυτού (θεός-ποταμός του Κάτω Κόσμου).

Η Περσεφόνη ανακάλυψε την σχέση τους και τους έπιασε επ’ αυτοφώρω. Έσυρε την Μίνθη μέχρι το βουνό που σήμερα λέγεται Μίνθη και βρίσκεται στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο κι εκεί την έκανε σκόνη -κυριολεκτικά. Την στιγμή εκείνη άρχισε να αναδύεται μια έντονη μυρωδιά ενώ λίγο μετά εμφανίστηκε εκεί το φυτό που σήμερα ονομάζουμε μέντα και που τότε αφιερώθηκε στον Άδη.

Πηγή: «Ο κόσμος των φανταστικών όντων των αρχαίων Ελλήνων» του Νίκου Φαρούπου (Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ)

Άλλες πηγές, λένε πως η Περσεφόνη η ίδια την μεταμόρφωσε σε φυτό, ή και η Δήμητρα ως Θεά της γεωργίας, μετά την παράκληση της κόρης της.

Categories: Μύθοι | Ετικέτες: ,,,, | Σχολιάστε

Πως ήρθε στον κόσμο το καλαμπόκι

– Μύθος της ινδιάνικης παράδοσης – Απόδοση: Αρετή Τσιφλίδου –

Πριν πολλά πολλά χρόνια, πριν ακόμη ο Κολόμβος ανακαλύψει την Αμερική, ζούσε ένας νεαρός Ινδιάνος, ο Βούντς, στις απέραντες πολιτείες της Δύσης. Ο Βουντς ήθελε να κάνει κάτι καλό για το λαό του, μα ήταν πολύ νέος και δεν ήξερε τι ακριβώς.
Όταν έφτασε ο καιρός που θα γινόταν άντρας και έπρεπε να περάσει από μια δοκιμασία, όπως κάθε αγόρι της φυλής του, ο πατέρας του έφτιαξε μια μικρή καλαμένια καλύβα μέσα στο δάσος, όπου ο Βουντς θα περνούσε ένα μήνα ολομόναχος, νηστεύοντας και μη μιλώντας σε ανθρώπινη ψυχή. Το αγόρι, ήθελε πολύ να το κάνει γιατί πίστευε ότι έτσι θα του φανερωνόταν το Μεγάλο Πνεύμα και θα του έδειχνε το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει.
Χαιρέτησε τους δικούς του και αποτραβήχτηκε στην μοναχική καλύβα, αρχίζοντας τη νηστεία και την περισυλλογή. Την πρώτη μέρα την πέρασε περπατώντας ολομόναχος στο δάσος παρατηρώντας τα λουλούδια και τα φυτά που έβρισκε στο δρόμο του. Μελέτησε πώς μεγάλωναν τα φύλλα και τα άγρια μούρα, έμαθε ποια τρώγονται και ποια είναι φαρμακερά, ποια γιατρεύουν τις πληγές και τις αρρώστιες. Έπειτα γύρισε στην καλύβα του για να μελετήσει αυτό το θαύμα της φύσης. Για να είναι πιο καθαρό το μυαλό του και να σκεφτεί καλύτερα δεν έβαλε καμιά τροφή στο στόμα του. Ευχαρίστησε το Μεγάλο Πνεύμα, το Δημιουργό της Ζωής και μελέτησε βαθιά το μυστήριο της ζωής και του θανάτου και τον αγώνα που κάνουν όλα τα ζωντανά πλάσματα, τα ζώα καθώς και ο άνθρωπος.

Πέρασε έτσι μια ολόκληρη εβδομάδα με περισυλλογή και απόλυτη νηστεία. Ένιωθε αδύναμος και εξαντλημένος και αισθανόταν ότι το μυαλό του δε δούλευε καθαρά. Ένα βράδυ εκεί που ξάπλωνε είδε μπροστά του ένα όμορφο παλικάρι που έμοιαζε σα να κατέβαινε σιγά σιγά από τον ουρανό στην καλύβα του. Ήταν ντυμένο με πλούσια ρούχα που είχαν το τρυφερό πράσινο και κιτρινωπό χρώμα που έχουν την Άνοιξη όλα τα πρωτόβγαλτα βλαστάρια.
Ο ξένος από τον ουρανό του είπε:

Το Μεγάλο Πνεύμα μ’ έστειλε σε σένα γιατί είδε την καλοσύνη σου και την μεγάλη σου επιθυμία να κάνεις κάτι καλό για το λαό σου. Μ’ έστειλε για να σου δείξω πώς θα τον βοηθήσεις.

