Το παρακάτω παραμύθι συμμετείχε στον διαγωνισμό συγγραφής παραμυθιού που συνδιοργανώσαμε «Οι Παραμυθάδες» και η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός» με την υποστήριξη του Δήμου Καβάλας.
Διακρίθηκε με το δεύτερο βραβείο στην κατηγορία Συλλογικών Παραμυθιών, δηλαδή παραμύθια που γράφτηκαν συνεργατικά από δύο ή και περισσότερα άτομα. Γράφτηκε και εικονογραφήθηκε από μαθητές της Β’ τάξης του 1ου Δημοτικού Σχολείου Μουρικίου μαζί με τις μαμάδες και τη δασκάλα τους. Τρεις ζωγραφιές έγιναν κι από μητέρα παιδιού, την Αγιασμάτη Μαριάνθη.
(Για να δείτε την μετάδοση των αποτελεσμάτων πατήστε εδώ)
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του παραμυθιού ή και μέρος αυτού και η όποια χρήση ή εκμετάλευσή του χωρίς την έγκριση του/των δημιουργού/ών.
«Η Κορονοκοκκινιά»
Μύθι, μύθι παραμύθι…
Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώστης κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν΄αρχινήσει. Μια φορά κι ένα καιρό, σε έναν τόπο μαγικό, μακρινό ή κοντινό ήταν… μια παρέα οχτώ μικρών παιδιών… Ήταν για πολλά χρόνια φίλοι… Γνωρίστηκαν στο Νηπιαγωγείο… Όλοι μαζί παρέα συνέχισαν και στο Δημοτικό σχολείο… Είχαν κάνει μια… μυστική ομάδα…
Ήταν οι θρυλικοί και γενναίοι, Ντετέκτιβ Σκούμπι Ντου! Οι Ντετέκτιβ Σκούμπι Ντου όταν πήγαιναν σχολείο φαινόταν να είναι, αυτό που λέμε συνηθισμένοι μαθητές. Αγαπούσαν τη γυμναστική και το διάλειμμα. Όταν ήταν στο σπίτι τους φαινόταν να είναι, αυτό που λέμε κανονικά παιδιά. Βοηθούσαν τους γονείς τους στις δουλειές, διάβαζαν τα μαθήματά τους και τέτοια. Όταν όμως βρισκόταν όλοι μαζί, όλα γινόταν μαγικά. Οι μύτες τους γινόταν μαγικές και μύριζαν από το άρωμα του πιο μικρού λουλουδιού ως το πιο πολύπλοκο μυστήριο. Τα αυτιά τους, γινόταν μαγικά και άκουγαν από τον ψίθυρο του ψύλλου ως τον αναστεναγμό των σύννεφων. Και τα μάτια τους, αχ αυτά τα μάτια τους, γινόταν κι αυτά μαγικά κι έβλεπαν τους πάγους να λιώνουν και τον ήλιο να δακρύζει. Κι έτσι μια ηλιόλουστη μέρα, πήραν τη μεγάλη απόφαση. Η ομάδα τους θα αναλάμβανε την προστασία του πλανήτη Γη.
Όμως… η ύπαρξη της μυστικής τους ομάδας έφτασε και στα αυτιά της καλής τους δασκάλας. Όχι, όχι μη βιάζεστε. Κανένας δεν πρόδωσε το μυστικό τους. Αλλά… να και η δασκάλα τους είχε μαγική μύτη και τα μυριζόταν όλα. Κυρίως μυριζόταν τα μυστήρια και τις περιπέτειες. Αν δεν πιστεύετε ρωτήστε και τα μεγαλύτερα παιδιά. Όλα κυλούσανε ωραία, στο σχολείο ήτανε όλοι μαζί παρέα…
Μοιραζόταν το γέλιο και τον ήλιο στην καρδιά. Όταν μαζευόταν η μυστική ομάδα των Σκούμπι Ντου και συζητούσαν, άλλες φορές είχε Άνοιξη και οι ιδέες φύτρωναν όπως τα κρίνα στην πλαγιά του βουνού. Άλλες φορές είχε Φθινόπωρο γιατί διαφωνούσαν τόσο δα λιγάκι και σύννεφα σκέπαζαν την καρδούλα τους. Άλλες φορές, πολύ λίγες, αλήθεια σας λέω, ερχόταν στην ομάδα ο Χειμώνας, ή βαρυχειμωνιά και τόσο δα λιγάκι θύμωναν. Άλλες φορές είχε Καλοκαίρι και οργάνωναν τις ιδέες που τους είχε φέρει η Άνοιξη. Στις μυστικές συναντήσεις είχαν τις πιο πολλές φορές Άνοιξη και Καλοκαίρι. Όταν συναντιόταν οι Σκούμπι Ντου, τα σύννεφα χαμήλωναν από τον ουρανό για να τους ακούσουν. Ο άνεμος σταματούσε να φυσάει και γινόταν αεράκι απαλό που περνούσε ανάμεσά τους για να τους ακούσει. Τα λουλούδια τέντωναν το μίσχο τους να ψηλώσουν, γύριζαν τα άνθη τους για να τους ακούσουν. Τα πουλιά σταματούσαν το κελάηδημα και τα τζιτζίκια το τραγούδι τους και πήγαιναν πάνω από τα κεφάλια των Ντετέκτιβ σαν ένα όμορφο στεφάνι, για να τους ακούσουν. Μέχρι και τα εργατικά μυρμήγκια έκαναν διάλειμμα για να ακούσουν κι αυτά.
Μία μέρα τα οχτώ παιδάκια καθώς παίζανε στην αυλή του σχολείου, μιας και το παιχνίδι είναι η ζωή των παιδιών, άρχισαν να κουβεντιάζουν όλοι μαζί με την κυρία τους για την οικολογική καταστροφή πού δέχεται ο πλανήτης γη. Παίζανε τόσο όμορφα και κάνανε διάφορες σκέψεις πώς μπορούν να αλλάξουν τον πλανήτη γη. Άρχισαν να συζητάνε για την ανακύκλωση η οποία είναι απαραίτητη, για την οικονομία του νερού που είναι πάρα πολύ βασική, για την υπερθέρμανση του πλανήτη που προκαλεί την καταστροφή των παγετώνων και πάρα πολλά άλλα, που πρέπει να προσέχουμε όλοι μικροί και μεγάλοι.
