(Μια πραγματική ιστορία γραμμένη σαν παραμύθι!)
Ζούσαν κάποτε μέσα σε ένα μεγάλο χνουδωτό σακούλι 19 σποράκια. Στην αρχή ντρεπόταν να μιλήσουνε μεταξύ τους μα σιγά-σιγά και επειδή βαριόταν, έπιασαν κουβέντα.
– Ποιος είσαι εσύ;…
– Από πού έρχεσαι;…
– Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;
Όλα τα σποράκια έδωσαν την ίδια απάντηση :
– Θα γίνω δέντρο για τα Χριστούγεννα!
Έτσι άκουγαν τους ανθρώπους να λένε, έτσι έλεγαν κι αυτά. Τα λόγια τους αποδείχτηκαν αληθινά, αν και δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς σήμαινε αυτό. Για καλή τους τύχη τα έσπειραν κοντά-κοντά και μπορούσαν ακόμα και κάτω από το χώμα να κάνουνε παρέα. Σιγά σιγά έβγαζαν ρίζες, ψήλωναν τον κορμό τους και άπλωναν τα πράσινα κλαδάκια τους. Ήταν χαρούμενα που δεν χάθηκαν. Η συντροφιά τους έμεινε παντοτινή… χμμμμ… παντοτινή… Έτσι νόμιζαν…
Μία μέρα, ήρθαν οι δύο γεροδεμένοι άντρες, αυτοί που κάθε μέρα τα φρόντιζαν και άρχισαν να συζητούν.
– Πότε λες να τα κόψουμε και να τα παραδώσουμε; Τα Χριστούγεννα κοντοζυγώνουν.
– Περιμένω εντολή μα όπου να ‘ναι… Δεν θα αργήσουμε πολύ.
Είπαν και απομακρύνθηκαν!
Βαθιά σιωπή έπεσε ανάμεσα στα δεντράκια. Κανένα δεν μιλούσε! Να τα κόψουν; Πώς; Και μετά; Τι;
Μέχρι που έδυσε ο ήλιος δεν ακούστηκε ούτε θρόισμα… Μα με το πρώτο αστέρι που έλαμψε στον ουρανό, ένα από τα δεντράκια άρχισε να βγάζει από τα κλαράκια του μικρά, μικρούτσικα διαμάντια. Ξέρετε γιατί; Έτσι είναι τα δάκρυα της φύσης, έτσι δακρύζουν τα φυτά. Και άρχισε να κλαίει και το δεύτερο και το τρίτο, ώσπου και τα δεκαεννιά έσταζαν στο χώμα την απελπισία τους!
– Χαθήκαμε…
– Μέχρις εδώ ήταν…
– Τι θα απογίνουμε;…
Το χάραμα, όταν ανέβηκε πάλι ο ήλιος στο άρμα του, είδε τα δεντράκια γερμένα προς στο χώμα και πόνεσε η φλόγα της καρδιάς του. Γιατί εκείνος ήξερε!
Το πρωινό εκείνο, κάτι παράξενα πράσινα ανθρωπάκια βγήκαν για περίπατο εκεί κοντά τους. Ήρθαν κοντά στους πράσινους φίλους και τους κοίταζαν. Οι κουβέντες τους κυλούσαν σαν βάλσαμο. Έδωσαν ελπίδα στα μικρά απελπισμένα φυτά που όρθωσαν τον κορμό τους προσπαθώντας να ακούσουν καλύτερα.
– θα καλέσουμε όλα τα παιδιά της πόλης να διαλέξουν ένα παραμύθι και να στολίσουν έτσι τα δεντράκια. Μα είναι τόσο χαριτωμένα και όμορφα! Σίγουρα θα δώσουν χαρά μεγάλη στις παιδικές ψυχές!
Είπαν και κάθισαν απόμερα οργανώνοντας τα σχέδια τους.
Λοιπόν, θα πάμε και στην κύρια Κατερίνα, την κυρία που αγαπάει τα βιβλία. Σίγουρα θα θέλει να είναι κοντά μας σε αυτό το σχέδιο,
…μουρμούριζαν. Όσο τους άκουγαν τα δέντρα, τόσο τα πράσινα κλαράκια τους τεντώνονταν και απλώνονταν και έλαμπαν από χαρά! Μα τι χαρά!
Τελικά οι μέρες που περίμεναν δεν θα ήταν τρομακτικές. Ίσα ίσα, θα ήταν γεμάτες λάμψη, γεμάτες χαρά, γεμάτες παιδικές φωνές και παιδιά να χορεύουν γύρω τους! Έτσι κι έγινε!