Ο Βοουντς χάρηκε τόσο πολύ, μα δεν είχε δύναμη να σηκωθεί από το στρώμα του.

Το Μεγάλο Πνεύμα είναι ευχαριστημένο που δεν σπαταλάς τη δύναμη σου στον πόλεμο και δε ζηλεύεις τους πολεμιστές αλλά ψαρεύεις και κυνηγάς για να θρέψεις το λαό σου. Υπάρχει όμως ένας καλύτερος τρόπος για να τον βοηθήσεις αλλά είναι λίγο πιο αργός. Άκουσε προσεκτικά αυτά που θα σου πω και το μυστικό για να θρέψεις τα πεινασμένα αδέλφια σου, θα γίνει δικό σου.

Ο Βουντς με δυσκολία παρακολουθούσε τα λόγια του ξένου. Η καρδιά του όμως πλημμύρισε με ελπίδα και ένιωθε το αίμα του να κυλάει γεμάτο δύναμη στις φλέβες του.

Άκουσε λοιπόν: το κορμί μου αυτό που νομίζεις ότι βλέπεις μπροστά σου είναι μια οπτασία! Η φωνή αυτή που νομίζεις ότι ακούς, δεν είναι παρά ένα όνειρο. Αυτά θα σβήσουν, θα χαθούν και θα ξαναπάνε στον ουρανό. Τα μεταξωτά πράσινα και κίτρινα ρούχα όμως που φοράω είναι αληθινά και χειροπιαστά. Είναι από ρίζες και από σπόρους. Από ζωντανό χυμό και φύλλα που το Μεγάλο Πνεύμα έχει φυσήξει μέσα τους το μυστικό της ζωής. Μόλις χαθώ, πάρε όλα τα πράσινα και τα κίτρινα κομμάτια και θάψε τα ευλαβικά στο χώμα. Προσοχή όμως! Πρώτα να καθαρίσεις τις πέτρες, τα ξερόκλαδα και κάθε σκουπίδι, έτσι ώστε η γη να είναι καθαρή και να τη βλέπει ελεύθερα ο ήλιος και να την ποτίζει η βροχή. Αφού τα σκεπάσεις, να έρχεσαι συχνά σ’ αυτό τον τάφο όπου θα έχεις θάψει τα ρούχα μου. Περίμενε υπομονετικά ώσπου θα δεις να ζωντανεύουν. Μην αφήσεις να φυτρώσουν αγριάδες και τσουκνίδες και με τον καιρό θα ανακαλύψεις αυτό που τόσο γύρευες. Κάτι που θα σε βοηθήσει να σώσεις το λαό σου από την πείνα.

Μ’ αυτά τα λόγια ο ξένος εξαφανίστηκε στον ουρανό. Είχε απομείνει όμως ο σωρός από πράσινες και κίτρινες μεταξωτές κλωστές.

Ο Βουντς σηκώθηκε με καινούρια δύναμη από το στρώμα όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Άγγιξε τα ρούχα του ξένου και του φάνηκε σα να έκαιγαν. Με σεβασμό άνοιξε ένα λάκκο. Με πίστη και ελπίδα καθάρισε την ανοιξιάτικη γη από κάθε ρίζα, κάθε πετραδάκι και ξερόκλαδο και σπόρο κι ύστερα τρυφερά όπως μια μητέρα βάζει το μωρό της στην κούνια του, άπλωσε μέσα στον λάκκο τις κίτρινες και πράσινες κλωστές και τις σκέπασε με προσοχή. Επέστρεψε στο σπίτι του πατέρα του και για πολύ καιρό δεν έλεγε τίποτε για την παράξενη οπτασία. Κάθε μέρα πήγαινε στον τάφο και τον περιποιόταν. Χαιρόταν που ο ήλιος και η βροχή κρατούσαν τη γη μαλακή, υγρή και γόνιμη.

