Το παρακάτω παραμύθι συμμετείχε στον διαγωνισμό συγγραφής παραμυθιού που συνδιοργανώσαμε «Οι Παραμυθάδες» και η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός» με την υποστήριξη του Δήμου Καβάλας.
Γράφτηκε και εικονογραφήθηκε από την μαθήτρια δημοτικού, Αθανασία Ριμπίδου.
(Για να δείτε την μετάδοση των αποτελεσμάτων πατήστε εδώ)
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του παραμυθιού ή και μέρος αυτού και η όποια χρήση ή εκμετάλευσή του χωρίς την έγκριση του/των δημιουργού/ών.
«Σκουπιδοχαμός στο λαχανόκηπο»
– Γεια σας δήμαρχε Μελιτζάνα. Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι οι κάδοι της χώρα σας, είναι πολύ γεμάτοι και πρέπει να τους πάρουμε να τους αδειάσουμε, στην άλλη άκρη της πόλης περίπου δύο χιλιάδες χιλιόμετρα από εδώ.
– Βεβαίως να τους πάρετε, είπε ο δήμαρχος Μελιτζάνας. Αλλά μετά σκέφτηκε και ρώτησε, πότε θα μου τους φέρετε πίσω;
– Περίπου σε δύο εβδομάδες, όχι παραπάνω.
Έτσι ο δήμαρχος Μελιτζάνας, άρχισε να φωνάζει.
– Ακούσατε, ακούσατε, οι κάδοι μας θα φύγουν για δύο εβδομάδες.
Συνέχισε να φωνάζει για πολλή ώρα, μέχρι που βράδιασε. Με τον καιρό πέρασαν και οι δύο εβδομάδες. Μετά άρχισαν να έρχονται οι υπήκοοι του δήμαρχου για παράπονα.
– Έχει γεμίσει το σπίτι μου σκουπίδια. Όλες οι σακούλες και η ανακύκλωση μου είναι γεμάτες.
Κάποιος άλλος είπε.
– Δεν έχω άλλες σακούλες γιατί όλες γέμισαν με σκουπίδια!
Αυτό συνέχισε για πολύ καιρό, κάθε μέρα ερχόταν πάνω από δύο χιλιάδες κάτοικοι. Ήρθαν μέχρι και μία αγγλίδα και μία γαλλίδα για παράπονα. Του είπαν ότι ήρθαν για διακοπές και δεν έχουν που να πετάξουν τα σκουπίδια τους, ούτε την ανακύκλωση τους.
Έτσι ο δήμαρχος Μελιτζάνας αναγκάστηκε να φωνάξει εκείνους που πήραν όλους τους κάδους και τους κανονικούς και της ανακύκλωσης. Όταν ο δήμαρχος πήρε τηλέφωνο με το μελιτζανοκινητό του, του είπαν ότι οι κάδοι θα αργούσαν πάρα πολύ. Το μηχάνημα που τους μετέφερε, τράκαρε. Σκουπίδια και κάδοι εκτοξεύτηκαν παντού. Έπρεπε πρώτα να μαζευτούν τα ανακυκλώσιμα υλικά και μετά τα σκουπίδια.
Έτσι ο δήμαρχος Μελιτζάνας για άλλη μια φορά άρχισε να φωνάζει.
– Ακούσατε, ακούσατε. Οι κάδοι μας θα αργήσουν και άλλες εβδομάδες.
Το φώναζε και το φώναζε, ώσπου νύχτωσε. Όταν ξημέρωσε από τις 7.00 το πρωί είχαν αρχίσει να έρχονται για παράπονα και δεν σταμάτησαν μέχρι το βράδυ.
Έτσι περνούσαν οι μέρες, μέχρι που στο τέλος μιας μέρας ένας κύριος που τον έλεγαν Μουστάρδα και ερχόταν κάθε μέρα για παράπονα, είπε πως δεν μπορεί άλλο να κρατήσει στο σπίτι του τα σκουπίδια και τα ανακυκλώσιμα υλικά και θα τα πετάξει στο δρόμο. Έτσι και έκανε. Σιγά – σιγά με τον καιρό, όλοι οι κάτοικοι άρχισαν να πετάνε στο δρόμο τα σκουπίδια τους και τα ανακυκλώσιμα υλικά τους.
Αυτό το θέμα σιγά – σιγά άρχισε να βγαίνει στις ειδήσεις και έτσι τα παιδιά από μία άλλη χώρα αποφάσισαν να πάνε να σώσουν την πόλη του δήμαρχου Μελιτζάνα. Ξεκίνησαν λοιπόν και όταν έφθασαν η πόλη ήταν γεμάτη σκουπίδια. Το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να πάνε στο δήμαρχο Μελιτζάνα για παράπονα αλλά εκείνος τίποτα. Βγήκαν λοιπόν και άρχισαν να μαζεύουν τα σκουπίδια και τα ανακυκλώσιμα υλικά. Άρχισαν να έρχονται και άλλα παιδιά για βοήθεια και στο τέλος βγήκαν και όλοι οι μεγάλοι για να δουν ότι η πόλη τους ήταν πολύ πιο ωραία και πιο καθαρή. Αποφάσισαν λοιπόν από εκείνη την ημέρα κανείς να μην πετάξει ξανά τα σκουπίδια του στο δρόμο.
Όλοι κατάλαβαν ότι ο πλανήτης είναι πιο ωραίος χωρίς σκουπίδια στο δρόμο.
Η συγγραφέας