Δύο ξωτικά του δάσους έβγαλαν προσεκτικά τα δέντρα από το χώμα, τα τοποθέτησαν σε μεγάλες γλάστρες και τα φόρτωσαν σε μία μεγάλη καρότσα και ξεκίνησαν. Τους άρεσε πολύ αυτό το σύντομο ταξίδι. Πρώτη φορά άλλωστε μπορούσαν να κινηθούν. Έφτασαν στο κέντρο μιας όμορφης πόλης, σε έναν μεγάλο κήπο, στρωμένο στη μέση με μάρμαρο λευκό. Εκεί τα αράδιασαν όλα. Τα πράσινα ανθρωπάκια και μία ψηλή όμορφη μελαχρινή κυρία τους περίμεναν. Η κυρία Κατερίνα, εκείνη ήταν η όμορφη κυρία, είχε έτοιμα ακόμη ονόματα για τα δεντράκια. Το όνομα από κάθε σχολείο της πόλης. Είχε μάλιστα συμβουλεύσει τους μικρούς μαθητές να φτιάξουν μόνοι τους τις φιγούρες των παραμυθιών. Πόσο καμάρωσαν οι 19 φίλοι που εκπροσωπούσαν τα μικρά παιδιά, δεν περιγράφεται! Και σε λίγη ώρα, αχ τι ευτυχία! Ομάδες παιδιών, γονιών και δασκάλων ερχόταν από κάθε γωνιά και κύκλωναν το κάθε δεντράκι.
Πολλοί φορούσαν κόκκινους χριστουγεννιάτικους σκούφους, έλεγαν τραγούδια, γελούσαν. Ο κύριος Θεόδωρος, ο δήμαρχος της πόλης, τριγυρνούσε ευτυχισμένος που έβλεπε επιτέλους την ευτυχία στα πρόσωπα των ανθρώπων μετά πολύ πολύ καιρό. Δίπλα του ο κύριος Απόστολος, ο σοφός δάσκαλος, κοίταζε τα δέντρα με στοργή έχοντας στην σκέψη του ένα όμορφο, μυστικό σχέδιο. Από μεγάλους σάκους τα παιδιά άρχισαν να βγάζουν στολίδια που ήταν φτιαγμένα με τα δικά τους χεράκια και όλα είχαν μορφές παραμυθιών. Ένα πράσινο ανθρωπάκι, μάλιστα, έβαζε μαγικό, λευκό γλάσο στις μυτούλες των παιδιών. Εκείνα γαργαλιόταν, γελούσαν χαρούμενα και ρουφούσαν μέσα τους την μαγεία της βραδιάς. Στο τέλος, το κάθε δέντρο έγινε ένα ολόκληρο παραμύθι. Χριστουγεννιάτικη μουσική ακούγονταν παντού, και τα παιδιά έκαναν κύκλο και χόρευαν ολόγυρά στα δέντρα των παραμυθιών.
Οι γονείς και οι δάσκαλοι καμάρωναν τα παιδιά τους και γελούσαν ευτυχισμένοι. Ήξεραν πως τα χρόνια που είχαν περάσει είχαν στερήσει από τις ψυχούλες τους την ξενοιασιά. Τώρα, η συγκίνηση από το γέλιο των παιδιών τους, άφηνε γλύκα στις καρδιές τους! Πέρασαν πολλές ώρες κι όμως σε κανέναν δεν έκανε καρδιά να φύγει για το σπίτι. Μέχρι που έσφιξε το κρύο κι όλοι πια γύρισαν στην ζεστασιά τους.
Τα στολισμένα δέντρα δεν προλάβαιναν να διηγούνται τις εντυπώσεις τους! Τόση χαρά! Τόση ομορφιά! Όλες τις επόμενες μέρες μικροί και μεγάλοι, γέροι και νέοι, ζευγάρια, παππούδες και γιαγιάδες με εγγόνια, γονείς με τα παιδιά τους, πέρναγαν και τα καμάρωναν και έβγαζαν μαζί τους φωτογραφίες. Κόντευαν να σκάσουν από ευτυχία! Είχαν γίνει ξαφνικά οι πρωταγωνιστές των γιορτινών ημερών! Και το βασικότερο ήταν πως είχαν γίνει κομμάτι στις όμορφες αναμνήσεις των παιδιών! Μα πόσο να κρατάει η ευτυχία; Όλοι λένε πως πάντα φεύγει γρήγορα!
