Παραλογές

Του νεκρού αδελφού

Ο Νικόλαος Πολίτης προλογίζει την παρακάτω παραλογή στο βιβλίο του «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού» :

«Το άσμα περί του αδελφού, όστις αποθανών εγείρεται του τάφου προς εκτέλεσιν ιεράς υποσχέσεως και φέρει εις την απορφανισθείσαν μητέρα το μόνον επιζήσαν τέκνον της, την εις τα ξένα υπανδρευμένην αδελφήν του, κοινότατον εις τας ελληνικάς χώρας, είναι επίσης διαδεδομένον εις πάντας τους λαούς της χερσονήσου του Αίμου. Εκ της ταυτότητος όχι μόνον της υποθέσεως, αλλά και των διαφόρων επεισοδίων και λεπτομερειών των ασμάτων τούτων γίνεται κατάδηλον, ότι εν ήτο το πρότυπον πάντων και εξ ενός λαού μετεδόθη το άσμα εις τους λοιπούς. Και υπεστήριξαν μεν τινες ότι ο λαός ούτος είναι ο σερβικός ή ο βουλγαρικός, αλλ’ ότι το πρότυπον ήτο ελληνικόν και εκ του ελληνικού λαού παρέλαβον οι άλλοι λαοί του Αίμου προσεπάθησα ν’ αποδείξω εν πραγματεία εκδοθείση κατά το 1885. Την δε γνώμην ταύτην παραδέχθησαν πολλοί, εν οις και ο βούλγαρος καθηγητής Ιβάν Σισμάνοβ, δημοσιεύσας εκτενή μονογραφίαν περί του θέματος τούτου.

 

katalogia I 1Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,

την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,

την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!

Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,

στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.

Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,

να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.

Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.

 

Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,

στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,

αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.

 

Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.

Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,

κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;

 

Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,

αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,

αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω.

 

Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,

κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι

κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,

βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.

Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,

στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.

 

Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,

οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!

Tο τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;

Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,

αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις.

 

Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,

η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.

Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,

και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.

Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.

Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:

 

Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.

 

Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;

Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ‘ρθω,

κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ‘ρθω.

 

Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι.

 

Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.

Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν.

Δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:

 

Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!

 

Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;

 

Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε.

Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:

 

Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,

να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!

 

Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;

Πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.

 

Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.

 

Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.

 

Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,

κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.

 

Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:

 

Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,

τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!

 

Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.

 

Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;

 

Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν.

 

Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,

και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;

 

Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου.

 

Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.

Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.

Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.

Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.

Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα

βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,

βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.

Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,

και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.

Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.

 

Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,

κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,

κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.

 

Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.

 

Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;

 

Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου.

 

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

Categories: Λαογραφία, Παραλογές | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Της κακιάς πεθεράς

– Παραλογή –

Εννιά χιλιάδες αρχοντιά πάγουν να πάρουν νύφη

με τετρακόσια διάργανα και χίλιους συμπεθέρους.

Οι συμπεθέροι στα χρυσά κι όλοι καβαλαραίοι

η νύφη στα μεταξωτά, γαμπρός στα κατιφένια.

Και πήγαν και την έφεραν σα πέρδικα γραμμένη.

 

Σχαρίκια κυρα πεθαρά, σχαρίκια συμπεθέρα

κι έβγα να δεις τη νύφη σου, την ακριβή του γιού σου.

 

Καλώς τονε το γιόκα μου, καλή γυναίκα φέρνει.

 

Μάνα μου δώσε τα κλειδιά, δως της τα παρακλείδια.

 

Αύριο τα δείνω τα κλειδιά, αύριο τα παρακλείδια.

 

Και στην καρδιά της μπήκανε σαρανταδυό μαχαίρια.

 

Μάγερα που μαγέρεψες πολλά φαγιά του γάμου

μαγέρεψε της νύφης μου τριώ λογιώ κεφάλια

του αστριτσιού και της οχιάς και της μονομερίδας.

 

Ολοι στην τάβλα κάθησαν κι η νύφη τρώει χώρια.

