Το παρακάτω παραμύθι συμμετείχε στον διαγωνισμό συγγραφής παραμυθιού που συνδιοργανώσαμε «Οι Παραμυθάδες» και η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός» με την υποστήριξη του Δήμου Καβάλας.
Γράφτηκε από τον Γιώργη Ζαφειρίου. Οι εικόνες που χρησιμοποιήθηκαν είναι από ιστοσελίδα διάθεσης δωρεάν εικόνων.
(Για να δείτε την μετάδοση των αποτελεσμάτων πατήστε εδώ)
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του παραμυθιού ή και μέρος αυτού και η όποια χρήση ή εκμετάλευσή του χωρίς την έγκριση του/των δημιουργού/ών.
«Δελφινοπαιχνίδια»
-Μπαμπά, μπαμπά, πότε θα πάμε στη θάλασσα; Ρώτησε ο Σταυρής τον πατέρα του.
-Ακόμη είναι νωρίς, αγόρι μου, κι είναι κρύο το νερό. Μάρτης γδάρτης για…
-Μα εγώ θέλω να πάω στη θάλασσα. Έστω να καθίσω λίγο στα βραχάκια, να δω τα ψαράκια, τους αχινούς, τα καβουράκια που τάιζε ο μπάρμπα-Νούλης που μου έλεγες.
-Χμμμ… Καλά. Κοίταξε! Αν την Κυριακή είναι καλός ο καιρός και μπουνάτσα[1], θα πάμε με το θείο Στάθη για χταπόδια και θα σε πάρουμε μαζί μας. Εσύ θα κάτσεις στα βράχια να φυλάς και τα πράγματά μας, εκεί κάτω από το προσκυνητάρι της Παναγιάς. Δεν πιστεύω να φοβάσαι που θα είσαι μόνος σου;
-Μπαμπά μου, μπαμπά μου, σε ευχαριστώ πολύ. Τι να φοβηθώ καλέ, ολόκληρος άντρας! Είπε με στόμφο[2] ο Σταυρής και ο πατέρας του τον πήρε γελώντας στην αγκαλιά του.
-Αντράκι μου εσύ… του είπε τρυφερά. Ε… Αντράκι βέβαια…. Ο Σταυρής πήγαινε ήδη στην Τετάρτη Δημοτικού. Ήταν ένας ξανθούλης μπόμπιρας με γκριζογάλανα μάτια που άλλαζαν χρώμα στη θάλασσα ανάλογα με τα χρώματα και τα κέφια της Μεγάλης Κυράς, όπως την έλεγε ο πατέρας του.
Οι μέρες διάβηκαν γοργά και ήρθε η ευλογημένη Κυριακή, ηλιόλουστη και μεγαλόπρεπη. Ο ουρανός καθάριος σαν γαλανό σεντόνι ίδια μπερντές[3] για το διάβα του ήλιου στο στερέωμα. Ένα απαλό νοτιαδάκι, κατά πως είπε ο πατέρας, έκανε τη σημαία στο φρούριο να σείεται χαιρετώντας τον κόσμο που έσπευδε μετά τη λειτουργία να πάρει μπουγάτσα, να πιεί καφέ και να διαβάσει την εφημερίδα του.
Ο Σταυρής σηκώθηκε πουρνό-πουρνό[4] σαν να είχε σχολείο και χάζευε απ’ το μπαλκόνι. Σαν άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα, πήγε τρέχοντας κατά πάνω στον πατέρα του που μόλις έμπαινε κρατώντας το Κυριακάτικο πρωινό. Αχνιστή μπουγάτσα με κρέμα και γάλα κακάο που τόσο άρεσαν στο Σταυρή.
-Καλημέρα, μεγάλε! Τυχερός πάλι. Έτσι;
-Καλημέρα, μπαμπά! Δηλαδή θα πάμε;
-Φυσικά και θα πάμε. Με τέτοια μέρα χάνεται η ευκαιρία;
-Το θείο τον πήρες;
-Από νωρίς με πρόλαβε εκείνος. Όταν του είπα ότι θα έρθεις μαζί μας πήδηξε απ’ την χαρά του που τον άκουσε όλη η γειτονιά. Ήδη ετοιμάζει τα πράγματά του και το ίδιο πρέπει να κάνω κι εγώ αν μου το επιτρέπεις βέβαια, είπε ο πατέρας γελώντας.