Ήταν ημέρα Παρασκευή, η δασκάλα τους λοιπόν τους ανέθεσε σαν εργασία, μέσα στο Σαββατοκύριακο να κάνουν από μία ζωγραφιά που να σχετίζεται με την οικολογική καταστροφή του πλανήτη. Και πάνω στη ζωγραφιά να έχει και από έναν τίτλο που να λέει ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΙ ΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να κάνει ο άνθρωπος για να προστατέψει το περιβάλλον και τον πλανήτη… Μαζεύτηκαν λοιπόν όλα μαζί, το Σάββατο το απόγευμα στο σπίτι του Θεόφιλου για να κάνουν τις ζωγραφιές τους…
Μα πριν προλάβει να έρθει η Δευτέρα κάτι παράξενο συνέβη στον τόπο τους…
Τους επισκέφτηκε ένα μικρό παιδάκι που ήταν πολύ λυπημένο έκλαιγε και φυσούσε τη μύτη του. Τα παιδιά τρόμαξαν όταν τον είδαν τον κοιτούσαν από πάνω προς τα κάτω με μάτια γεμάτα απορίες… Αλλά γρήγορα άρχισαν να γελάνε κρυφά, γιατί τα ρούχα που φορούσε ήταν πολύ παράξενα. Η μπλούζα που φορούσε ήταν από ασημένια λέπια, το παντελόνι του ήταν μπαλωμένο με χρυσή κλωστή, διάφορες φατσούλες και τέλος τα παπούτσια του είχαν σχήμα από παγωτό χωνάκι. Στο κεφάλι του φορούσε μια μαγική κόκκινη κορδέλα. Σήκωσε το κεφάλι του προς τα παιδιά και τους είπε κλαίγοντας:
– Όσο εσείς είστε χαρούμενα και ευτυχισμένα εγώ δεν πρόκειται να γίνω βασιλιάς και η μαγική μου κορδέλα δε θα μεταμορφωθεί σε κορόνα.
Τα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και άρχισαν να κλαίνε όλα μαζί, έκλαιγαν τόσο δυνατά μα τόσο δυνατά που η φωνή τους ακούστηκε μέχρι τα πέρατα της γης, μέχρι το φεγγάρι και πάλι πίσω…
– Δεν εννοούσα αυτό όταν έλεγα να είστε χαρούμενα και ευτυχισμένα, δεν θέλω να κλαίτε παρά μόνο να με βοηθήσετε να κάνω την μαγική μου κορδέλα να μεταμορφωθεί σε κορόνα…
Τότε όλοι σώπασαν και πλησίασαν το κεφάλι του μικρού παιδιού
– Πω πω! είπε ένα από τα παιδιά που είχε πλησιάσει πιο κοντά.
– Πώς μυρίζεις έτσι άσχημα καλέ;
– Εμένα που με βλέπετε φίλοι μου, έχω περάσει πολλά. Θάλασσες και ωκεανούς, δάση κι ερήμους, έχω κινήσει γη και ουρανό… Και όλο αυτό για να δω την όμορφη μου γη να είναι υγιής, χωρίς ρύπους, δίχως φωτιές με καθαρές θάλασσες και καταγάλανο ουρανό κι έναν όμορφο κόσμο χωρίς να υπάρχουν παντού σκουπίδια.
Ξάφνου ακούστηκε μια φωνούλα ίσα ίσα που ακουγόταν δηλαδή! Με έκπληξη μεγάλη έπεσαν όλα τα παιδιά πάνω από το κεφάλι του αγοριού, από εκεί δηλαδή που προερχόταν η φωνή… Και τί να δουν; Η κορδέλα είχε εμφανίσει μάτια, μύτη και στόμα, πήρε μορφή και φωνή…
– Γεια σας παιδιά…
Οι μικροί φίλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους…
– Μια κορδέλα που μιλάει… είπε η Γεωργία
– Πώς είναι δυνατόν να μιλάει μια κορδέλα; Διερωτήθηκε η Δέσποινα.
– Πρέπει να το ανακαλύψουμε όλοι μαζί… είπαν με μια φωνή η Αλεξάνδρα κι ο Βασίλης.
– Κάτι παράξενο συμβαίνει εδώ…
Είπε ο Ηλίας, και η Ιωάννα με τη Δέσποινα κούνησαν καταφατικά το κεφάλι.
– Πώς σε λένε;
– Κορονοκοκκινιά!
– Ορίστε; Τι όνομα είναι αυτό;
– Είναι το όνομα που έχω, μέχρι να μεταμορφωθώ.
– Πώς μπορούμε να σε βοηθήσουμε να μεταμορφωθείς;
– Πάρα πολύ εύκολα: Θα πρέπει να συνεχίσετε να αγκαλιάζεστε, να φιλιέστε, να παίζετε όλοι μαζί μέρα και νύχτα. Το βράδυ που επιστρέφετε σπίτι να μην κάνετε μπάνιο και να ζητάτε από τους γονείς σας να πηγαίνετε να κοιμάστε στα σπίτια των παππούδων σας! Καταλάβατε; Εύκολο δεν είναι;
Οι δαιμόνιοι ντεντέκτιβ ξανακοιτάχτηκαν μεταξύ τους… Κάτι παράξενο συνέβαινε εδώ… κι έπρεπε με προσοχή να το ανακαλύψουν και να δώσουν λύση στο μυστήριο.
Το πρωί της Δευτέρας πήγαν όλοι τους στο σχολείο, κάνανε την προσευχή και μπήκαν στην τάξη τους. Τα παιδιά καλημέρισαν τη δασκάλα τους την κυρία Μαρία κι άρχισαν να της εξηγούν αυτά που έγιναν το Σαββατοκύριακο με το παράξενο παιδάκι. Η κυρία έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Και πριν προλάβει να μιλήσει, χτύπησε η πόρτα και εμφανίστηκε ο διευθυντής του σχολείου ο κύριος Γιώργος. Κάλεσε την κυρία στο γραφείο του κι έτσι τα παιδιά έμειναν μόνα τους… Ξαφνικά σηκώθηκε η Αλεξάνδρα από την καρέκλα της και είπε:
– Σαν Ντετέκτιβ που είμαστε πρέπει πρώτα να ΦΑΜΕ. Βγάλτε όλοι τα σάντουιτς σας.
Πετάγεται ο Θεόφιλος και λέει:
– Έχω 8 σοκολάτες!
Η Ιωάννα είπε ότι έχει μια σακούλα με καραμέλες, η Γεωργία έφερε διάφορα φρούτα, η μία Δέσποινα έφερε χυμούς και η άλλη Δέσποινα έφερε ποτήρια. Ο Βασίλης και ο Ηλίας έφεραν από το σπίτι τους μικρά κέικ και λουκουμάδες! Όλοι μαζί χοροπήδησαν! Έτσι κάθισαν στην παρεούλα της τάξης τους για να φάνε και να πιούνε ώστε να μπορέσουν να λύσουν το μυστήριο τους…
Πάνω που ετοιμαζόταν να δαγκώσουν την πρώτη λαχταριστή μπουκιά, ένας θόρυβος που ακούστηκε από το παράθυρο, τους άφησε με το στόμα ορθάνοιχτο (κυριολεκτικά).