 

Έλα νυφούλα στον οντά γιατ’είσαι αποσταμένη

θαρρώ που πείνασες πολύ και ντρέπεσαι να κρίνεις.

Για πάρε μια μπουκιά φαί για πάρε τρεις και πέντε.

 

Επαίρνει μια, επαίρνει δυό, την τρίτη εφαρμακώθει

κι από την τάβλα σκώθηκε κατακιτρινισμένη.

Κάνει σταυρό τα χέρια της και πάει στον πεθερό της.

 

Κάνε κύρημ και πεθερέ για μια σταλιά νεράκι.

 

Νύφη νερό δεν έχομαι και ποιός να μας το φέρει.

 

Κάνει σταυρό τα χέρια της και πάει στην πεθερά της.

 

Κάνε κυρά και πεθεράμ για μια σταλιά νεράκι.

 

Νύφη νερό δεν έχομαι και ποιός να μας το φέρει.

 

Κάνει σταυρό τα χέρια της και πάγει στον καλό της.

 

Κάνε ακριβέ μου και καλέ για μια σταλιά νεράκι

τι εψήθηκαν τα χείλη μου απ’το αψί φαρμάκι.

 

Χρυσό σταμνάκιν άρπαξε και στη βρυσούλα πάνει.

Ώσπου να πάνει και να ‘ρθει την ηβρ΄ αποθαμένη.

Χρυσό μαχαίριν άδραξε, απ’ αργυρό θηκάρι

στον ουρανό τ’ απέλυκε και στην καρδιά του ευρέθει.

πεθερα

Κι εκεί που θάψανε το νιο εβγήκε κυπαρίσι

κι εκεί που θάψανε τη νια εβγήκε καλαμάκι.

Αντικοτά η καλαμιά φιλεί το κιπαρίσι!

Κι ένα πουλάκι κάθουνταν στης καλαμιάς τα φύλλα.

Δεν εκελάειδε σαν πουλί ως κελαειδούν τ’ αηδόνια

μον’ εκελάειδε κι έλεγε μ’ ανθρωπινή λαλίτσα.

 

Για ειδέτε τα βαριόμοιρα τ αδικοσκοτωμένα

που δε φιλιούνται ζωντανά, φιλιούνται αποθαμένα.

Categories: Λαογραφία, Παραλογές | Ετικέτες: | Σχολιάστε

Του γιοφυριού της Άρτας

Άλλη μια παραλογή, από τις πιο διαδεδομένες και γνωστές στον ελλαδικό χώρο, είναι αυτή «Του γιοφυριού της Άρτας». Όπως και σε όλες, έτσι κι εδώ, είναι μια από τις πολλές εκδοχές της και σίγουρα, η όχι και τόσο διαδεδομένη. Το θέμα της είναι γνωστό στην πλειοψηφία μας. Ο Νικόλαος Πολίτης στο βιβλίο του «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού» γράφει για την συγκεκριμένη:

«Παρά πλείστοις λαοίς επικρατεί η δοξασία, ότι προς στερέωσιν και προφύλαξιν από οιουδήποτε κινδύνου παντός κτίσματος απαιτείται να προσηλωθή εις αυτό ζώον, κατορυττόμενον εις τα θεμέλια ή εντειχιζόμενον. Όσον δ’ ευγενέστερον είναι το ζώον, τόσον μεγαλυτέραν θεωρείται ότι έχει δύναμιν προς προστασίαν του κτίσματος. Εις την δοξασίαν ταύτην αναφέρονται και αρχαίοι ελληνικοί μύθοι και βυζαντιναί παραδόσεις περί θυσίας ανθρώπων κατά την θεμελίωσιν μεγάλων οικοδομημάτων. Η ψυχή του θύματος υπετίθετο ότι δια των υπερφυσικών δυνάμεων, τας οποίας έχουν αι επί γης απολελυμέναι των δεσμών του σώματος ψυχαί, ηδύνατο να προσλαμβάνει κατά βούλησιν παντοίας μορφάς, και είχε ρώμην υπεράνθρωπον, προωρισμένη δε να φυλάττη και περιέπη το οικοδόμημα, εις το οποίον προσηλώθη, ήτο φοβερά εις τους επιχειρούντας να το παραβλάψωσι και ικανή ν’ αποτρέπη τους απειλούντας αυτό κινδύνους. Το θύμα εγίνετο το στοιχειό του οικοδομήματος, διό στοιχείωσις ελέγετο υπό των βυζαντινών ή δια θυσίας οικοδόμησις.