Οι γιορτές πέρασαν. Τα παιδιά γύρισαν στα μαθήματα τους και ο κήπος άδειασε. Ένα συννεφιασμένο πρωινό, ήρθε μπροστά τους η ίδια καρότσα που τους είχε φέρει εδώ. Χέρια απλωνόταν γρήγορα και έβγαζαν όλα τα στολίδια από τα κλαδιά. Άντρες δυνατοί φόρτωσαν τα δέντρα στην καρότσα και έμειναν εκεί να περιμένουν. Τα δύσμοιρα δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που γινόταν. Κατάλαβαν πως έφτασε πια το τέλος τους. Τα μικρά-μικρούτσικα διαμάντια άρχισαν πάλι να κυλούν από τα κλαδιά τους. Έγυρε το ένα επάνω στο άλλο και έψαχναν παρηγοριά στο αγκάλιασμά τους. Δύο φιγούρες φάνηκαν από μακριά να πλησιάζουν. Ο ένας ήταν ο κύριος Απόστολος, ο σοφός δάσκαλος και ο άλλος, με το γλυκό χαμόγελο, ο γεωπόνος, ο κύριος Αχιλλέας.
– Καλημέρα παιδιά!
Φώναξε ο κύριος Απόστολος.
– Είμαστε έτοιμοι;
Ρώτησε ο κύριος Αχιλλέας.
«Αυτό ήταν… η ζωή μας τελειώνει» μοιρολογούσαν τα δεντράκια και καμιά διάθεση δεν είχαν πια να κοιτάζουν γύρω τους όπως έκαναν την προηγούμενη φορά. Βέβαια τότε ήταν γεμάτα χαρούμενη προσμονή. Ενώ τώρα…
Η καρότσα και τα αυτοκίνητα που ακολουθούσαν ανέβαιναν όλο και πιο ψηλά στην πόλη. Κι όταν έφτασαν σε έναν όμορφο τόπο, ηλιόλουστο, απ’ όπου μπορούσε κανείς να βλέπει μέχρι την άκρη του πελάγου, σταμάτησαν. Τα δεντράκια σταμάτησαν κι εκείνα να ρίχνουν τα μικρά μικρούτσικα διαμαντάκια, ανασήκωσαν τα κλαδάκια τους και κοίταξαν γύρω τους. Δεν πίστευαν στην έκπληξη που τους περίμενε εκεί! Οι αγαπημένοι φίλοι τους τα παιδιά, οι δάσκαλοι, ο κύριος Θεόδωρος ο δήμαρχος, τα πράσινα ανθρωπάκια που λένε παραμύθια, η κυρία Κατερίνα που αγαπάει τα βιβλία, όλοι… Όλοι ήταν εκεί και τους περίμεναν. Ο κύριος Απόστολος, ο σοφός δάσκαλος, πλησίασε χαμογελώντας την καρότσα. Φώναξε γύρω του τα παιδιά λέγοντας:
– Μην ξεχνάτε ποτέ παιδιά μου πως τα δέντρα, τα φυτά και τα ζώα είναι η ζωή μας! Και πάντα οφείλουμε να φροντίζουμε γι’ αυτά!
Και ο χαμογελαστός κύριος Αχιλλέας,ο γεωπόνος, έδωσε εντολή να κατεβάσουν τα δέντρα κοντά στον κάθε λάκκο που ήδη ήταν ανοιχτός. Δενδροφύτευση! Αυτό λοιπόν ήταν το μέλλον των 19 τυχερών δέντρων! Και μάλιστα το ένα δίπλα στο άλλο! Για άλλη μια φορά τα δεντράκια, τριγυρισμένα από χαρούμενα πρόσωπα που άρχισαν με αγάπη να τα φυτεύουν, ένιωσαν μέχρι βαθιά στις ρίζες τους τι είναι ευτυχία!
Ε, ναι! Τώρα μπορούσαν να είναι βέβαια ότι θα ήταν μαζί για πάντα! Κι όταν όλοι σχεδόν έφυγαν και ησύχασε η ξύλινη καρδούλα τους, ένιωσαν σαν ευλογία, νεράκι ποτιστικό να πέφτει επάνω τους και να τα δροσίζει. Ήταν ο κύριος Θανάσης που στράφηκε σε ένα πράσινο ανθρωπάκι που είχε ξεμείνει τελευταίο και είπε με στοργή:
– Μην ανησυχείτε, εγώ θα έρχομαι συνέχεια να τα ποτίζω. Κι όταν έρθει το καλοκαίρι κάθε μέρα θα φροντίζω να έχουν το νεράκι τους!
Γίνεται άραγε το παραμύθι αλήθεια; Γίνεται η αλήθεια παραμυθένια; Ποιος ξέρει; Το σίγουρο είναι πως…
Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λεν’ στα παραμύθια!
Η παραπάνω ιστορία αφορά την δράση που πραγματοποιήθηκε την περίοδο των Χριστουγέννων από την Ομάδα «Οι Παραμυθάδες» και την Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας και η οποία κορυφώθηκε λίγες μέρες πριν με την δενδροφύτευση των δέντρων και την δημιουργία του Άλσους των Παραμυθιών!



