Το παρακάτω παραμύθι γράφτηκε με την χρήση των παραμυθοζαριών από 14 παιδιά που φιλοξενούνται με τις οικογένειές τους στην Ανοιχτή Δομή Φιλοξενίας Καβάλας. Δημιουργήγθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου στο Φρούριο της Καβάλας με συντονιστές την Ομάδα «Οι Παραμυθάδες» μετά από πρόσκληση του Διεθνή Οργανισμού Μετανάστευσης.

Ο βασιλιάς αυτός ήταν κακός και πάντα θυμωμένος. Τα πρωινά τον ξυπνούσε ένας ολόλαμπρος ήλιος αλλά εκείνος πάλι δεν χαμογελούσε. Μόνο μεγάλη δίψα ένιωθε και έτρεχε να πιει νερό από το χρυσό ποτάμι. Και πολλές φορές από το κακό του, έριχνε στην γη φωτιά και πολέμους.
Μέσα στο κάστρο ζούσε και ένας υπηρέτης που η δουλειά του ήταν να τροφοδοτεί με τρόφιμα και αγαθά τους ανθρώπους κάτω στην γη.
Κάτω στη γη, σε ένα άλλο βασίλειο, ζούσε ένας άλλος βασιλιάς, που είχε καρδιά μάλαμα και αγαπούσε τους ανθρώπους. Προσπαθούσε πάντα για το καλό του λαού του και μοίραζε δίκαια τα τρόφιμα και τα χρήματα από το θησαυροφυλάκιό του.
Η μάγισσα τώρα, που ζούσε μαζί με τον κακό βασιλιά, είχε κουραστεί πολύ με τις παραξενιές του και αποφάσισε να του κάνει κακό μεγάλο! Έκρυψε λοιπόν μέσα στην μαγκούρα της ένα φοβερό δηλητήριο και το βράδυ, που όλοι μαζεύτηκαν στα δωμάτιά τους, εκείνη ανέβηκε στην μαγκούρα της και, πετώντας ψηλά, σκόρπισε το δηλητήριο πάνω από το παλάτι.
Νόμιζε ότι έτσι θα μπορούσε να σκοτώσει τον βασιλιά. Φαίνεται όμως ότι μπερδεύτηκε και έκανε λάθος μεγάλο. Αντί να σκοτώσει τον βασιλιά, έφερε ύπνο βαθύ σε όλους τους κατοίκους του κάστρου. Ανάμεσα σε αυτούς κοιμήθηκε βαθιά και ο υπηρέτης που έριχνε τα τρόφιμα στους κατοίκους της γης. Και τότε στο βασίλειο του καλού βασιλιά έπεσε πείνα μεγάλη.
Η μάγισσα έγραφε όλες τις συνταγές αλλά και τα μεγάλα και κακά μυστικά της σε ένα βιβλίο. Όχι ένα απλό βιβλίο….όχι! Ένα βιβλίο που μιλούσε όλες τις γλώσσες του κόσμου! Το κουβαλούσε πάντα στην τσέπη της γιατί φοβόταν μήπως της το πάρει κρυφά κανένας εχθρός της. Έτσι απρόσεκτη όμως που ήταν, έπεσε από την τσέπη της το βιβλίο και….φουπ, έφτασε στην γη και μάλιστα στα χέρια του ίδιου του καλού βασιλιά. Και άρχισε να μιλάει και να μιλάει…
Με τρόμο εκείνος άκουσε όλα τα μυστικά και κατάλαβε γιατί δεν είχαν πια τρόφιμα να ζήσουν. Έπεσε σε απελπισία ο καημένος.
Εκτός όμως από τον βασιλιά άκουσε τα λόγια του βιβλίου και το μαγικό σπαθί που το είχε ακουμπισμένο δίπλα στον θρόνο του. Αυτό το σπαθί μπορούσε να πετάξει μόνο του και να πολεμάει χωρίς να το κρατάει χέρι. Και του ήρθε μια ιδέα!
Το βιβλίο, ανάμεσα σε όλα που τους είπε, ήταν και το μυστικό για το σύννεφο που κρατούσε ενωμένες τις πέτρες του κάστρου. Χωρίς να χάσει χρόνο, πέταξε ψηλά και άρχισε να τρυπάει το σύννεφο. Το τρυπούσε σε όλες τις πλευρές με δύναμη και χωρίς να φοβάται. Και τότε, το σύννεφο άρχισε να γίνεται βροχή. Και οι πέτρες άρχισαν να φεύγουν από την θέση τους και σκόρπιζαν στον ουρανό. Όλα τα αγαθά που ήταν στις αποθήκες έπεφταν σιγά σιγά στην γη και οι άνθρωποι γελούσαν και χόρευαν από την χαρά τους!
Και όταν σε λίγο σήκωσαν τα μάτια του στον ουρανό δεν έβλεπαν πια τις πέτρες του κάστρου…
Ο ουρανός είχε γεμίσει με περιστέρια της ειρήνης που πετούσαν κρατώντας στο ράμφος τους ένα κλαδί ελιάς!