Εις τοιαύτην παράδοσιν στηρίζεται και το πανελλήνιον τραγούδι του γιοφυριού της Άρτας, του οποίου παραλλαγαί αναφέρονται και εις άλλας γεφύρας ή άλλα οικοδομήματα (οίον της γεφύρας του Σπερχειού, του Πηνειού, των Αδάνων, της βρύσης της Αράχοβας, του υδραγωγείου των ∆έρκων, κλπ.). Παρέλαβον δε την ελληνικήν ταύτην παράδοσιν, προσαρμόσαντες εις επιχώρια οικοδομήματα, και οι άλλοι λαοί της ελληνικής χερσονήσου (Ρωμούνοι, Αλβανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι)…»

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Η συγκεκριμένη εκδοχή της παραλογής είναι αυτή που θα δουλέψουμε οι Παραμυθάδες σε συνεργασία με το «Θέατρο Κύκλος» για την παράσταση «Καταλόγια ΙΙΙ»

Του γιοφυριού της Άρτας

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες

γεφύριν εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.

Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.

Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες.

Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας

Ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται.

Και το στοιχειό ‘ποκρίθηκε απ’ τη δεξά καμάρα:

Α δε στοιχειώσετ’ άνθρωπο γιοφύρι δε στεργιώνει.

Και μη στοιχειώσετ’ ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη

παρά του πρωτομάστορα την ώρια τη γυναίκα

πόρχετ’ αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα.

Τ’ ακούει ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.

Πιάνει μηνάει της λυγερής με το πουλί τ’ αηδόνι:

αργά ντυθεί, αργά ‘λλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα

αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γεφύρι.

Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κ’ είπε

Γοργά ντύσου γοργ’ άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα

γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι.

Και νάτη που ξεφάνηκε από την άσπρη στράτα.

Τη βλέπει  ο πρωτομάστορας, ραγίζετ’ η καρδιά του.

Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέγει:

Καλήν εσπέρα μάστορες κι εσείς οι μαθητάδες

μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος;

Το δαχτυλίδι το ‘πεσε στην πρώτη την καμάρα

και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά’ βρει;

Εγώ να μπω, εγώ να βγω το δαχτυλίδι νά’ βρω.

Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση εμπήκε.

Τράβα καλέ μ’ την άλυσο, τράβα την αλυσίδα

τι όλο τον κόσμο ανέγυρα και τίποτας δεν ήβρα!

Ένας πιχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη.

Πιάνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.

Τρεις αδερφάδες είμαστε κι οι τρεις κακογραμμένες.

Η μια ‘χτισε το Δούναβη, η άλλη τον Εφράτη

κι εγώ η πλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.

Ως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμει το γιοφύρι

κι ως  πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτουν οι διαβάτες.

Κόρη το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε

τι έχ’ς αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.

Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει.

Ως στέκουν τα ψηλά βουνά να στέκει το γιοφύρι

κι ως φεύγουν τ’ άγρια πουλιά να φεύγουν οι διαβάτες

τι έχω μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει.

Το στοιχειό στο γιοφύρι της Άρτας από τις πρώτες δύο παρουσιάσεις της παράστασης Καταλόγια.

Το στοιχειό στο γιοφύρι της Άρτας από τις πρώτες δύο παρουσιάσεις της παράστασης Καταλόγια.

