Ιρλανδικός μύθος.
Κάποτε άνθρωποι και γίγαντες ζούσαν μαζί κι αγαπημένοι. Πολλές φορές παντρευόταν και μεταξύ τους.
Υπήρχε λοιπόν τότε στην Ιρλανδία ένας καλόκαρδος γίγαντας, ο Φιν Μακ Κούλ. Ατρόμητος πολεμιστής, θεόρατος και τρομερός στις μάχες. Ξεγελούσε τα ξωτικά του δάσους, πολεμούσε κι έδιωχνε τους επικίνδυνους πειρατές. Αλλά η πιο σοβαρή του προσπάθεια ήταν να εξαφανίζει τους ληστές στα βουνά για να μπορεί η θεία του να περνάει ελεύθερα και να του φέρνει … κέικ!
Ένα πρωινό, καθώς περπατούσε στην ιρλανδική ακτή, ο Φιν είδε ένα όμορφο κορίτσι πλάι στην θάλασσα. Το φόρεμα και τα μαλλιά της ανέμιζαν στον αέρα και έμοιαζε με νεράιδα.
Την έλεγαν Ούνα και κοίταζε τις ακτές της Σκωτίας. Η Ούνα είχε φύγει από τη Σκωτία, επειδή ο τρομερός γίγαντας-πολεμιστής Μπεναντόνερ είχε καταστρέψει το χωριό της. Έφτασε στην Ιρλανδία για να γλιτώσει από το κακό. Όμως νοσταλγούσε αφάνταστα τα καταπράσινα λιβάδια και τις κρυστάλλινες λίμνες του χωριού της. Ο Φιν την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά.
Σε λίγο καιρό παντρεύτηκαν και ο Φιν της έφτιαξε ένα σπίτι με τεράστιες πέτρες για να είναι προφυλαγμένο από τους δυνατούς αέρηδες. Για να κάνει χαρούμενη την γυναίκα του, άνοιξε ένα παράθυρο στην κρεβατοκάμαρα που έβλεπε προς τις ακτές της Σκωτίας, εκεί που βρισκόταν παλιά το χωριό της. Ζούσαν μέσα στην ευτυχία…
Ο γίγαντας Μπεναντόνερ, είχε ακούσει για τον γενναίο Φιν. Εγωιστής καθώς ήταν, δεν δεχόταν να υπάρχει άλλος γίγαντας, πιο ξακουστός από αυτόν.
Το έμαθε και ο Φιν και αποφάσισαν να μονομαχήσουν. Κατασκεύασε λοιπόν ένα γιγαντιαίο μονοπάτι-γέφυρα με τεράστιες πέτρες από βασάλτη. Τις έχωσε μέσα στη θάλασσα για να ενωθούν οι δύο ακτές και να συναντηθούν για τη μάχη. Λίγες μέρες αργότερα, ο Μπεναντόνερ ξεκίνησε για το Αντρίμ, όπου θα γινόταν η μονομαχία.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, η Ούνα ετοίμαζε τη σούπα του Φιν. Ο αέρας φυσούσε δυνατά γύρω από το σπίτι τους και ξαφνικά ο Φιν όρμησε μέσα λέγοντας ότι είδε τον γιγάντιο Μπεναντόνερ να πλησιάζει…. ερχόταν για να μονομαχήσουν! Η Ούνα ήξερε ότι ο Μπεναντόνερ είχε γονείς γίγαντες, ενώ ο Φιν μόνο παππούδες. Φοβόταν ότι εξαιτίας αυτού, ίσως ο άντρας της να ήταν ο λιγότερο δυνατός. Έφερε λοιπόν στο σπίτι το μεγαλύτερο παχνί των ζώων και το έστρωσε με λευκά κεντημένα σεντόνια και το έκανε να μοιάζει με κούνια.
Φόρεσε ένα μωρουδίστικο σκουφί στον Φιν και τον έβαλε να ξαπλώσει μέσα, με αρκετή δυσκολία είναι η αλήθεια, και τον σκέπασε με μία μεγάλη κουβέρτα. Δίπλα του ακούμπησε ένα τεράστιο σιδερένιο ρόπαλο τάχα για να παίζει!
Όταν πλησίαζε ο Μπεναντόνερ η γη αντηχούσε και τα τζάμια του σπιτιού έτριζαν όταν έφτασε κοντά. Χτύπησε δυνατά την πόρτα και η Ούνα του άνοιξε.
Καλησπέρα Ούνα,…Ήρθα να μονομαχήσω με τον άντρα σου. Πού είναι;
… φώναξε ο Μπεναντόνερ!
Δεν είναι ο άντρας μου εδώ, έχει πάει για κυνήγι. Μόνο το μωρό μας μας είναι μέσα και κοιμάται. Έλα να καθίσεις να σου κάνω ένα ζεστό μέχρι να γυρίσει ο Φιν.
Ενώ η Ούνα του έφτιαχνε το τσάι , ο Μπεναντόνερ έβλεπε την κούνια. Σκέφτηκε πως, αν έτσι ήταν το μωρό, ο πατέρας του θα ήταν τοοοόσο μεγάλος που δεν θα μπορούσε να τον νικήσει. Τρομοκρατημένος έφυγε και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς τη Σκωτία. Σε κάθε βήμα του κατέστρεφε και ένα κομμάτι από το πέτρινο γεφύρι για να είναι σίγουρος ότι ο τρομερός Φιν δεν θα τον ακολουθήσει.
Από τη Σκωτία κοιτούσε καθημερινά προς την Ιρλανδία, μήπως ο Φιν αποφάσιζε κάποτε να φτάσει στην ακτή και να τον αναγκάσει να μονομαχήσουν.Έτσι, ο Φιν και η Ούνα έζησαν ευτυχισμένοι με τα παιδιά τους, που άλλα ήταν γίγαντες και άλλα άνθρωποι που όταν μεγάλωσαν ταξίδεψαν σε όλες τις χώρες του κόσμου…