– Μα τι είναι αυτό; Ρώτησε ο Ηλίας και μάζεψε ένα πετραδάκι που κατρακύλησε στα πόδια του.
– Κοιτάξτε κοιτάξτε… Φώναξε η Ιωάννα δείχνοντας προς το παράθυρο. Τα παιδιά γούρλωσαν τα μάτια τους. Μια κόκκινη κορδέλα φαινόταν να ανεμίζει απ’ το παράθυρο. Με μιας όλα τρέξανε και κόλλησαν τις μυτούλες τους πάνω στο τζάμι. Καταλαβαίνετε φαντάζομαι τι είδαν… Μάλιστα! Όπως καταλάβατε το μικρό παράξενο παιδάκι τους κουνούσε το χεράκι για να πάνε κοντά του. Η ομάδα μας βέβαια που τη χαρακτηρίζει τόλμη και γενναιότητα τι άλλο μπορούσε να κάνει πάρα να τρέξει κοντά στον καινούριο φιλαράκο που ακόμα ούτε το όνομα του δεν ήξεραν…
– Πως βρέθηκες εδώ; Τον ρώτησε ο Θεόφιλος.
– Τι θέλεις από μας; Συμπλήρωσε ο Βασίλης.
– Έχουμε μάθημα! Είπε και η Αλεξάνδρα.
– Δε μπορούμε να είμαστε έξω! Φώναξαν η Δεσποινούλα και η Δέσποινα με ένα στόμα… Η Γεωργία και η Ιωάννα για πρώτη και σπάνια φορά δεν είπαν τίποτα. Ο Ηλίας τον παρατηρούσε κι έτριβε το πετραδάκι που πρόλαβε να κρύψει στην τσέπη του.
– Είναι ώρα να φύγουμε! Τους είπε εκείνο και τους έδειξε ένα αερόστατο από ολόλευκα σύννεφα…
– Εμπρός φίλοι μου η περιπέτεια τώρα αρχίζει.
Η ομάδα Σκούμπι Ντου επιβιβάστηκε στο παράξενο αερόστατο!
– Ετοιμαστείτε για ένα μεγάλο ταξίδι… τους είπε ο καινούριος τους φίλος και το αερόστατο απογειώθηκε…
– Θα σας δείξω τον κόσμο πώς είναι σήμερα….
1η στάση: Βόρειος Πόλος
– Κοιτάξτε τους πάγους που λιώνουν. Γνωρίζετε ποιος φταίει γι’ αυτό;
Τα παιδιά τον κοίταξαν με απορία…
– Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ… τους είπε. Με τη μόλυνση της ατμόσφαιρας από τα καυσαέρια και τα χημικά χάνεται η προστασία που μας προσφέρει από τις επικίνδυνες ακτίνες του Ήλιου. Έτσι οι ακτίνες αυτές μπαίνουν στη γη, ανεβαίνει η θερμοκρασία του πλανήτη και λιώνουν οι πάγοι. Καταστρέφεται το περιβάλλον.
Και τότε οι Ντετέκτιβ, έτριψαν μια φορά τη μύτη τους, κοιτάχτηκαν κατάματα και κούνησαν καταφατικά το κεφάλι τους. Είχαν πάρει την απόφασή τους. Έβγαλαν τάμπλετ, χάρτες, χαρτιά και μολύβια. Ο ήλιος χαμογέλασε πλατιά. Μια μέλισσα πέταξε ανήσυχη. Κάτι είπε στο άνθος της τριανταφυλλιάς κι εκείνο κοκκίνισε. Το αηδόνι σταμάτησε να κελαηδάει και ο γάιδαρος έδωσε μια δυνατή κλωτσιά με τα πισινά του πόδια στο τίποτα. Οι Ντετέκτιβ, αφοσιωμένοι στις έρευνες είχαν σκυμμένα τα κεφάλια τους. Μέχρι κι ο ήλιος άργησε να βασιλέψει εκείνη την ημέρα. Έμεινε να αιωρείται εκεί στον ουρανό για να φωτίζει τα πρόσωπα και τα όνειρά τους. Ώσπου ο μικρότερος από τους Ντετέκτιβ, ο πιο ζωηρός σηκώθηκε να τεντώσει το κορμάκι του και τότε φώναξε δυνατά. Όλοι τρόμαξαν.
Κάπως έτσι, έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους. Θα ξεκινούσαν από το αποστακτήριο αρωματικών φυτών «Διοσκουρίδης» της περιοχής τους. Έπειτα το σχέδιο θα το διέδιδαν σε όλο τον πλανήτη. Χμμμ μα ποιο ήταν αυτό το σχέδιο; Η Μουρίκα, η πιο γέρικη καστανιά, τέντωσε το μοναδικό κλαδί της και ίσιωσε τον κορμό της όσο πιο πολύ μπορούσε. Άκουσε το σχέδιο των παιδιών. Ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της.
– Επειδή τα φυτά έχουν μέσα τους τη δύναμη του ήλιου, μπορούν να παράγουν ενέργεια! Είπε η Αλεξάνδρα, σηκώνοντας το κεφάλι της που το είχε μέσα στις σελίδες ενός τεράστιου βιβλίου.
– Έτσι με τα υπολείμματα των φυτών, που μένουν μετά την απόσταξη θα καταφέρουμε να παράγουμε ηλεκτρική ενέργεια. Στη συνέχεια θα χρησιμοποιήσουμε και τα υπολείμματα των ζώων από τους στάβλους της περιοχής. Τα κλαδιά των δέντρων μετά το κλάδεμα. Όλα θα τα χρησιμοποιήσουμε για την παραγωγή ενέργειας με τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον. Αυτό που λένε οι μεγάλοι, υπολειμματική βιομάζα. Θα βάλουμε φρένο στην κλιματική αλλαγή, στο λιώσιμο των πάγων. Οι πιγκουίνοι και οι πολικές αρκούδες δε θα χάσουν τα σπίτια τους κι ο πλανήτης γη θα πάρει μια βαθιά ανάσα! Είπαν οι Ντετέκτιβ με ύφος σαράντα υπουργών.
– Συνεχίζουμε!!!
2η στάση: Συρία
– Δείτε τι γίνεται εκεί κάτω…ΠΟΛΕΜΟΣ…Κάποιοι κακοί άνθρωποι που θέλουν να γίνουν πιο πλούσιοι, σκοτώνουν τους ανθρώπους που ζουν εκεί για να πάρουν τα πετρέλαιά τους… Πόνος, θλίψη και θάνατοι… Βλέπετε πόσοι άνθρωποι κλαίνε και πονούν; Παντού δυστυχία… Ξέρετε ποιος φταίει γι’ αυτό; Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ…
Και τότε οι Ντετέκτιβ, έτριψαν μια φορά τη μύτη τους, κοιτάχτηκαν κατάματα και κούνησαν καταφατικά το κεφάλι τους. Είχαν πάρει την απόφασή τους. Έγραψαν κι έστειλαν μήνυμα σε όλα τα παιδιά του κόσμου κι έδωσαν όρκο ιερό. Όταν μεγαλώσουν, παίρνοντας την τύχη του κόσμου στα χέρια τους, θα φέρουν την ειρήνη και θα διώξουν μακριά τον πόλεμο.