Categories: Λαογραφία, Παραλογές | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Της μάνας φόνισσας

Μια από τις πιο συγκλονιστικές παραλογές μας. Ο Ν. Πολίτης γράφει στην εισαγωγή του για την συγκεκριμένη παραλογή στο βιβλίο «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού»:

Το άγριον άσμα περί του μυσαρού εγκλήματος της παιδοκτόνου μητρός απηρτίσθη εκ μυθολογικών στοιχείων, τα οποία ανευρίσκονται και εις αρχαίους ελληνικούς μύθους και εις άσματα και παραμύθια διαφόρων λαών ευρωπαϊκών και ασιατικών. Γυναίκες, κατά τους ελληνικούς μύθους, παραθέτουν προς βρώσιν εψημένα τα κρέατα των ιδίων των τέκνων εις τους συζύγους (Πρόκνη-Τηρεύς, Αηδών- Πολύτεχνος) η αδελφή εις τον πατέρα τα του αδελφού της (Αρπαλύκη-Κλύμενος) ή αδελφός εις αδελφόν τα των τέκνων τούτου (Ατρεύς-Θυέστης) ή πάππος εις τον πατέρα τα του εγγονού (Λυκάων-Ζεύς). Λόγος δε του ανοσίου κακουργήματος φέρεται η εκδίκησις. Αλλ’ εις το έλληνικόν άσμα, ενώ ο φόνος του παιδός αιτιολογείται εκ του φόβου της μητρός μήπως καταγγείλη τας ενόχους σχέσεις αυτής, ουδόλως υπεμφαίνεται ο λόγος ο εξωθήσας αυτήν να παραθέση προς βρώσιν εις τον σύζυγον το ήπαρ του τέκνου των. Τον λόγον τούτον ίσως δυνάμεθα να συναγάγωμεν εκ του συνδυασμού προς την διατύπωσιν του επεισοδίου εν πολλοίς παραμυθίοις. Η μήτηρ ετοίμασε το ήπαρ όπως χρησιμεύση ως μαγικόν φάρμακον, ως τοιούτο δε παρέθεσε προς βρώσιν εις τον σύζυγον. Είναι δε το ήπαρ κατά τας δοξασίας πολλών λαών έδρα των σωματικών και των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου.Παραλλαγαί τινες του άσματος αναφέρουσι και ονόματα των προσώπων, τα δ’ ονόματα ταύτα είναι τα συχνάκις απαντώντα εις τακριτικά άσματα. Του πατρός το όνομα είς τινας τούτων είναι Ανδρόνικος (ή Ανδρόνιχος και κατά παραφθοράν Ανδρουλής), του παιδιού Κωσταντής (Ανδρόνικος ο πατήρ, Κωνσταντίνος ο ονομαστότερος υιός και εις το έπος του Διγενή).

Της Μάνας φόνισσας

Ο Ανδρόνικος εκίνησε να πάει λαφοκυνήγι.

Εκίνησε κι ο Κωσταντής στο δάσκαλο να πάγει.

Το καλαμάρι αστόχησε, γυρίζει να το πάρει.

Βρίσκει την πόρταν ανοιχτή, την πόρταν ανοιγμένη,

βρίσκει τη μάνα τ’ αγκαλιά με ξένο παλικάρι.

– Ας είναι ας είναι μάνα μου κι α δε το μολοϊσω

κι α δε το πω τ’ αφέντη μου ν’ αδικοθανατήσω.

– Τ’ είδες ορέ και τι θα πεις και τι θα μολοϊσεις;

– Καλό είδα γω, καλό θα πω, καλό θα μολοϊσω,

κακό είδα γω, κακό θα πω, κακό θα μολοϊσω.

Και με το μόσκο το πλανά και με τα λεφτοκάρια

και στο κελάρι το ‘μπασε και σαν τ’ αρνί το σφάζει.