Μετά από καιρό, μια καλοκαιρινή μέρα, είδε να ξεπροβάλλουν μέσα από το χώμα καταπράσινα βλασταράκια. Ήταν τόσο τρυφερά που έμοιαζαν με φτερό. Γεμάτος ανυπομονησία περίμενε την επόμενη μέρα να ξαναπάει για να δει πόσο θα μεγάλωναν. Στο τέλος του καλοκαιριού, παρακάλεσε μια μέρα τον πατέρα του να πάει μαζί του. Πήγε το γέρο στο λιβάδι όπου είχε σκάψει τον τάφο κι είχε θάψει τα ρούχα του ουράνιου ξένου. Το λιβάδι ήταν γεμάτο από σειρές ολόκληρες ψηλά, καταπράσινα φυτά, μ’ ολόισιους ψηλούς κορμούς, με χρυσές φούντες που έπεφταν με χάρη. Κάθε φυτό ήταν στολισμένο με μακρουλά πράσινα φύλλα και μέσα από τα φύλλα ξεχώριζαν σφιχτά τσαμπιά από πορτοκαλί καλαμπόκι και κάθε κόκκος τους ήταν γεμάτος με γλυκό και νόστιμο χυμό.

Αυτό είναι το δώρο του φίλου μου! Το Μεγάλο Πνεύμα μου φανέρωσε το μυστικό, πώς να θρέψω το λαό μου δίχως να σκοτώνω! Από δω και πέρα το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να φροντίζουμε το χώμα, που θα μας χαρίζει τους καρπούς του κάθε χρόνο.

Ο πατέρας δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του! Έπεσε στα γόνατα με το γιο του και ευχαρίστησαν και οι δύο το Μεγάλο Πνεύμα που είχε στείλει αυτήν την ανταμοιβή για την πίστη και την αφοσίωση του νεαρού αγοριού και την ακλόνητη επιθυμία του να βοηθήσει το λαό του. Κι έτσι λέει η παλιά ινδιάνική παράδοση ότι ήρθε στον κόσμο το καλαμπόκι!

Categories: Μύθοι, Ξένα παραμύθια | Ετικέτες: ,, | 1 σχόλιο

Το μυρμήγκι και το περιστέρι.

Μύθος του Αισώπου 

Απόδοση: Μαρία Μπουγά –

«Μυρμήγκι και περιστέρι» – Πίνακας του Milo Winter (1888-1956) εμπνευσμένος από τον μύθο του Αισώπου.

Μια φορά ένα μυρμήγκι καθώς περπατούσε για ώρα σ’ έναν αγρό, δίψασε. Μόλις είδε μια πηγή, πλησίασε για να πιει νερό. Στην προσπάθεια του να ξεδιψάσει, παραπάτησε και έπεσε μέσα στην πηγή. Παρασύρθηκε από τη ροή του νερού και κινδύνευε να πνιγεί, επειδή ήταν μικρό και δεν ήξερε κολύμπι. Άρχισε λοιπόν να φωνάζει για βοήθεια. Ο τόπος όμως ήταν έρημος. Η αγωνία του και ο φόβος του μεγάλωναν καθώς κανένας δεν άκουγε τη φωνούλα του σ’ εκείνη την ερημιά.

Κάποια στιγμή ένα περιστέρι που έτυχε να περνάει από την περιοχή, είδε το μυρμήγκι που πάλευε να σωθεί. Σκέφτηκε πως το μυρμήγκι δεν θα άντεχε για πολύ και θα πνιγόταν. Το περιστέρι λυπήθηκε το άτυχο μυρμηγκάκι και αποφάσισε να το βοηθήσει. Έσπασε ένα κλαδί από ένα δέντρο και το έριξε στην πηγή. Όταν το μυρμήγκι είδε το κλαδί, το πλησίασε με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει. Σκαρφάλωσε  αμέσως πάνω του κι έτσι σώθηκε.

Λίγο αργότερα  εμφανίστηκε στην περιοχή ένας κυνηγός. Μόλις είδε το περιστέρι θέλησε να το πιάσει. Με ξόβεργες ένωσε τα καλάμια του και κίνησε για να το αιχμαλωτίσει. Το μυρμήγκι, που είδε τον κυνηγό, σκαρφάλωσε στη γάμπα του και τον τσίμπησε δυνατά, τη στιγµή που ήταν έτοιμος να πιάσει το περιστέρι το οποίο και πέταξε μακριά.

Έτσι το μυρμήγκι ανταπέδωσε τη χάρη στο περιστέρι

Categories: Μύθοι | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Γεράκι και αηδόνι.