-Εσύ να κοιτάξεις να φας το πρωινό σου, έλα μέσα στη σακούλα είναι μαζί με της μαμάς.
-Εγώ θα φάω δίπλα στο κύμα, είπε ο Σταυρής και έσφιξε την μπουγάτσα στην αγκαλιά του.
Όσο ο πατέρας ετοιμαζόταν, έβαζε τη στολή του, ταίριαζε το ψαροτούφεκο, μάσκα, πέδιλα, αναπνευστήρα, ο Σταυρής ντύθηκε, έβαλε τα ολοκαίνουργια γυαλιά ηλίου που του αγόρασε πρόσφατα η μαμά κι έβαλε στραβά το καπέλο του το κόκκινο με την Ισπανική σημαία που πήρε ενθύμιο από το Κοσμόπολις[5].
-Έτοιμος! φώναξε με βροντερή φωνή στον πατέρα του.
-Μισό λεπτό να πάρω τα κλειδιά μου και φύγαμε. Ο θείος περιμένει στο δρόμο.
Κίνησαν με το αυτοκίνητο και πήραν το θείο Στάθη κάτω απ’ το σπίτι του. Άλλες χαρές, αγκαλιές, φιλιά. Φάνηκε η μέρα απ’ το πρωί. Προμήνυε τα καλύτερα. Μια Κυριακή ξέχωρη και με τον καιρό σύμμαχο.
Πέρασαν μπρος απ’ τις Καμάρες[6] και κατευθύνθηκαν προς το λιμάνι. Ο πατέρας χαιρέτησε τους λιμενικούς που είχαν βάρδια στο φυλάκιο και πάρκαρε κοντά στο διάδρομο που χρησιμοποιούσαν τόσοι και τόσοι για τον περίπατό τους και ανέβαινε ως το φάρο και την εκκλησιά της Παναγίας[7] από πάνω τους.
Αφού ζαλώθηκαν τους σάκους τους με το θείο, πήραν κι οι τρεις να περπατούν προσεκτικά στα βράχια ώσπου να φθάσουν στο «μέρος» τους. Το ήξερε ο Σταυρής το σημείο. Άλλωστε εκεί του είχε μάθει μπάνιο ο μπαμπάς. Θα ήταν δε θα ήταν ενάμιση χρονών, όταν τον πρωτοβούτηξε στα πεντακάθαρα και βαθιά νερά. Στο πλάι μέσα στο βράχο ο πατέρας είχε σκάψει μια εσοχή όπου είχε στήσει ένα καντηλάκι. Από πάνω δέσποζε αυστηρή και γλυκιά η Παναγιά έχοντας αγκαλιά το μικρό Χριστό. Ζωγραφισμένη σε τσιμεντοσανίδα μα τόσο ζωντανή που θαρρείς θα σου γλυκομιλούσε και θα σου έδινε την ευλογία Της. Στ’ αριστερά αυστηρός ο Άγιος Ραφαήλ –προστάτης του πατέρα από τότε που είχε την «περιπέτεια». Άναψε ο μπαμπάς το καντηλάκι και προσκύνησε, κατόπιν ο θείος και στερνά ο Σταυρής.
-Όσο εμείς θα ετοιμαζόμαστε θα κάνεις κι εσύ μια δουλειά. Έτσι, Σταυρή;
-Ναι, αμέ, ό,τι θέλετε, μπαμπά.
-Θα φουσκώσεις τη σημαδούρα που θα πρέπει να κουβαλάμε για λόγους ασφαλείας. Θα τη φουσκώσεις καλά, γιατί είναι πολύ σημαντικό να μας βλέπουν οι καπεταναίοι απ’ τα σκάφη τους. Εντάξει;
-Πες πως έγινε κιόλας, μπαμπά, είπε ο Σταυρής και βάλθηκε να γεμίζει με αέρα την σημαδούρα φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας τα νιούτσικα μάγουλά του.
Σαν τελείωσαν οι ετοιμασίες, ο πατέρας του έδωσε το κινητό του τηλέφωνο.
-Αν δεις κάτι ή ανησυχήσεις, θα πάρεις τη μαμά. Άλλωστε δε θα απομακρυνθούμε πολύ. Θα μας βλέπεις από εδώ και κάθε τόσο θα σου φωνάζω. Θα κάτσεις εδώ στη μύτη του βράχου απ’ όπου θα μας βλέπεις και θα σε βλέπουμε με το θείο. Να φας το πρωινό σου και προσοχή τα σκουπίδια στη σακούλα να τα πάρουμε φεύγοντας. Σεβόμαστε…
-Τον χώρο και το περιβάλλον. Τα πλαστικά δε λιώνουν, δεν υπάρχει κάποιος να τα μαζέψει για εμάς… Ξέρω, ξέρω, μπαμπά, μου τα ‘χεις ξαναπεί. Μείνε ήσυχος και απόλαυσε τη βόλτα σου.
Τα δυο αδέλφια ξεκίνησαν με δυνατές πεδιλιές δίπλα-δίπλα, όπως έκαναν μια ζωή ολάκερη. Απ’ όσο θυμόταν ο Σταυρής δεν υπήρχε στιγμή να μην είναι ο μπαμπάς με το θείο Στάθη και ο θείος χωρίς τον μπαμπά του. Τόσο αχώριστοι σε όλα.
Βάλθηκε ο Σταυρής να φάει την μπουγάτσα του. Ακόμα άχνιζε σαν ξετύλιξε το χαρτί. Πού και πού πετούσε λίγο απ’ το φύλλο, λίγο απ’ τη γέμιση στη θάλασσα κι άρχισαν να μαζεύονται ψαράκια. Πρώτα φάνηκαν οι ταπεινές καλογριές, μετά ένας σπάρος μάγκας μονάχος του κι έπειτα ένα ζευγάρι ασημόραχα κεφαλόπουλα. Χαρούμενος ο Σταυρής χάζευε τα ψαράκια, χαιρετούσε τους αχινούς και γελούσε με τα καβουράκια που πήγαιναν με το πλάι στα βραχάκια εκεί που έσκαζε το κύμα.
Κάποια στιγμή του φώναξε ο μπαμπάς του κάνοντας το σήμα του ΟΚ. Του είχε μάθει τα καταδυτικά σινιάλα μιας και του έταξε πως σε κανά δυο χρόνια θα τον πήγαινε στο δάσκαλο, τον κύριο Ιάσονα, να τον «κάνει» αυτοδύτη!
-Όλα εντάξει, μπαμπά, φώναξε κουνώντας τα χέρια του.
Την ώρα που έπιασε την τελευταία μπουκιά, το τυχερό του κατά πως έλεγε η γιαγιά Βούλα, το βλέμμα του ξεμάκρυνε στη θάλασσα ανοιχτά απ’ το Μονόπετρο[8]. Έναν βράχο μονοκόμματο καμιά εκατοσταριά μέτρα από εκεί που στεκόταν. Ένα τριγωνικό πτερύγιο φάνηκε να σκίζει το ατάραχο νερό.
Αμάν… καρχαρίας! σκέφτηκε ο Σταυρής έτοιμος να φωνάξει, να ειδοποιήσει τον πατέρα του για τον κίνδυνο. Πριν προλάβει όμως ν’ ανοίξει το στόμα του, είδε μια γυαλιστερή καμπύλη σιλουέτα να εμφανίζεται μετά το πτερύγιο.
-Δελφίνι, δελφίνι… φώναξε με χαρά που σήμαινε και τη λήξη του συναγερμού.
Είχε δει και παλαιότερα δελφίνια να συνοδεύουν το ποστάλι[9] που τους πήγαινε στη Θάσο. Τι τρελά παιχνίδια έκαναν εκείνα τα ζώα! Τα αγάπησε ακόμα πιο πολύ σαν έμαθε στο σχολείο πόσο καλόβολα ήταν και πόσο προστατευτικά. Δεν ήταν διόλου επικίνδυνα για τους ανθρώπους. Το αντίθετο μάλιστα…
-Βρε, συ, αυτό έρχεται κατά δω, μονολόγησε βλέποντας την κατεύθυνση που είχε το δελφίνι. Δέος τον πλημμύρισε και λίγο φόβος είναι αλήθεια και ενστικτωδώς γραπώθηκε στο βράχο πίσω του.
Το δελφίνι κάνοντας σάλτα και πιρουέτες σαν μπαλαρίνα πλησίαζε ακολουθώντας αλλεπάλληλες κυκλικές πορείες φτάνοντας στα δυο μέτρα απ’ τον ακρόβραχο που στεκόταν αποσβολωμένος ο Σταυρής.
-Γεια σου! Θέλεις να παίξουμε; Με λένε Γαλανό. Εσένα; Μίλησε το δελφίνι με ανθρώπινη λαλιά.
-Δεν μιλάς; Σου έφαγε η γάτα τη γλώσσα; Ξαναείπε χαχανίζοντας το δελφίνι.
-Εγώ, εγώ δεν… ψέλλισε σαστισμένος ο Σταυρής.
-Μα πώς…. Είσαι δελφίνι…
-Α…. κατάλαβα, είπε ο Γαλανός. Δεν ξέρεις. Εμείς τα δελφίνια μπορούμε να επικοινωνούμε με εσάς τους ανθρώπους. Βλέπεις δεν είμαστε ψάρια, μα θηλαστικά σαν κι εσάς. Σας αγαπάμε και σας προστρέχουμε σαν έχετε ανάγκη μα εσείς δε βοηθάτε λιγάκι. Μας κυνηγάτε, επειδή καμιά φορά χαλάμε τα δίχτυα των ψαράδων με τις σκανταλιές και τα παιχνίδια μας. Αλλά ακόμη κι έτσι σας αγαπάμε, ειδικά εσάς τα παιδιά.
Αναθάρρησε ο Σταυρής και μετά την έκπληξή του πλησίασε προς το νερό.
-Εμένα με λένε Σταύρο, αλλά με φωνάζουν Σταυρή. Χάρηκα για την γνωριμία, είπε ο Σταυρής και έτεινε ασυναίσθητα το χέρι του.
-Σταυρής, λοιπόν, είπε ο Γαλανός και πρότεινε με τη σειρά του το δεξί του θωρακικό πτερύγιο.
-Είσαι πολύ καλός και ευγενικός, Γαλανέ.
-Κι εσύ φαίνεσαι καλό παιδί. Μόνος σου είσαι εδώ;
-Όχι, ο μπαμπάς και ο θείος μου είναι πέρα προς την Πλάκα[10] και ψαρεύουν με τα ψαροτούφεκα.
-Ψαροτούφεκα; Αμάν συμφορά και κακό που με βρήκε…
-Μη, μη φοβάσαι! Ο μπαμπάς και ο θείος ψαρεύουν χταπόδια. Άλλωστε σας αγαπούν τόσο πολύ τα δελφίνια που μου έμαθαν τόσα πολλά για εσάς, είπε καλοσυνάτα ο Σταυρής.
-Ουφ! Τώρα ησύχασα, είπε ανακουφισμένος ο Γαλανός. Θέλεις να παίξουμε;
-Ναι, ευχαρίστως, Γαλανέ μου. Αλλά πώς; Τι παιχνίδι θα κάνουμε εγώ στα βράχια κι εσύ στη θάλασσα;
-Σαν να έχεις δίκιο, αλλά πάλι κάτι μπορεί να γίνει.
-Σαν τι φίλε μου; Θα παίξουμε ρακέτες εσύ εκεί κι εγώ εδώ; Άσε που δεν τις έχω μαζί μου.
-Ρακέτες; Χμμμ… Ωραία ιδέα! Δεν μου λες σακούλα έχεις;
-Έχω μια μικρούλα εδώ και μια μεγάλη που έχει ο πατέρας στην τσάντα του για την στολή.
-Ωραία, τέλεια. Άκου τι θα κάνουμε. Εγώ θα συγκεντρώσω όσα σκουπίδια επιπλέουν εδώ γύρω και μόλις τα φέρω κοντά στο σημείο που βρίσκεσαι θα τα χτυπώ με την ουρά μου σαν ρακέτα και εσύ θα τα μαζεύεις στις σακούλες. Σήμερα με την Όστρια[11] τα έφερε όλο και πιο κοντά στ’ ακρογιάλι. Ε; Τι λες; Θα τα καταφέρουμε;
-Είμαι σίγουρος! Θα βάλω τα δυνατά μου, είπε ο Σταυρής.
Μια και δυο ξεκίνησαν το παιχνίδι-αποκομιδή οι δυο τους. Σε κανένα μισάωρο κατάφεραν και γέμισαν τις σακούλες με διάφορα «καλούδια» που είχαν την καλοσύνη οι άνθρωποι να «κεράσουν» τη θάλασσα. Τι πλαστικά μπουκάλια και ποτήρια, τι φελιζόλ, τι μπετόνια απορρυπαντικών, τι σακουλάκια από γαριδάκια και πατατάκια… Ένας χαμός.
-Πω πω… Πόσα σκουπίδια… είπε ο Σταυρής κοιτώντας με έκπληξη το «θησαυρό» τους.
-Είδες Σταυρή; Κι αυτά είναι μόνο από εδώ και τα μαζέψαμε μέσα σε λίγη ώρα. Για σκέψου τι γίνεται στους ωκεανούς που είναι τα ¾ του πλανήτη. Άσε αυτά που βρίσκονται στους βυθούς. Ένας φίλος μου αστερίας τα βλέπει όλα. Μου είπε κάποτε για τη φίλη μας την χελώνα που κόντεψε να πνιγεί γιατί πέρασε μια σακούλα για μέδουσα και την κατάπιε για μεζέ. Ευτυχώς την γλίτωσε… Πρέπει όμως τώρα να φύγω. Καλά περάσαμε, μα βλέπω τη σημαδούρα του μπαμπά σου να έρχεται κατά δω.
-Σε παρακαλώ, μην φεύγεις. Κάτσε λίγο ακόμα… Ο μπαμπάς και ο θείος είναι πολύ καλοί. Θα δεις. Αγαπούν τόσο πολύ τη θάλασσα που θα γίνουν σίγουρα «σύμμαχοί» μας σ’ αυτό.
-Είμαι σίγουρος και για τους δυο- είπε ο Γαλανός- αλλά υπάρχει ένα «τεχνικό» πρόβλημα… Εμάς τα ζώα μπορούν να μας καταλάβουν μόνο τα παιδιά, γιατί μιλούν την γλώσσα του αθώου…
-Δηλαδή, όταν μεγαλώσω, δε θα μπορώ να σε βλέπω και να σου μιλώ;
-Όχι, Σταυρή! Αυτό δε γίνεται. Θα έρθει όμως η ώρα των δικών σου παιδιών να μιλήσουν, να καταλάβουν, να βοηθήσουν τα ζώα, όλα τα ζώα, όλη την Γη.
-Τουλάχιστον πες μου πώς και πότε θα σε ξαναδώ, είπε περίλυπος ο Σταυρής.
-Ίσως έχεις ακούσει ότι εμείς τα δελφίνια επικοινωνούμε με υπερήχους υψηλής συχνότητας. Τώρα που καλοσύνεψε ο καιρός θα έρχομαι συχνά με την Όστρια και την Σοροκάδα[12] και θ’ ακούς όπου και αν βρίσκεσαι στην πόλη τα σινιάλα μου.
-Σε παρακαλώ άφησέ με να φέρω και τους φίλους την επόμενη φορά. Μπορώ;
-Μπορείς και παραμπορείς μάλιστα. Ήταν αυτό το τελευταίο που ήθελα να σου ζητήσω. Αυτή θα είναι και η συμφωνία μας. Θα φέρω και εγώ τους δικούς μου φίλους και θα παίξουμε όλοι μαζί παρέα κάνοντας παράλληλα αυτό που πρέπει. Ωχ! Πρέπει να φύγω τώρα. Να τους βλέπω στο Μονόπετρο. Δυστυχώς θα πρέπει να αποχαιρετιστούμε.
-Γαλανέ μου, σ’ ευχαριστώ που με δέχτηκες για φίλο σου και για την ευκαιρία που μου έδωσες. Θα το πω στους φίλους μου και δε θα το πιστεύουν. Άσε που το καλοκαίρι με τη μάσκα και τα πέδιλα θα πάρω σβάρνα τους βυθούς για να μαζέψω και αυτά που βρίσκονται εκεί.
Ο Σταυρής άφοβα πλέον πλησίασε και χάιδεψε τρυφερά την μουσουδίτσα του Γαλανού.
-Έχε γεια, φίλε μου! Θα ξαναβρεθούμε, είπε ο Γαλανός και δίνοντας ώθηση με την ουρά του ξεμάκρυνε κάνοντας σβούρες και τούμπες σαν αυτές που κάνουν τα εκπαιδευμένα ξαδελφάκια του στα ενυδρεία.
-Στο επανιδείν καλέ μου, Γαλανέ! Να προσέχεις… του φώναξε ο Σταυρής κάνοντας χωνί τις μικρές του χουφτίτσες.
Ο μπαμπάς του τον άκουσε να φωνάζει και με γρήγορες πεδιλιές βρέθηκε κοντά του.
-Έγινε τίποτα παιδί μου και φωνάζεις; Με κατατρόμαξες.
-Όχι, μπαμπά, όλα καλά. Πέρασα όμορφα την ώρα μου και έκανα και δουλειά… είπε ο Σταυρής δείχνοντας τις σακούλες.
-Τι είναι όλα αυτά Σταυρή; ρώτησε ο θείος Στάθης.
-Σκουπίδια, θείο, σκουπίδια. Τα μάζεψα από εδώ γύρω όσο εσείς κολυμπούσατε.
-Μα καλά βρε, Σταυρή, τη σακούλα που θα βάλω τη βρεγμένη μου στολή;
-Μπαμπά τη σακούλα θα κοιτάξουμε τώρα; Είπε σχεδόν μισοθυμωμένα.
-Καλά, καλά δεν σε είπα και καμπούρη. Πάντως μπράβο σου που το σκέφτηκες. Αν το κάνουμε όλοι αυτό, δε θα μείνει σκουπίδι για σκουπίδι πουθενά στην Γη. Μπράβο και πάλι μπράβο!
-Ευχαριστώ πολύ μπαμπά. Εσείς πώς περάσατε; Πιάσατε τίποτα, θείε;
-Είδαμε πολλά χταπόδια, αλλά πήραμε μόνο από ένα με τον πατέρα σου. Μας φτάνουν και μας περισσεύουν. Σάμπως τι όλη τη θάλασσα θα σηκώναμε; Αλλά φέραμε κάτι και για σένα.
-Ο θείος το βρήκε Σταυρή και το έχει για σένα.
Ο θείος Στάθης έβγαλε από το δίχτυ του ένα τεράστιο κοχύλι ίσαμε με το κεφάλι του Σταυρή.
-Αυτό είναι για σένα ανιψιέ. Λένε πως αν το βάλεις στο αυτί σου ακούς τους ήχους της θάλασσας.
-Ωωωωω… Ευχαριστώ πολύ. Μ’ αυτό θα μπορώ να ακούω καλύτερα τον Γαλανό όταν με καλεί.
-Τον ποιόν; Ρώτησε τον Σταυρή ο πατέρας του.
-Εμμμ… Να, θα ακούω τη γαλανή θάλασσα βρε μπαμπά. Αυτό είπα.
-Το καλό μου το παιδί τώρα και ποιητής; Τη γαλανή θάλασσα ε; Μωρέ μπράβο!
Οι βουτηχτάδες βγήκαν, παραγούλιασαν[13] και χτύπησαν σαράντα φορές τα χταπόδια στα βράχια και κίνησαν χαρούμενοι για το σπίτι, αφού έκαναν μια στάση στον κάδο της ανακύκλωσης για να πετάξουν χωριστά τα ανακυκλώσιμα σκουπίδια που μάζεψαν ο Σταυρής με τον Γαλανό.
Το επόμενο διάστημα σαν φυσούσε απαλό νοτιαδάκι παιδιά απ’ όλη την πόλη κατέβαιναν στα ακρογιάλια, πράγμα ασυνήθιστο. Πιο ασυνήθιστο ήταν ότι όλα γύριζαν φορτωμένα με γεμάτες σακούλες γεμάτες… σκουπίδια! Άσε που οι γέροντες ψαράδες και καπεταναίοι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τις συχνότατες πλέον εμφανίσεις δελφινιών στον κόλπο της Καβάλας αλλά και της Θεσσαλονίκης, του Βόλου, της Αλεξανδρούπολης και των άλλων παραθαλάσσιων πόλεων της χώρας.
Μέχρι που τελείωσε ο Σταυρής το Λύκειο και ετοιμαζόταν για το πανεπιστήμιο έβαζε στο αυτί το κοχύλι που του χάρισε ο Θείος Στάθης. Μετά δεν άκουγε πια το φίλο του τον Γαλανό, μα το ακουμπούσε τρυφερά στο αυτί του κι άκουγε τον ήχο των κυμάτων, τη φωνή της Μεγάλης Κυράς, ώσπου ήρθαν οι χρόνοι και το χάρισε στα δικά του παιδιά για να γίνουν με τη δική τους σειρά συμμέτοχοι και συνεργοί σ’ ένα παιδικό όνειρο που μπορεί να γίνει πραγματικότητα, μα την αλήθεια…
[1] Η καλοκαιρία
[2] Το πομπώδες ύφος, η υπερβολή στην έκφραση.
[3] Η λευκή οθόνη του θεάτρου σκιών/Καραγκιόζης
[4] Πρωί-πρωί
[5] Μουσικοχορευτικό καλοκαιρινό φεστιβάλ της Καβάλας
[6] Το μεσαιωνικό υδραγωγείο/ αξιοθέατο της Καβάλας
[7] Η χερσόνησος όπου βρίσκεται η παλιά πόλη της Καβάλας. Στην κορυφή της δεσπόζει το φρούριο-κάστρο της Καβάλας
[8] Ονομασία βράχου στο ακρωτήριο της χερσονήσου της Παναγίας κάτω από τον εμβληματικό φάρο.
[9] Το οχηματαγωγό/επιβατηγό πλοίο ακτοπλοϊκής σύνδεσης Καβάλας-Θάσου. Το ferry boat.
[10] Ονομασία βράχου στο ακρωτήριο της χερσονήσου της Παναγίας κάτω από τον εμβληματικό φάρο.
[11] Ο νότιος άνεμος
[12] Ο νοτιοανατολικός άνεμος
[13] Παραγούλιασμα: Το τρίψιμο του χταποδιού στον βράχο που ακολουθείται κατά την παράδοση από σαράντα χτυπήματα ώστε να μαλακώσει και να γίνει βρώσιμο.
Τις δύο εικόνες τις «ψαρέψαμε» από ιστοσελίδα δωρεάν φωτογραφιών
Ο συγγραφέας
Γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζω στην Καβάλα τα τελευταία σαράντα έξι χρόνια.
Από τις πρώτες συλλαβές που διάβασα και έγραψα, στην υπέροχη λαλιά μας γράφω ποίηση, πεζά και διηγήματα, σκαρώνω στίχους τραγουδιών και μερικά παραμύθια για μικρούς και μεγάλους.
Είμαι παντρεμένος με τη φιλόλογο Κυτταρίδου Ελισάβετ και έχουμε ένα γιο, το Σταύρο, ήδη φοιτητή Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Προσπαθώ να παραμείνω άνθρωπος…
Γιώργης Ζαφειρίου