της μανας φονισσας

Φιγούρες της μάνας φόνισσας και του Κωνσταντή, από την παράσταση «Καταλόγια» σε σκηνοθεσία του Θοδωρή Οικονομίδη για το Θέατρο «Κύκλος»

Σα μακελάρης φυσικός του βγάνει το συκώτι.

Σ’ εννιά νερά το ξέπλενε και ξεπλεμούς δεν είχε

και πάλε το ξανάπλενε και πάλεν αίμα στάζει

και στο τηγάνι το ‘βαλε για να το τηγανίσει.

Και νάσου κι ο Ανδρόνικος στους κάμπους καβαλάρης

βροντομαχούν τα ρούχα του και λάμπουν τ’ αρματά του.

Φέρνει τα λάφια ζωντανά, τ’ αγρίμια μερωμένα,

φέρνει κι ένα λαφόπουλο, του Κωσταντή παιγνίδι.

Κοντοκρατεί το μαύρο του και την εχαιρετάει.

– Γειά σου χαράσου ποθητή και που ‘ν ο Κωσταντής μας

– Τον έλουσα, τον άλλαξα και στο σκολειό τον πήγα.

Βιτσιά δίνει τ’ αλόγου του και στο σκολειό πηγαίνει.

– Δάσκαλε που ‘ν ο Κωσταντής και που ‘ναι το παιδί μου;

– Εχω δυό μέρες να το ειδώ και τρεις να το διαβάσω.

Βιτσιά δίνει τ’ αλόγου του, στο σπίτι του πηγαίνει.

– Γυναίκα που ‘ν ο Κωσταντής και που ‘ναι το παιδί μας;

– Στης πεθεράς μου το ‘στειλα κι όπου κι αν είναι θάρθει.

Βιτσιά δίνει τ’ αλόγου του, στης μάνας του πηγαίνει.

– Μάνα μου, που ‘ν ο Κωσταντής ο μικροκωσταντίνος;

– Δυο μέρες έχω να το ειδώ και τρεις να το φιλήσω

κι αν δε το ειδώ ως το βραϊδύ, θε να παραλοήσω.

Βιτσιά δίνει τ’ αλόγου του στο σπίτι του πηγαίνει.

– Σκύλα και που ‘ν ο Κωσταντής και που ΄ναι το παιδί μου.

– Κάπου παιγνίδιν έβρικε και θε να παιγνιδίζει.

– Γυναίκα βάλε μου να φάω, να φάω να γιοματήσω,

να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια,

να πα να βρώ τον Κωσταντή, το φύτρο της καρδιάς μου.

Το συκωτάκι του ‘βαλε σ’ εν’ ασημένιο πιάτο.

Πρώτη βουκιάν όπου ‘βαλε το συκωτάκι πήρε,

το συκωτάκι μίλησε, το συκωτάκι λέγει:

– Αν είσαι σκύλος φάε με κι οβριός απέταξέ με

κι αν είσαι κι ο πατέρας μου σκύψε και φίλησέ με.

Και τη βουκιά του απέλεσε, τριγύρο του κοιτάζει,

εμαύρισ’ η καρδούλα του, εθάμπωσε το φώς του,

τα δάκρια τρέξαν ποταμός και κόντεψε να πέσει.

Μ’ αναντριγιώθει κι έσυρε το δαμασκί σπαθί του

και στο λαιμό της το ‘βαλε της κόβει το κεφάλι.

Λιανά λιανά την έκοψε, στον ήλιο την απλώνει.

Κι από τον ήλιο στο σακί κι απ’ το σακί στο μύλο.

Κι ο μύλος εξεράλεθε κ’ η φτερωτή ετραγούδα:

– Αλεθε μύλο μ’ άλεθε κακιάς κούρβας κεφάλι

κάνε τ’ αλέυρια κόκκινα και την πασπάλη μαύρη

για να ‘ρχουντ’ οι γραμματικοί να πέρνου για μελάνι

για να ‘ρχουνται κ’ οι όμορφες να πέρνου κοκκινάδι.

Categories: Λαογραφία, Παραλογές | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: