Το παρακάτω παραμύθι συμμετείχε στον διαγωνισμό συγγραφής παραμυθιού που συνδιοργανώσαμε «Οι Παραμυθάδες» και η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός» με την υποστήριξη του Δήμου Καβάλας.
Διακρίθηκε με το πρώτο βραβείο στην κατηγορία Συλλογικών Παραμυθιών, δηλαδή παραμύθια που γράφτηκαν συνεργατικά από δύο ή και περισσότερα άτομα. Γράφτηκε από τις: Αθηνά και Αγάθη Σολωμού και Μαργαρίτα Αναστασίου! Οι δύο ζωγραφιές του παραμυθιού είναι της Αθηνάς και Αγάθης Σολωμού.
(Για να δείτε την μετάδοση των αποτελεσμάτων πατήστε εδώ)
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του παραμυθιού ή και μέρος αυτού και η όποια χρήση ή εκμετάλευσή του χωρίς την έγκριση του/των δημιουργού/ών.
«Το μυστήριο του παράξενου σπιτιού»
Μια φορά κι έναν καιρό, γύρω στην Άνοιξη του 2020, στην οδό Επιστήμης – μια όμορφη γειτονιά του χρυσοπράσινου Νησιού – ζούσε μια παρέα πέντε παιδιών. Ο Λουκ, από την Αργεντινή, έμενε στον αριθμό τρία μαζί με τους γονείς του και τη νεογέννητη αδελφή του, την Ντιάκα. Η Σάρα, από τη Συρία, κατοικούσε στον αριθμό οκτώ με τη μητέρα της. Η Αθήγκω και ο Κούλε, από τη Νορβηγία, έμεναν σε ένα παλιό αρχοντικό στον αριθμό δεκατέσσερα με τους γονείς τους, δύο οικόπεδα πιο πέρα από το σπίτι της Αγνής, η οποία μετακόμισε από την Κρήτη για να εργαστούν οι γονείς της που είναι γιατροί. Τα πέντε παιδιά – ο Λουκ, η Σάρα, η Αθήγκω, ο Κούλε και η Αγνή – πήγαιναν στο ίδιο σχολείο. Ξεκινούσε ο καθένας με το αυτοκίνητο – εκτός από τη Σάρα που πήγαινε με τα πόδια γιατί η μανούλα της δεν είχε αυτοκίνητο – έφτανε στο σχολείο, έκανε τα μαθήματά του κι επέστρεφε, χωρίς να γνωρίζει ότι κάποιοι συμμαθητές του έμεναν στη γειτονιά του. Μόνο η Αθήγκω και ο Κούλε πήγαιναν στην ίδια τάξη, μιας και ήταν δίδυμοι.
Τα δύο αυτά αδέλφια, που πήγαιναν στην τρίτη τάξη, απολάμβαναν τις ηλιόλουστες μέρες του Νησιού, μιας και στη χώρα τους ο ήλιος πιο πολύ παίζει κρυφτούλι παρά τους χαιρετά. Έκαναν καθημερινές βόλτες στη γειτονιά. Κοντοστέκονταν πάντα στην αρχή του δρόμου, στον αριθμό ένα, έξω από το «βουβό σπίτι», όπως το έλεγαν. Ήταν ένα αναπαλαιωμένο σπίτι με στέγη, χωμάτινη αυλή χωρίς χόρτα και λουλούδια, αλλά με πολλά πυκνά δέντρα γύρω γύρω. Το μόνο που μπορούσαν να δουν ήταν η κόκκινη στέγη, αφού τα δέντρα ήταν τόσο ψηλά και πυκνά, που τους εμπόδιζαν τη θέα. Την άδεια χωμάτινη αυλή την έβλεπαν μόνο όταν έκαναν πέρα τα μεγάλα κλαδιά των δέντρων με τα χεράκια τους ανοίγοντας μικρές χαραμάδες, ελπίζοντας να ακούσουν έστω κάτι που θα πρόδιδε την ταυτότητα του σπιτιού. Ακόμα, όμως, και αν άνοιγαν μέγαλες χαραμάδες, ακόμα κι αν τέντωναν τ’ αυτιά τους, δεν άκουγαν ούτε ανθρώπινη, ούτε πουλιού φωνή. Αυτός είναι ο λόγος που το ονόμασαν «βουβό σπίτι».