3η στάση: Κίνα
Άρχισε και πάλι το σύννεφο αερόστατο για ένα καινούργιο προορισμό… Οι μικροί Ντετέκτιβ περίμεναν με αγωνία τι άλλο θα αντικρίσουν. Άρχισαν να σκέφτονται τι καλά που ήταν στο σχολείο τους και στο χωριουδάκι τους. Το σπίτι τους, οι γονείς τους… και πάνω που ήταν έτοιμοι όλοι να μπήξουν τα κλάματα και τα ξεφωνητά για το κακό που τα βρήκε, από κάπου αλλού άρχισαν να έρχονται φωνές και τσιρίδες…
– Πού τους παγαίνεις τώρα; Τι άλλο θέλεις να τους δείξεις; Δε βλέπεις πόσο λυπημένα είναι; Φώναζε έξαλλη η κορδέλα και φαινόταν ακόμη πιο κόκκινη από τον θυμό της…
– Να μου κάνεις τη χάρη και να μη χώνεις τη μύτη σου στις δουλειές μου… έλεγε άλλο τόσο θυμωμένο το παράξενο παιδάκι κι άρχισε να παίρνει μια μπλε απόχρωση από τα νεύρα του. Μπλε αυτός, κόκκινη αυτή δώσανε ένα υπέροχο βιολετί χρώμα στα σύννεφα του αερόστατου που φαινόταν τόσο όμορφο που τα παιδιά μας ξέχασαν τις μελαγχολικές σκέψεις τους και κοίταζαν μαγεμένα. Η μια Δέσποινα μάλιστα πήρε μια χούφτα βιολετί σύννεφο και το έκρυψε μέσα στο πουλόβερ της. Μόλις γύριζε σπίτι θα στόλιζε τα μαλλιά της κούκλα της, της Ευτυχίας.
Φτάσανε σε ένα παράξενο μέρος. Εκεί οι Ντετέκτιβ έμειναν ακίνητοι… Και με τα χεράκια τους έκλειναν τα αυτάκια… Είχε πολύ θόρυβο και φασαρία, έβλεπαν παντού χρώματα στους δρόμους, ουρανοξύστες, πολυκατοικίες, αυτοκίνητα το ένα πίσω από το άλλο να πατάνε κόρνες, ανθρώπους δεξιά και αριστερά να μιλάνε ή να φωνάζουν….
– Ξέρετε που βρισκόμαστε; είπε το παράξενο παιδάκι.
– ΟΧΙ, απάντησαν με μια φωνή όλα…
– Είμαστε στην Κίνα, εδώ τους ανθρώπους, το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να ανακαλύπτουν καινούρια πράματα.
Εκεί που έβλεπαν όλα αυτά είδανε κάτι πολύ πολύ περίεργο, είδανε ένα σπίτι που έμοιαζε σαν δράκος. Τα παιδιά χάρηκαν γιατί νόμιζαν πως είναι το σπίτι του Καρδένιου. Ο Καρδένιος είναι ο δράκος της καρδιάς τους από μια περιπέτεια που έζησαν οι Ντετέκτιβ παλιότερα. Έτρεξαν προς τα εκεί και τί να δουν…Έβγαινε από το σπίτι ένας πολύχρωμος δράκος, τόσο πολύχρωμος που από τα τόσα πολλά χρώματα που είχε τα παιδιά ζαλίστηκαν… Μόλις εμφανίστηκε ο δράκος, ο παράξενος φίλος τους έσκυψε να κρυφτεί…
– Τώρα κρύβεσαι ε; του είπε η Κορωνοκοκκινιά…
Ενώ όλα τα παιδιά ήταν μαγεμένα και χαρούμενα από το θέαμα του δράκου ο μικρός καινούργιος φίλος τους είχε σκύψει μέσα στο αερόστατο, έτρεμε σαν ψάρι από το φόβο του και ήταν έτοιμος αυτός να βάλει τα κλάματα τώρα…
– Γιατί είσαι φοβισμένος; ρώτησε ο Βασίλης.
– Αυτός είναι ο δράκος του καλού… Βγήκε να ξορκίσει και να διώξει μακριά το κακό… είπε ο μικρός
– Παιδιά ακούσατε τι είπε; Ο δράκος του καλού! Γιούπι! Φώναξε δυνατά η Γεωργία… και τα παιδιά αναθάρρησαν…
– Εσύ όμως γιατί φοβάσαι; Τον ρώτησε η Δέσποινα…
Ο παράξενος φίλος που ούτε το όνομά του δεν ήξεραν γούρλωσε τα μάτια του και κοίταξε όλα τα παιδιά… Κάτι παράξενο συνέβαινε… Οι μικροί Ντετεκτιβ ήταν έτοιμοι να το ανακαλύψουν και να σώσουν την κατάσταση…
– Ναι πρέπει να μας πεις εδώ και τώρα γιατί φοβάσαι; Είπε ο Ηλίας
– Ναι, και να μας πεις και το όνομά σου… είπε ο Θεόφιλος
Ο μικρούλης δακρυσμένος άρχισε να εξιστορεί:
– Το δικό μου ταξίδι ξεκίνησε από εδώ… Από την Κίνα… Δεν ξέρω πώς ακριβώς… Ούτε πώς με λένε… Μια μέρα κάποια κυρία που είχε μια σκούπα και ένα μυτερό καπέλο μου έδωσε αυτό το αερόστατο, μου φόρεσε την κόκκινη κορδέλα και μου είπε να ξεκινήσω να ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο…Ήμουν πολύ χαρούμενος… Αλλά παρατήρησα πως σε όσα όμορφα μέρη πήγαινα και τα γνώριζα γεμάτος χαρά κι ευγνωμοσύνη, όταν έφευγα, πόνος, θλίψη και αρρώστιες γέμιζε ο τόπος που άφηνα πίσω… Πήγα στην Ιταλία, στην Ισπανία και στην Αμερική… Κατάλαβα τότε πως αυτή η κυρία, «Μάγισσα» έτσι θα την λέω… κάτι μου έκανε… κι έγινα το κακό… και σκορπούσα κι αλλού αυτή την κακία… Τότε άκουσα για εσάς… κι είπα πως ίσως να μπορέσετε να με βοηθήσετε… Γιατί η ομάδα σας είναι Ανίκητη!!! Έτσι ήρθα και στην Ελλάδα, στο μικρό σας το χωριό… Αλλά τώρα που βγήκε ο δράκος του καλού… Φοβάμαι μήπως με εξαφανίσει… Και δεν ξέρω αν θα μπορέσουν μετά να εξαφανιστούν τα κακά που σκόρπισα… Δεν τα θέλω… Ούτε την κόκκινη κορδέλα τη θέλω…. Μπορείτε να με βοηθήσετε; Σας παρακαλώ!
Τότε όλα τα παιδιά είπαν ότι θα τον βοηθήσουν, θα εξαφανίσουν την κακιά Μάγισσα με όλα τα κακά που είχε φέρει και θα προστατέψουν τον πλανήτη Γη από αυτή την καταστροφή και τον φόβο. Έτσι ξεκίνησαν την επόμενη μέρα, πρωί, πρωί. Σκέφτηκαν ένα σχέδιο. Πήγαν όλα τα παιδιά στο σπίτι του Βασίλη για να οργανώσουν το σχέδιό τους.
Η Γεωργία είπε: – Να ξεφορτωθούμε την κορδέλα.
Η Αλεξάνδρα συμφώνησε : – Ναι καλή ιδέα άλλα με ποιόν τρόπο;
Ο Θεόφιλος φώναξε: – Θα την κόψουμε κομματάκια και θα την κάψουμε.
Τα παιδιά είπαν ότι είναι φανταστική ιδέα κι έτσι ξεκίνησαν για να την κάψουν. Η Δέσποινα έτρεξε πρώτη για να ανάψει φωτιά να κάψουν την κορδέλα.
– Στοπ: φώναξε ο Βασίλης. Γιατί καίγοντας την κορδέλα θα έλυναν ένα μικρό πρόβλημα αλλά… υπήρχε ένα μεγαλύτερο. Έπρεπε να βοηθήσουν τον μικρό τους φίλο να διορθώσει το κακό που έσπειρε κι αν εξαφάνιζαν τη μαγική κορδέλα, την Κορονοκοκκινιά, δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα κατάφερναν να ξεριζώσουν το κακό. Η ομάδα σκεφτόταν και συζητούσε ώσπου κάποια στιγμή φώναξε η Ιωάννα:
– Το βρήκα για να καταπολεμήσουμε το κακό, κι αφού είμαστε μια ανίκητη ομάδα πρέπει να πάμε εκεί που ξεκίνησαν όλα.
Η ομάδα συμφώνησε κι έτσι φώναξε η Δέσποινα:
– Ας ξεκινήσει η περιπέτεια μας από την μακρινή Κίνα.
Και τα παιδιά έτρεξαν για ένα μακρινό ταξίδι που θα ήταν με έντονες περιπέτειες και γεμάτο εκπλήξεις.
Οι Ντετέκτιβ ετοιμάστηκαν γι΄αυτό το ταξίδι που θα κρατούσε καιρό. Πήραν τα σακίδιά τους με όλα τα απαραίτητα που απαιτούσε η περίσταση.Ένα απ’ τα παιδιά πήρε τα lego του, άλλο πήρε τα χελωνονιντζάκια του και το άλλο τους δεινόσαυρούς του. Τα κορίτσια βέβαια πήραν τις κούκλες τους που για τη περίσταση τις μεταμόρφωσαν σε αμαζόνες. Βγήκαν έξω, ένωσαν τα χεράκια τους, όπως κάνανε πάντα και φώναξαν όλα μαζί. Ομάδα, ομάδα, ομάδα, Σκούμπι Ντου ο φόβος και ο τρόμος του κακού. Το παιδάκι μόλις είδε τους Ντετέκτιβ ενωμένους, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ένοιωσε χαρά στη καρδιά του. Κάπου εκεί κοντά, μια μυτούλα άρχισε να κουνιέται συγκινημένη… για τη γενναία απόφαση των παιδιών της… Αλλά και κάπου μακριά ένα αυτί τεντώθηκε ανήσυχο γιατί κακά μαντάτα έφταναν…
Σίγουρα θα σκέφτεστε τους γονείς των Ντετέκτιβ και πώς θα λείψουν τόσο καιρό μακριά από τις οικογένειες τους. Αυτό είναι ένα μαγικό μυστικό που δε χρειάζεται να το μάθετε. Ένα μυστικό ανάμεσα στην καλή τους κυρία και στην ανίκητη ομάδα. Έφτανε μόνο να χτυπήσει η κυρία το μικρό κουδουνάκι που κρατούσε στο μπρελόκ της, για να αρχίσει ο χρόνος να κυλάει πολύ μα πολύ αργάαααα.
Οι σούπερ ήρωές μας με περίσσιο θάρρος, έφτασαν στην Κίνα για να λύσουν επιτέλους όλο αυτό το κακό που δεν είχε σταματημό. Ο πλανήτης Γη είχε σημάνει συναγερμό στο κόκκινο. Κάπως
έτσι οι Ντετέκτιβ, μπαίνουν μέσα σε μια σπηλιά. Άχνα δε βγαίνει ούτε λαλιά… μάτια πολλά, μάτια κακά να τους κοιτούν στα σκοτεινά! Νομίζω φίλοι μου, ότι κακό μας περιτριγυρίζει! Θεόφιλεεεεεεε… Ωχ… όχι… Κάτι άρπαξε τον Θεόφιλο και εξαφανίστηκε.
– Ωχ! τι θα κάνουμε τώρα; είπαν οι Σκουμπι Ντου… Πρέπει να σκεφτούμε κάτι άμεσα… κυρία Μαρίααααα…. ναι αυτό είναι ας χτυπήσουμε το καμπανάκι για να εμφανιστεί η κυρία.
– Κυρία Μαρία χρειαζόμαστε την βοήθεια σου…
Αμέσως ξαφνικά, σαν από το πουθενά, μαγικά εμφανίστηκε η κυρία Μαρία πάνω σε μια ηλιαχτίδα.
– Χάσαμε το Θεόφιλο! Πρέπει να τον βρούμε! Θα μας βοηθήσετε; Μήπως ξέρετε πού είναι;
– Θα σκεφτώ και θα σας πω το μεγάλο μυστικό. Μήπως έχετε να μου πείτε εσείς κάτι;
Τα παιδιά της τα εξήγησαν όλα με το Νι και με το Σίγμα… Η Κυρία Μαρία ήταν προβληματισμένη! Τους είπε:
– Τρίψτε τη μύτη σας δύο φορές. Πιάστε με το δεξί σας χέρι το αριστερό αυτί και κάντε τρία μικρά πηδηματάκια. Ξύστε το κεφάλι μια φορά για να μας έρθει μια σούπερ ιδέα!
– Α!!! Έχω μια ιδέα! Είπε ο καινούριος τους φίλος.
– Είμαστε όλοι αυτιά!
– Σίγουρα ήταν δουλειά της παλιο-Μάγισσας!
– Πώς θα μπορέσουμε να τη βρούμε; Αναρωτήθηκε η Δέσποινα φωναχτά!
– Θα βάλουμε δόλωμα τον καινούριο μας φίλο είπε ο Ηλίας!
– Πολύ καλή ιδέα αλλά πρέπει να είστε πολύ προσεκτικοί. Να θυμάστε πάντα ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΟΙ: Η φιλία και η συνεργασία γκρεμίζει βουνά και κάνει θαύματα, είπε η δασκάλα τους… και εξαφανίστηκε ξαφνικά όπως ξαφνικά εμφανίστηκε πάνω σε μια ηλιαχτίδα.
Οι Ντετέκτιβ ένιωθαν τώρα ακόμη πιο δυνατοί από πριν! Η δασκάλα τους, τους έδωσε αυτό που τους έλειπε! Πίστη και δύναμη για να πετύχουν το σκοπό τους!
– Μήπως έχει φέρει κάποιος tablet μαζί του; Μου ήρθε μια ιδέα! Είπε ο Βασίλης και συνέχισε: – Θα μας περιγράψει ο παράξενος φίλος μας πώς έμοιαζε η κακιά μάγισσα! Θα τη ζωγραφίσουμε και θα κάνουμε αναζήτηση στο google να δούμε αν θα τη βρει! Να δούμε επιτέλους τί άνθρωπος είναι αυτός που θέλει να προκαλεί τόσο κακό! Και ίσως βρούμε και στοιχεία: Πού μένει, το όνομά της, τί δουλειά κάνει κλπ.
Αλλά στην αναζήτηση δε βρήκαν καμία θετική απάντηση… Τα παιδιά παρέμειναν σκεπτικά…
– Ά! Μπορώ να τη ζωγραφίσω. Έχω φέρει μπογιές και μπλοκ ζωγραφικής! Είπε η Γεωργία.
– Τέλεια! Να τη ζωγραφίσεις πολλές φορές, να χωριστούμε σε ομάδες και να γυρνάμε έξω να ρωτάμε αν την γνωρίζει ή την έχει δει κάποιος! Είπε η Αλεξάνδρα!
Πριν προλάβουν να πουν σκουλικομυρμιγκότρυπα, ακούστηκε ένα σατανικό γέλιο από τον ουρανό!!
– Αχαχαχαχαχαχεχεχεχχχοοοχιιιι καλώς τον κι ας άργησες είπε η μάγισσα κοιτώντας κατάματα τον περίεργο φίλο των παιδιών, ενθουσιασμένη που συνάντησε αυτόν που έψαχνε. Ε λοιπόν εσύ ψάχνεις εμένα κι εγώ εσένα έτσι δεν είναι; Και με δυο τρεις ελιγμούς προσγειώθηκε με το μαγικό της σκουπόξυλο κοντά στο αγόρι που ήταν κατά τρομαγμένο από τον φόβο του. Θα σου προτείνω κάτι και αν το δεχτείς όλα θα τελειώσουν εδώ… είπε με αποφασιστικότητα.
– Θα συνεχίσεις να ταξιδεύεις… Θα γυρίσεις όλο τον κόσμο! Να συνεχίσεις αυτό που άφησες στη μέση! Κι εγώ θα σου χαρίσω πλούτη, ευτυχία και χαρά! Και φυσικά την παλιά σου ζωή πίσω!
Το μικρό αγόρι κοντοστάθηκε…Ήταν φοβισμένο… αλλά δεν ήθελε να κάνει αυτό που του πρότεινε η κακιά μάγισσα.
– Και αν αρνηθώ;
– Δεν μπορείς να αρνηθείς! Δε θέλεις να θυμηθείς ποιος είσαι; Δε θέλεις να επιστρέψεις στην οικογένειά σου;
– Η οικογένειά του είμαστε εμείς τώρα! είπε η ομάδα Σκούμπι Ντου με μια φωνή!
– ΔΕ ΘΕΛΩ να συνεχίσω αυτό το ταξίδι. Δε θέλω να σκορπάω άλλο κακό… συνέχισε το μικρό αγόρι.
– Είμαστε όλοι εδώ! Για να σε βοηθήσουμε! Φώναξαν οι γενναίοι Ντετέκτιβ.
– Ποια είσαι εσύ η τόσο κακιασμένη που σκορπάς παντού δυστυχία; Ρώτησε η Ιωάννα.
– Δε θα το μάθετε ποτέ! Ούτε τον φίλο σας τον Θεόφιλο θα μάθετε πού τον έχω! Και με δυο τρεις ελιγμούς εξαφανίστηκε από μπροστά τους.
– Παιδιά πρόλαβα και την έβγαλα πολλές φωτογραφίες με τη φωτογραφική μηχανή μου, είπε ο Ηλίας.
– Πρέπει να βρούμε τον Θεόφιλο και να σώσουμε τον κόσμο!!! είπε ο Βασίλης.
– Τώρα είναι η ώρα να συνεργαστούμε περισσότερο από κάθε φορά. Ας πάρουμε δυο βαθιές ανάσες, να ηρεμήσει το μυαλό μας. Ας κάνουμε τρεις ανάποδες τούμπες, να πάρουμε ενέργεια. Ας γελάσουμε δυνατά, γαργαλιστά, γιατί το γέλιο φοβίζει τη μάγισσα και θα την κρατήσει μακριά μας όσο θα οργανώνουμε το σχέδιό μας.
Αυτά πρότεινε η Αλεξάνδρα κι όλη η ομάδα αφού πήρε δυο βαθιές ανάσες, έκανε τρεις υπέροχες τούμπες, ξέσπασε στο πιο δυνατό και γαργαλιστό γέλιο που ακούστηκε ως τα πέρατα της γης. Ο ήλιος έγινε πιο λαμπερός, τα σύννεφα έγιναν ροζ της χαράς κι όλα τα πλάσματα της φύσης από το μικρό χαμομήλι ως τον τεράστιο ελέφαντα έστησαν αυτί να ακούσουν το σχέδιο των Ντετέκτιβ. Έτοιμα να βοηθήσουν, χωρίς κανένας να τους το ζητήσει γιατί απλά αυτό ήταν το σωστό.
Οι Ντετέκτιβ Σκούμπι Ντου, άνοιξαν τους σάκους τους κι έβγαλαν όλα όσα είχαν μέσα. Έστρωσαν ένα τεράστιο λευκό χαρτί πάνω στο καταπράσινο χορτάρι και άρχισαν να σχεδιάζουν. Ο χρόνος σταμάτησε κι έγινε σύμμαχός τους. Όλα τα ρολόγια του κόσμου σταμάτησαν κι οι άνθρωποι έμειναν σαν αγάλματα. Μόνο τα παιδιά όλου του κόσμου στεκόταν μπροστά από το παράθυρο του δωματίου τους σαν κάτι να περίμεναν και τα ζώα μαζί με τα φυτά ήταν έτοιμα κι αυτά. Οι Ντετέκτιβ μας, μιλούσαν, έξυναν το κεφάλι τους πού και πού, σχεδίαζαν, έγραφαν και… ώσπου…
Ο Βασίλης με τη Δεσποινούλα και τον Ηλία, άνοιξαν τα lego. Θυμάστε αυτά που είχε στον σάκο του ένας Ντετέκτιβ όταν ξεκίνησαν το ταξίδι. Κατασκεύασαν ένα ιπτάμενο ανθρωποειδές ρομπότ.
Τον Άκη Ρομποτάκη. Του έβαλαν κινητήρες, αισθητήρες και τον προγραμμάτισαν. Ο Άκης πέταξε ψηλά και ήταν τα μάτια και τα αυτιά της ομάδας τους. Πέρασε πόλεις και χωριά ώσπου… βρήκε ένα στοιχείο. Έναν τόσο δα δεινόσαυρο που είχε πέσει από τον σάκο του Θεόφιλου. Χαμήλωσε λίγο ακόμη, πάτησε το κουμπί που του είχαν βάλει τα παιδιά κάτω από τον αγκώνα του αριστερού χεριού, έγινε αόρατος, πλησίασε σιγά σιγά και… βρήκε τον Θεόφιλο καθισμένο μέσα σε μια σπηλιά που τη φυλούσαν δύο άγρια σκυλιά. Μα ο Θεόφιλος δεν καθόταν με σταυρωμένα χέρια, είχε τους δεινόσαυρούς του και ετοίμαζε τον στρατό του για να αντιμετωπίσει τα σκυλιά που φυλούσαν την είσοδο της σπηλιάς. Αμέσως ο Άκης έστειλε σήμα στην ομάδα του, έστειλε και σχέδιο με την πορεία που θα έπρεπε να ακολουθήσουν κι αφού τους είπε τα καλά νέα, ζήτησε τη βοήθειά τους. Όπως μαντεύτε, η ομάδα των Ντετέκτιβ, έφτασε αμέσως στη σπηλιά. Μαζί με τις αμαζόνες και τα χελωνονιτζάκια, που είχαν βάλει στα σακίδιά τους. Ένωσαν τις δυνάμεις τους, βοήθησαν και οι δεινόσαυροι για να πούμε την αλήθεια και ο Θεόφιλος ήταν πια ελεύθερος.
Η Ιωάννα με τη Δέσποινα, φώναξαν όλα τα πουλιά του κόσμου και τους έδωσαν τις φωτογραφίες της μάγισσας. Αυτές που είχε βγάλει ο Ηλίας. Είπαν κάτι μυστικό στο αυτί των πουλιών κι αυτά κρατώντας με προσοχή στο ράμφος τους τις φωτογραφίες έφτασαν ως τα πέρατα της γης και τις έδωσαν σε όλα τα παιδιά, που περίμεναν στο παράθυρο των δωματίων τους. Όλοι γνώριζαν τώρα πιο ήταν το πρόσωπο της Μάγισσας που έφερε το κακό. Κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Όλοι μαζί θα μπορούσαν να τη βρουν σίγουρα.
Η Αλεξάνδρα με τη Γεωργία είχαν μπροστά τους ένα σωρό μικρά μπουκαλάκια, μολύβια, χαρτιά, ένα tablet, κάτι περίεργους σωλήνες και κάτι ανακάτευαν και κάτι ψιθύριζαν ώσπου…
Ώσπου μαζεύτηκαν όλοι μαζί οι Ντετέκτιβ. Αυτή ήταν η δύναμή τους. Μια δύναμη μοναδική! Και…να σου και η μάγισσα, την είχαν ξετρυπώσει τα παιδιά όλου του κόσμου στο υπόγειο ενός σκοτεινού παλατιού που ο ήλιος δεν το έβλεπε γιατί ήταν σκεπασμένο με μαύρα σύννεφα. Να την ήταν εκεί μπροστά τους. Να φωνάζει με την τσιριχτή φωνή της και να απειλεί όλο κακία και θυμό. Να σκορπίζει τον φόβο και τον φόβο και τον φόβο πάλι. Τότε η Αλεξάνδρα με τη Γεωργία, αντάλλαξαν μια ματιά όλο νόημα, κούνησαν το κεφάλι τους και… ψέκασαν τη μάγισσα με το υγρό από ένα τόσο δα μπουκαλάκι που το είχαν φτιάξει με πολύ κόπο και πολύ, πολύ διάβασμα. Η Μάγισσα άρχισε να χάνει τη φωνή της, να μικραίνει, να μικραίνει ώσπου χάθηκε. Γύρισαν όλοι και κοίταξαν τον μικρό περίεργο φίλο τους. Αυτόν με τα παράξενα ρούχα και τα παπούτσια που έμοιαζαν με παγωτό χωνάκι. Αυτόν που κρατούσε την κόκκινη κορδέλα, την Κορονοκοκκινιά. Το χαμόγελο άνθισε στα χείλη τους. Ο παράξενος φίλος τους χαμογελαστός, ευτυχισμένος, χαρούμενος και ελεύθερος, φορούσε στο κεφάλι του μια… ολόλευκη κορόνα με βιολετί ανθάκια. Η Κορονοκοκκινιά είχε εξαφανιστεί μαζί με τη Μάγισσα. Ο πολύχρωμος δράκος του καλού πετούσε πάνω στον καταγάλανο ουρανό κι από το στόμα του έβγαιναν καρδούλες και χρωματιστές τσιχλόφουσκες. Ο χρόνος άρχισε να κυλάει και οι άνθρωποι ξύπνησαν από τον παράξενο ύπνο τους με ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη τους.
Οι Ντετέκτιβ Σκούμπι Ντου έβαλαν τα πράγματά τους στους σάκους τους, πήραν μαζί τους τον Άκη Ρομποτάκη και άρχισαν να γελάνε. Δυνατά, πιο δυνατά, γαργαλιστά, πιο γαργαλιστά και μαζί τους γελούσε όλη η ΓΗ, όλα τα πλάσματα της γης από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο. Ααααα κι αν έχετε κι εσείς να λύσετε κάποιο μυστήριο ή αν ο πλανήτης γη χρειάζεται βοήθεια, τότε… βήξτε τρεις φορές, πιάστε με το δεξί σας χέρι το αριστερό αυτί, κάντε δυο στροφές γύρω από τον εαυτό σας και γελάστε, γελάστε πολύ δυνατά και πού ξέρετε; Μπορεί οι Ντετέκτιβ Σκούμπι Ντου να έρθουν γρήγορα σαν τον άνεμο πάνω σε ένα βιολετί σύννεφο.
Συγγραφική ομάδα – Εικονογράφοι:
Ρούμπας Βασίλης – Ντετέκτιβ Β΄Δημοτικού
Κοράφτσα Αλεξάνδρα – Ντετέκτιβ Β΄Δημοτικού
Βλάχου Γεωργία – Ντετέκτιβ Β΄Δημοτικού
Παπαντωνίου Θεόφιλος – Ντετέκτιβ Β΄Δημοτικού
Παπαντωνίου Ραφαηλία – Ντετέκτιβ ΣΤ΄Δημοτικού
Παπαντωνίου Χρήστος – Ντετέκτιβ Δ΄ Δημοτικού
Βασιλείου Ηλίας – Ντετέκτιβ Β΄Δημοτικού
Τζούφα Δέσποινα – Ντετέκτιβ Β΄Δημοτικού
Γούλα Μαρία – Ντετέκτιβ Δασκάλα της Β΄Δημοτικού
Μαμάδες των Ντεντέκτιβ και μέλη της συγγραφικής ομάδας:
Τζιμίκα Λουίζα
Ζανοϊτσίδου Σοφία
Ματσιγγάρη Ευθυμία
Αγιασμάτη Μαριάνθη
Αθανασιάδου Γωγώ
Ιωαννίδου Πετρούλα
Εξώφυλλο – οπισθόφυλλο: Αγιασμάτη Μαριάνθη
Οι συγγραφείς
Βασίλειος Ρούμπας: Γεια σας με λένε Βασίλη! Μου αρέσει να παίζω μπάλα! Τα αγαπημένα μου φαγητά είναι τα μακαρόνια με κιμά και σάλτσα, τα burger με μπιφτέκι και μαγική κέτσαπ που μου δίνει ενέργεια και με κάνει Σούπερ ήρωα! Μου αρέσει το ποδόσφαιρο ειδικά όταν έχω φάει μαγική κέτσαπ και βάζω γκολ αφού κάνω κωλοτούμπα στον αέρα! Επίσης μου αρέσει να παίζω με το κινητό το οποίο εξαφανίστηκε! Ελπίζω με τους φίλους μου τους Σκούμπι Ντου να λύσουμε το μυστήριο εξαφάνισης του κινητού μου! Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω ποδοσφαιριστής!
Αλεξάνδρα Κοράφτσα: Είμαι το κορίτσι με τα μαγικά αυτιά και μου αρέσει να ζωγραφίζω παράξενα πράγματα. Επίσης μου αρέσει να παίζω τζάμαρο με τους φίλους μου και με τον αδερφό μου τον Νίκο. Το αγαπημένο μου φαγητό είναι η φακή! ΑΧ!!! Φακή πόσο νόστιμη είσαι!!! Την μαμά μου την λένε Σοφία και μας κάνει πεντανόστιμα γλυκά.
Γεωργία Βλάχου: Είμαι η Γεωργία η Βλάχου, όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω παιδίατρος ή οδοντίατρος, μου αρέσει πάρα πολύ το περπάτημα στο βουνό. Το αγαπημένο μου φαγητό είναι το αρνί με πατάτες φούρνου και τα μανιτάρια γεμιστά με Φιλαδέλφεια, τυρί και ντομάτα. Το αγαπημένο μου παιχνίδι είναι η νενούκο.
Παπαντωνίου Θεόφιλος: Με λένε Θεόφιλο είμαι 7χρονων. Παω Β’ τάξη στο Δημοτικό σχολείο. Μένω στην Αναρράχη. Αγαπώ πολύ τους δεινόσαυρους. Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω αστυνόμος και να φτιάξω μια ομάδα σαν τους Σκούμπι Ντου.
Παπαντωνίου Ραφαηλία: Είμαι η Ραφαηλία. Αδελφή του Θεόφιλου και πάω στην Στ’ Δημοτικού. Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω γιατρός.
Παπαντωνίου Χρήστος: Είμαι ο Χρήστος αδελφός του Θεόφιλου. Είμαι 10 χρονών μου αρέσει η μπάλα και η ζωγραφική. Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω ποδοσφαιριστής… για αυτό μαλώνω συνεχώς με τη μαμά μου. Ξέρετε οι μεγάλοι δεν μπορούν να μας καταλάβουν. Ίσως φταίει ότι λόγο καραντίνας προπονούμαι πλέον μέσα στο σπίτι…
Ηλίας Βασιλείου: Γειά σας με λένε Ηλία Βασιλείου. Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω δάσκαλος καράτε. Το αγαπημένο μου παιχνίδι είναι να παίζω ποδόσφαιρο. Το αγαπημένο μου φαγητό είναι πατάτες με κοτόπουλο. Το παιδικό που μου αρέσει είναι τα χελωνονιντζάκια.
Τζούφα Δέσποινα: Είμαι η Δέσποινα Τζούφα και μου αρέσουν τα ζωάκια θα γίνω κτηνίατρος. Μου αρέσουν τα μακαρόνια με σουτζουκάκια της γιαγιάς Ματίνας αγαπώ την κυρία με την μαγική μύτη γιατί αγαπάει τους Σκούμπι Ντου που αγαπούν τις περιπέτειες. Α! και φυσικά μου αρέσουν οι κούκλες.
Μαρία Γούλα: Είμαι η δασκάλα με τη μαγική μύτη, λατρεύω τους απίθανους Ντετέκτιβ και το αγαπημένο μου φαγητό είναι φεγγαρόσκονη με γύρη μαργαρίτας.
Λουίζα Τζιμίκα: Είμαι η Λουίζα. Η μαμά του Βασίλη!!! Ενός από τους ήρωες της ομάδας Σκούμπι Ντου!!! Είμαι περήφανη για τα μαγικά παιδιά μας και την δασκάλα τους με τη μαγική μύτη!!!Δε θέλω να τελειώσει η καραντίνα γιατί όσο οι Σκούμπι Ντου «Μένουνε Σπίτι» δεν αγχωνόμαστε για τις καινούριες τους περιπέτειες! ΣΣΣΣΣΣΣΣΣσσσσσσς και θα σας δώσω και ένα στοιχείο: Το κινητό του Βασίλη εξαφανίστηκε ένα βράδυ που είχε αποκοιμηθεί… Κάτι από «Νι» το άρπαξε και ζήτησε κανόνες!
Αθανασιάδου Γωγώ: Είμαι η Γωγώ Αθανασιάδου μαμά της Σκούμπι Ντου Ντετέκτιβ Δέσποινας και είμαι φανατική θαυμάστριά τους. Είμαι περήφανη γι΄ αυτούς.