Μύθος του Αισώπου –

Γκραβούρα του Ernest Griset (1844-1907) με τίτλο «hawk and nightingale» εμπνευσμένος από τον μύθο του Αισώπου «Γεράκι και αηδόνι»

Γκραβούρα του Ernest Griset (1844-1907) με τίτλο «hawk and nightingale» εμπνευσμένος από τον μύθο του Αισώπου «Γεράκι και αηδόνι»

Ένα αηδόνι καθότανε στο κλαδί μιας μεγάλης βελανιδιάς και έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα…κελαηδούσε όμορφα! Ένα πεινασμένο γεράκι που το άκουσε πέταξε προς αυτό και το έπιασε στα γαμψά του νύχια έτοιμο να το φάει.

Το αηδόνι άρχισε να κλαίει και να παρακαλεί το γεράκι για να το αφήσει ελεύθερο. Μα το γεράκι ήταν αμετάπιστο.

Μα τί θα φας από εμένα; Είμαι μικρό πουλί και χωρίς πολύ κρέας πάνω μου. Καλύτερα να αναζητήσεις την τροφή σου σε μεγαλύτερα πουλιά.

Είπε το αηδόνι στο γεράκι σαν τελευταίο επιχείρημα, μα το γεράκι του απάντησε…

Θα ήμουν χαζός αν άφηνα κάτι σίγουρο για να κυνηγήσω κάτι αβέβαιο.

Categories: Μύθοι | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Αλεπού και κοράκι

Μύθος του Αισώπου – 

Σε γραμματόσημο της Ουγγαρίας το 1960 που απεικονίζει στιγμιότυπο του μύθου του Αισώπου!

Σε γραμματόσημο της Ουγγαρίας το 1960 που απεικονίζει στιγμιότυπο του μύθου του Αισώπου!

Ο γνωστός μύθος του Αισώπου σώζεται σε δύο εκδοχές και η διαφορά τους είναι το φαγητό που κουβαλάει το κοράκι. Στην πρώτη εκδοχή είναι ένα κομάτι κρέας, ενώ στην δεύτερη που και έχει επικρατήσει, ένα κομάτι τυρί.

Ένα κοράκι κρατώντας στο στόμα του ένα κομάτι κρέας, έχει καθίσει για να το φάει, σε ένα δέντρο. Μια αλεπού που το είδε, θέλοντας να του το πάρει, πήγε από κάτω και άρχισε να του λέει ότι είναι σπουδαίος, με ωραίο χρώμα και σώμα. Θα μπορούσε κάλιστα να είναι αυτός ο βασιλιάς των πουλιών αν είχε και φωνή.

Έργο του Richard Heighway (1894) εμπνευσμένο από τον μύθο του Αισώπου

Έργο του Richard Heighway (1894) εμπνευσμένο από τον μύθο του Αισώπου

Το κοράκι τότε γοητευμένο από τα λόγια της αλεπούς, άφησε το κρέας να του πέσει από το στόμα κι άρχισε να κράζει δυνατά θέλοντας να της δείξει

ότι έχει και φωνή. Η αλεπού άρπαξε το κρέας από το έδαφος και είπε στο κοράκι ότι, φωνή μπορεί να έχει, δεν έχει όμως μυαλό!

Categories: Μύθοι | Ετικέτες: ,,,, | 2 Σχόλια

Καυχησιάρης αθλητής του πένταθλου!

Μύθος του Αισώπου – 

Άλμα εις μήκοςΈνας αθλητής του πένταθλου, ενοχλημένος από τα σχόλια των συμπολιτών του περί δειλίας, κάποτε, έφυγε στα ξένα και άργησε να γυρίσει στον τόπο του. Όταν γύρισε, άρχισε να καυχιέται για τις επιδόσεις του σε αγώνες που συμμετείχε σε άλλες πόλεις. Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε για ένα άλμα σε μήκος που έκανε σε αγώνες στην Ρόδο και ότι κανένας από τους υπόλοιπους ολυμπιονίκες δεν κατάφερε να τον φτάσει.

Οι συμπολίτες του δεν τον πίστευαν κι αυτός τους απάντησε πώς αν ποτέ πάνε στην Ρόδο, υπάρχουν εκεί μάρτυρες που θα το επιβεβαιώσουν. Κάποιος όμως από τους συμπολίτες του, του ανταπάντησε ότι δεν είναι αναγκαίο να πάνε αυτοί στην Ρόδο κι ούτε χρειάζονται άλλοι μάρτυρες. Αν έκανε ένα τέτοιο άλμα, μπορεί να το επαναλλάβει κι εδώ. (…αὔτη γἀρ ᾽Ρόδος καἰ πἠδημα.)

Categories: Μύθοι | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Blog στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: