Το παρακάτω παραμύθι συμμετείχε στον διαγωνισμό συγγραφής παραμυθιού που συνδιοργανώσαμε «Οι Παραμυθάδες» και η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός» με την υποστήριξη του Δήμου Καβάλας.
Γράφτηκε από την Στυλιανή Νισηροπούλου η οποία και επέλεξε την εικόνα που το συνοδεύει.
(Για να δείτε την μετάδοση των αποτελεσμάτων πατήστε εδώ)
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του παραμυθιού ή και μέρος αυτού και η όποια χρήση ή εκμετάλευσή του χωρίς την έγκριση του/των δημιουργού/ών.
«Παιδική Οικολογική Αστυνομία»
Είναι τέλος Ιουνίου. Η Τάρα και η Μάρα μόλις εγκαταστάθηκαν στο εξωχικό τους, σε ένα παραθαλάσσιο χωριό κοντά στην πόλη τους, όπου θα περάσουν και τις φετινές καλοκαιρινές διακοπές μαζί με τους γονείς τους. Είναι δίδυμες εντεκάμισι ετών, όμοιες σαν δυο σταγόνες νερό, όχι ιδιαίτερα ψιλές, με λεπτή μέση αλλά με στρουμπουλές γάμπες. Τα μάτια τους είναι καστανά και τα μαλλιά τους έχουν ανοιχτό καστανό χρώμα και συνήθως τα πιάνουν κοτσιδάκια. Είναι λίγο ζωηρές, αλλά καλόψυχες, υπεύθυνες και ευαίσθητες.
Πέρασε μόλις ένα τέταρτο που τους άφησε ο πατέρας τους στο εξωχικό τους και γύρισε στην εργασία του. Η μητέρα τους μέσα ξεπακετάρει τα πράγματά τους. Αυτές κάθονται στην αυλή και χαζεύουν. Ξάφνου, βλέπουν υπαλλήλους του Δήμου να περνούν μια πλαστική κορδέλα στην είσοδο της παραλίας απέναντι από το σπίτι τους και να τοποθετούν μια πινακίδα. Δε θα ησυχάσουν αν δεν δουν τι γράφει. «Μαμά, μαμά.. θα είμαστε έξω από την αυλή.» «Εντάξει» λέει η μαμά τους και πριν προλάβει να τις πει να μην απομακρυνθούν, ακούει την καγκελόπορτα να κλείνει βιαστικά με δύναμη.
«Μην πλησιάζετε μικρές μου, δεν επιτρέπεται να περάσετε» τους λέει ο κύριος που τοποθέτησε την πινακίδα και φεύγει. Η πινακίδα έγραφε τον αριθμό μιας απόφασης και την φράση «Παραλία σφραγισμένη.»
Για μερικά δευτερόλεπτα κοιτούσαν η μια την άλλη και δεν μπορούσαν να βγάλουν λέξη από το σοκ. «Δηλαδή φέτος..» ξεκινάει η Μάρα. «Ούτε κολύμπι το πρωί, ούτε παιχνίδι στην άμμο το απόγευμα με τα παιδιά..» συμπληρώνει η Τάρα. «Τότε τι ήρθαμε να κάνουμε στο χωριό;» αποτελειώνει η Μάρα και αισθάνεται από πάνω της μια σκιά. Είναι η μητέρα τους. «Ήρθα με διάθεση να σας μαλώσω που φύγατε έτσι απότομα από το σπίτι, αλλά έχω σοκαριστεί το ίδιο και εγώ με σας» τους λέει η μητέρα τους.
Γυρίζουν και οι τρεις στο σπίτι, ανοίγουν το διαδίκτυο μήπως αναφέρει κάτι για αυτήν την παραλία. Τηλεφωνούν στο πατέρα τους και σε κανά δυο παιδιά με τα οποία κάνουν πολύ παρέα το καλοκαίρι και τα περιμένουν να έρθουν στο χωριό από κοντινές πόλεις τις επόμενες μέρες. Ο πατέρας τους προσπαθεί να τις καθησυχάσει τηλεφωνικά, λέγοντάς τες ότι μόλις επιστρέφει από την εργασία του κάθε μεσημέρι, θα τις πηγαίνει με το αυτοκίνητο στις κοντινές παραλίες.
Δεν ηρεμούν όμως. Θέλουν τη δική τους παραλία. Αυτήν και μόνο αυτήν. Δεν είναι το μπάνιο που τις απασχολεί. Όλα τα καλοκαίρια τους, από μωρά σβήνονται. Οι αναμνήσεις, οι φάρσες με τα παιδιά, τα πάντα. Σαν να ήρθαν αλλού, σε ένα ξένο άγνωστο μέρος. Όλο το χειμώνα σχεδίαζαν τι θα κάνουν φέτος στην παραλία αυτή και τώρα… Τα δάκρυα και ο θυμός τους εναλλάσσονται.
Αφού η μητέρα τους ενημερώνεται από το διαδίκτυο και από γνωστούς για το τι έχει συμβεί, ανακοινώνει στις θυμωμένες και με κατακόκκινα μάτια από το κλάμα κόρες της, ότι η παραλία έκλεισε, επειδή σε εργαστηριακό έλεγχο το νερό βρέθηκε μολυσμένο πάνω από το επιτρεπτό όριο και ότι ο αρμόδιος Δήμος πήρε όλα τα μέτρα προστασίας και ελπίζουν στον επόμενο έλεγχο να ανοίξει η παραλία πάλι.
Λίγο που τις καλόπιασε η μαμά τους, λίγο που πήγαν με τους γονείς τους στο λούνα παρκ το βράδυ, λίγο που έμαθαν ότι η κολλητή τους θα έρθει στο χωριό σε τρεις ημέρες, πέρασε η νύχτα τους ήσυχα.
Νωρίς το πρωί κάθονται πάλι στην αυλή τους. Είναι η πρώτη φορά που κατάλαβαν ή καλύτερα που τις απασχόλησε, γιατί να υπάρχουν τόσες οργανώσεις, τόσες διαφημίσεις, τόσα βιβλία και τόσοι επιστήμονες που όλη την ώρα να μιλούν για τη σωτηρία και την προστασία του πλανήτη. Τώρα κατάλαβαν πως όλα αυτά δεν είναι για τους άλλους, αλλά και για αυτές. Εκείνη την ημέρα διάβασαν πολύ και ενημερώθηκαν για τρόπους με τους οποίους δεν ρυπαίνεται το περιβάλλον και πώς θα γίνει να πάρουν την παραλία τους πίσω. Αυτά όμως θέλουν συνεργασία όλου του κόσμου, όλου του πλανήτη και αυτές είναι παιδιά, ούτε νόμους μπορούν να βγάλουν ούτε τιμωρίες, ούτε να επιβληθούν στους ενήλικες. Η μήπως τελικά μπορούν;
Το μάτι της Μάρας πέφτει στον φωτεινό σηματοδότη του δρόμου. «Βλέπεις Τάρα το φανάρι; Το πράσινο επιτρέπει. Το πορτοκαλί προειδοποιεί. Το κόκκινο απαγορεύει.» λέει στην αδερφή της. «Σώπα κάτι μας είπες» την ειρωνεύεται η Τάρα. «Αυτό θα κάνουμε και εμείς» λέει στην Τάρα. «Α, τέλεια τον σηματοδότη» ειρωνεύεται πάλι η Τάρα. «Θα αγοράσουμε από το βιβλιοπωλείο τετράγωνα χαρτάκια κόκκινα, πορτοκαλί και πράσινα που κολλάνε ή μπορούμε να τα φτιάξουμε μόνες μας και να χρησιμοποιήσουμε κολλητική ταινία.» λέει η Μάρα. «Ε και;» ρωτάει η Τάρα. «Θα τη στήσουμε έξω από την αυλή στο πεζοδρόμιο και θα τα κολλάμε στις μπλούζες των περαστικών» συνεχίζει η Μάρα. «Ακόμη δεν κατάλαβα» λέει η Τάρα. «Όποιος κάνει κάτι που μολύνει το περιβάλλον θα του κολλάμε κόκκινο, όποιος κάνει κάτι σωστό θα του κολλάμε πράσινο, αν δεν είναι πολύ κακό ούτε καλό θα του κολλάμε πορτοκαλί» της λέει. «Τέλεια, άλλα πώς θα ξέρουν γιατί τους τα κολλάμε;» ρώτα η Τάρα. «Θα γράφουμε πάνω στο χαρτί ή θα τους λέμε αν είναι βιαστικοί. Εύγε κύριε που πετάξατε το χαρτί στον κάδο, στο πράσινο. Παρακαλώ κυρία την άλλη φορά να μαζέψετε τις ακαθαρσίες από το κατοικίδιό σας, στο κόκκινο. Καλύτερα να μη χρησιμοποιείται πλαστική σακούλα αλλά χάρτινη, στο πορτοκαλί. Και θα κάνουμε καθημερινά καταγραφή των χαρτιών που κολλήσαμε» εξηγεί η Μάρα. Η ιδέα άρεσε στην Τάρα και συμφώνησαν να μη πουν τίποτα προς το παρόν στη μητέρα τους. Ήθελαν να το δοκιμάσουν έστω και αν η μαμά τους θυμώσει.
«Πώς και ζωγραφίζεται κορίτσια; Δε με έχετε συνηθίσει σε τέτοια ησυχία» απορεί η μαμά τους. «Φτιάχνουμε ένα παιχνίδι δικό μας» απαντά με χαμηλωμένο το κεφάλι η Μάρα. «Μα έχετε ώρες που κόβετε και βάφετε αυτά τα χαρτάκια» συνεχίζει η μαμά. «Ναι γιατί χρειαζόμαστε πολλά και θέλουμε να είμαστε έτοιμες αύριο που θα έρθει η Μάρθα» συμπληρώνει η Μάρα. «Και τι παιχνίδι είναι αυτό;» ρωτάει η μαμά. «Κάτι σαν παιδική αστυνομία» λέει η Τάρα. «Μαζέψτε τα τώρα, μεσημέριασε, έρχεται ο μπαμπάς» τις λέει.
Στο επόμενο της ημέρας δεν ασχολήθηκαν άλλο με τα χαρτάκια. Φοβήθηκαν μη κινήσουν υποψίες στη μαμά και στον μπαμπά και τιναχτούν όλα στον αέρα. Ανυπομονούσαν να τα κολλήσουν στους περαστικούς άλλα παράλληλα φοβόταν κιόλας.
Το άλλο πρωί εξηγούν την ιδέα τους στην κολλητή τους, την Μάρθα, που είχε φτάσει στο χωριό αργά το βράδυ. Η Μάρθα αν και φοβόταν και αυτή, συμφώνησε. Το μόνο που τις πρότεινε ήταν να το ξεκινήσουν καμιά βδομάδα αργότερα, επειδή στα μέσα Ιουλίου μαζεύεται πιο πολύ κόσμος στο χωριό και θα είχε πιο πολύ ενδιαφέρον και αποτέλεσμα. Άλλωστε ως τότε θα είχε πολλά παιδιά το χωριό και μπορεί να θέλουν να πάρουν μέρος.
Τις επόμενες μέρες η παιδική παρέα μεγάλωσε. Ο Νίκος προτείνει να ενημερώσουν τηλεφωνικά, με e- mail, με μήνυμα και με όποιο τρόπο μπορούν τους συμμαθητές τους και τα ξαδέρφια τους, είτε έμειναν στις πόλεις, είτε κάνουν κάπου διακοπές, να το ξεκινήσουν και εκείνοι όπου και αν βρίσκονται. «Α ναι,» λέει η Μερόπη. «Τα δικά μου ξαδέρφια είναι στη Γερμανία. Θα τους τηλεφωνήσω».
Κάθε μέρα που περνούσε όλο και πιο πολλά παιδιά ενημερώνονταν μέσα και έξω από τη χώρα. Θα ξεκινούσαν όλοι μαζί την ίδια ημέρα. Από στόμα σε στόμα ενημερώθηκαν και συμφώνησαν πάνω από δύο εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον πλανήτη, σε όλες τις χώρες και τις ηπείρους. Η παρέα στο χωριό δεν το γνώριζε αυτό. Απλά ήξερε ότι θα συμμετέχουν και κάποια παιδιά εκτός του χωριού. Αυτό τους μείωνε τον φόβο τους και ανυπομονούσαν όλο και πιο πολύ. Συμφώνησαν ότι θα συστήνονται στους περαστικούς ως μέλη της «παιδικής οικολογικής αστυνομίας». Ετοίμασαν το σήμα που θα φορούσαν και σχετική ιστοσελίδα και ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.
Και ξεκίνησαν κάπου στο τέλος Ιουλίου. Στους πρώτους περαστικούς η καρδιά της Μάρας χτυπούσε σαν εκκρεμές. Τα παιδιά χωρίστηκαν τρία τρία ή τέσσερα τέσσερα. Άλλο κολλούσε, άλλο εξηγούσε, άλλο έκανε την καταγραφή. Δεν ήθελαν να καθυστερούν ούτε δευτερόλεπτο τους περαστικούς, μη τυχόν εκνευριστούν και κάνουν παράπονα στους γονείς τους. Άλλωστε στο χωριό οι πιο πολύ γνωρίζονταν. Όταν περνούσαν παιδιά τους μοίραζαν κάρτες που είχαν γράψει μόνοι τους, με την σχετική ιστοσελίδα και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο για να ενημερωθούν και αυτά. Δύσκολη στιγμή της ημέρας ήταν όταν πέρασε ένας αστυνομικός. Η Μάρα και η Τάρα έκαναν πίσω. Ο Νίκος ήταν πιο ψύχραιμος επειδή είχε θείο αστυνομικό. Τελικά ο αστυνομικός τους μίλησε πρώτος εκείνος και τους ρώτησε «Συνάδελφοι, εμένα δε θα μου κολλήσετε χαρτί;» «Σας δίνουμε πράσινο επειδή δεν προσέξαμε κάποια οικολογική παράβαση» λέει ο Νίκος. Ο αστυνομικός χάϊδεψε τον Νίκο στο κεφάλι, χαμογέλασε και έφυγε. Οι δίδυμες είχαν ιδρώσει μέχρι να φύγει ο αστυνομικός.
Κάποιοι ενήλικες, ευτυχώς λίγοι, δε σταματούσαν, δεν έδιναν σημασία στα παιδιά ή πετούσαν αμέσως τα χαρτάκια. Οι πιο πολύ όμως τα κρατούσαν ως τον τόπο προορισμό τους, όπως τους ζητούσαν τα παιδιά. Υπήρξαν ενήλικες που ήθελαν να ενημερωθούν για αυτήν την ενέργεια από τα παιδιά και μάλιστα το διέδωσαν σε συγγενείς και γνωστούς. ‘Άλλοι απλά χαμογελούσαν και δεν έλεγαν τίποτα.
Η καταγραφή της πρώτης ημέρας από όλες τις ομάδες του χωριού έδειξε δυστυχώς πολλά κόκκινα και πορτοκαλί χαρτιά και ελάχιστά πράσινα. Μιας και δεν μπορούσε να μείνει κρυφό αυτό που κάνουν, αποφάσισαν να το επεκτείνουν σε πλαζ, πάρκα, γενικά όπου υπάρχει κόσμος.
Με το πέρασμα των πρώτων ημερών οι ενήλικες του χωριού έβλεπαν όλο αυτό συμπαθητικό και σχεδόν του καθενός το παιδί ή το εγγόνι συμμετείχε. Μάλιστα κάποιοι «πείραζαν» ο ένας τον άλλο λέγοντας πάρε κόκκινη κάρτα για αυτό, πάρε πράσινη κάρτα για το άλλο κλπ.
Η αλήθεια είναι ότι μετά από κάποιες μέρες τα παιδιά άρχισαν να κουράζονται και γιατί το κόψιμο των χαρτιών κατάντησε βαρετό και γιατί νοστάλγησαν τα άλλα παιχνίδια που τα στερήθηκαν φέτος. Αυτό όμως που δεν τους κούραζε και τους έδινε κουράγιο να συνεχίσουν ήταν η καταγραφή. Τα κόκκινα χαρτιά μειώνονταν και όσοι έπαιρναν την πρώτη φορά κόκκινο χαρτί για κάποια οικολογική παράβαση δεν την επαναλάμβαναν άλλη φορά.
Για να υπάρχει ενδιαφέρον επέκτειναν το έργο τους και με άλλους τρόπους, όπως να τυπώνουν από το διαδίκτυο υλικό για ζώα υπό εξαφάνιση, για συνέπειες οικολογικών καταστροφών και να τα μοιράζουν στον κόσμο. Παράλληλα έκαναν έκκληση να καταθέσει ο κόσμος χρήματα σε λογαριασμούς οικολογικών οργανώσεων για να βοηθηθεί ο πλανήτης.
Ανέπτυξαν και φιλανθρωπικό έργο συγκεντρώνοντας μπισκότα και κονσέρβες για τα παιδιά που πεινούν.
Τα παιδιά δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι αυτά δεν γίνονταν μόνο στο χωριό τους αλλά παγκοσμίως και ότι ανάμεσα σε αυτούς στους οποίους κολλούσαν τα χαρτιά υπήρχαν εκπαιδευτικοί, δημοτικοί σύμβουλοι, δημοσιογράφοι, επιστήμονες και πολλοί που γνώριζαν τέτοιους.
Έτσι δεν άργησε η μέρα όπου ένα τοπικό τηλεοπτικό κανάλι μιας κοντινής πόλης έφτασε έξω από το σπίτι των διδύμων. Μίλησαν με την μητέρα χωρίς να είναι οι μικρές μπροστά. Ήθελαν συνέντευξη από τα κορίτσια και τα άλλα παιδιά του χωριού. Τους άφησαν να το σκεφτούν και έφυγαν. Οι γονείς των διδύμων αλλά και οι γονείς των άλλων παιδιών του χωριού επέτρεψαν στα παιδιά τους τη συνέντευξη αυτή. Οι δημοσιογράφοι τους ρώτησαν τίνος ήταν η ιδέα και όλες τις λεπτομέρειες. Την συνέντευξη τη μετέδωσε το κανάλι και τη δημοσίευσαν οι τοπικές εφημερίδες.
Οι γονείς των διδύμων δέχτηκαν τηλεφώνημα από τον Διευθυντή του σχολείου τους, που τους ενημέρωσε ότι στον αγιασμό θα έκαναν μια εκδήλωση προς τιμή των κοριτσιών και θα τις βράβευε η Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση αλλά και το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης.
Τα παιδιά |«πήραν τα πάνω τους» και αποφάσισαν να το συνεχίσουν αυτό και τον χειμώνα στην πόλη, με όσα παιδιά του σχολείου ήθελαν.
Γύρω στα Χριστούγεννα σε βραδινό δελτίο ειδήσεων μίλησε μια από τις πιο ξακουστές επιστήμονες παγκοσμίως. Είπε ότι υπάρχει μια ξαφνική σημαντική βελτίωση σε οικολογικά και άλλα θέματα, που χρόνια οι επιστήμονες προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν. Καθάρισε το νερό σε πολύ βρώμικες λίμνες και θάλασσες και εμφανίστηκαν πάλι ψάρια. Οι άνθρωποι της καθαριότητας επισήμαναν ότι τα σκουπίδια στους δρόμους έχουν ελαχιστοποιηθεί. Οι πιο πολύ χρησιμοποιούν χάρτινες σακούλες στα ψώνια. Τα εργοστάσια αύξησαν τα μέτρα προστασίας και ρίχνουν όλο και λιγότερα βλαβερά απόβλητα στις θάλασσες. Το ίδιο και τα πλοία. Τα ταμεία των οικολογικών οργανώσεων αυξήθηκαν και επέκτειναν κατά πολύ τη δράση τους. Σπάνια ζώα και φυτά άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Τα ταμεία των γηροκομείων και των ορφανοτροφείων άρχισαν να γεμίζουν. Η παιδική πείνα ελαττώθηκε. Ποτέ άλλοτε οι άνθρωποι στον πλανήτη δεν υπήρξαν τόσο πολύ ενημερωμένοι και ευαίσθητοι για οικολογικά και φιλανθρωπικά ζητήματα. Και όλα αυτά ξεκίνησαν από ένα παιδικό παιχνίδι σε κάποιο χωριό της χώρας μας, που έκανε όλη την ανθρωπότητα να κινείται με πράσινα, κόκκινα και πορτοκαλί χαρτάκια.
Αυτά υπερευχαρίστησαν τη Μάρα και τη Τάρα αλλά το μεγαλύτερο σοκ το έπαθαν με τη συνέχεια του δελτίου, όπου αναφέρθηκε ότι πάνω από τέσσερα εκατομμύρια παιδιά παγκοσμίως είναι μέλη της παιδικής οικολογικής αστυνομίας με αυξητική τάση. Μίλησε ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και αναφέρθηκε στο όνομα του χωριού, στα ονόματα των διδύμων και στα άλλα παιδιά του χωριού που θεωρούνται ιδρυτές και ευχαρίστησε όλα τα παιδιά του κόσμου.
Πάγωσαν. Η Τάρα δεν είπε τίποτα. Η Μάρα κρύφτηκε στην αγκαλιά του μπαμπά. Τα δάκρυα χαράς και περηφάνιας της μαμάς έβρεξαν την μπλούζα της. Όλα τα τηλέφωνά τους σταθερό και κινητά χτυπούσαν ταυτόχρονα.
Μέσα σε μερικούς μήνες η «Παιδική Οικολογική Αστυνομία» αναγνωρίστηκε ως η μεγαλύτερη παγκοσμίως οικολογική και φιλανθρωπική οργάνωση, με πολλά μέλη σε όλο τον κόσμο, παιδιά και ενήλικες και με πολλά χρήματα.
Οι δίδυμες και τα άλλα παιδιά του χωριού ταξίδεψαν με τους γονείς τους στην Αμερική όπου και βραβεύτηκαν. Δεν υπήρχε άνθρωπος στον πλανήτη που να μην τις γνώριζε. Οι γονείς ήταν τόσο περήφανοι.
Το επόμενο καλοκαίρι η Τάρα και η Μάρα έκοψαν την κορδέλα της παραλίας του χωριού. Η αμμουδιά ήταν καθαρή και το νερό της θάλασσας κρυστάλλινο. Ο εργαστηριακός έλεγχος το έδειξε πεντακάθαρο όπως και το νερό των πιο πολλών παραλιών που ήταν κλειστές. Δεν χρειαζόταν πια να κολλούν χαρτάκια στους κατοίκους, ήξεραν από μόνοι τους τι να κάνουν και τι όχι.
Μέρα με τη μέρα η κατάσταση του πλανήτη καλυτέρευε. Τα παιδιά τα κατάφεραν.
ΤΕΛΟΣ
Η συγγραφέας
Ονομάζομαι Στυλιανή Νισηροπούλου.
Γεννήθηκα στην Καβάλα το έτος 1977.
Στην Καβάλα πέρασα τα παιδικά μου χρόνια και κατοικώ.
Φοίτησα σε ΙΕΚ σε κλάδο μηχανογραφημένο λογιστήριο.
Εργάζομαι σε νομικό γραφείο πολλά χρόνια.
Είμαι παντρεμένη και έχω δύο γιους.
Δεν είμαι συγγραφέας. Γράφω ερασιτεχνικά επειδή μου αρέσει να εκφράζομαι γραπτώς. Μου αρέσει να διαβάζω οτιδήποτε που μπορεί να αλλάξει τη ζωή μου προς το καλύτερο.