Ο Λουκ πήγαινε στην έκτη τάξη και ήθελε, όταν μέγαλωσει, να γίνει επιστήμονας. Σύχναζε κι αυτός στον αριθμό ένα, στο «μυστήριο σπίτι», όπως το έλεγε. Του τράβηξε την προσοχή μια μέρα καθώς περπατούσε για να πάει στο μάθημα ποδοσφαίρου. Από εκείνη τη μέρα πάσχιζε να μάθει την ταυτότητα του σπιτιού αυτού πετώντας το ντρόουν που του είχε φέρει ο άγιος Βασίλης. Εκείνη την Άνοιξη, μαλιστα, είχε πεισμώσει πιο πολύ, αφού ειχε περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Τα σχολεία έκλεισαν παράκαιρα και ξαφνικά για τρεις μέρες, μα τελικά άργησαν πολύ ν’ ανοίξουν. Εκείνο τον καιρό θέριζε τον κόσμο ένας παράξενος, κακός ιός με κορώνα. Ο Λουκ, που παρακολουθούσε τις ειδήσεις, άκουσε πως οι επιστήμονες τον βάφτισαν κορωνοϊό. Πετούσε, λοιπόν, το ντρόουν του καθημερινά προσπαθώντας να ανιχνεύσει κάποια κίνηση. Ούτε ανθρώπινη, όμως, ούτε πουλιού κίνηση ανίχνευε. Μέχρι που μια μέρα, ενώ ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο σπίτι του – αφού ο ουρανός είχε γεμίσει αστραπές – εντόπισε μια κουρτίνα να ανοίγει τη στιγμή κατά την οποία ξεσπούσε η καταιγίδα που τον ανάγκασε να φύγει, χωρίς να προλάβει να δει ποιος την άνοιξε. Κι επειδή είχε ακούσει στις ειδήσεις ότι η καταιγίδα θα έφευγε σε δύο μέρες γυρω στις δέκα το πρωί, φεύγοντας φώναξε: «ραντεβού μεθαύριο στις έεεεεεεντεκαααααααα». Όταν έφτασε στο σπίτι του, άρχισε να σκέφτεται πώς θα μπορούσε να κάνει την κουρτίνα ν’ ανοίξει ξανά.
Για τη Σάρα, πέρασαν κιόλας τρία χρόνια από τότε που ήρθε στο Νησί και πήγαινε ήδη στην πέμπτη τάξη του δημοτικού. Τα Ελληνικά της ήταν πολύ καλύτερα, αλλά οι φίλοι της ελάχιστοι και αυτοί μόνο στο σχολείο. Μοναδική της συντροφιά τα απογεύματα, ήταν το «μοναχικό σπίτι» όπως το έλεγε. Καθόταν στο πεζοδρόμιο, μπροστά από τα πυκνά δέντρα κι ένιωθε ότι δεν ήταν η μόνη που δεν είχε φίλους. Σκεφτόταν ότι αυτό το σπίτι ούτε τα πουλάκια δεν το είχαν φίλο. Εκείνες τις μέρες, που ο κορωνοϊός έκλεισε τα σχολεία, το επισκεπτόταν και τα πρωινά γύρω στις έντεκα. Αν και ξυπνούσε αρκετά νωρίς, ωστόσο έπρεπε να μαγειρέψει. Η μανούλα της, που φρόντιζε πάντα για το φαγητό τους, δούλευε από τα χαράματα μέχρι το βράδυ, αφού καθάριζε ένα νοσοκομείο κι εκείνες τις μέρες οι ανάγκες ήταν πολλές.
Η Αγνή, που ήταν δέκα χρονών και πήγαινε στην τετάρτη τάξη του δημοτικού, ήρθε στο Νησί αυτό πριν από έναν χρόνο. Ούτε αυτή είχε πολλούς φίλους, αφού δεν μπορούσε να βγαίνει συχνά έξω από το σπίτι. Δεν ήταν ότι δεν ήθελε, απλά οι γονείς της ήταν γιατροί και έλειπαν από το σπίτι πολλές ώρες. Την άφηναν με μια δασκάλα που εμπιστεύονταν, την κυρία Δέσποινα. Aλλά την παρακάλεσαν να την κρατά μόνο στο σπίτι. Πήγαινε βόλτα μόνο με τους γονείς της στο βουνό ή στη θάλασσα, όταν είχαν ευκαιρία.
Εδώ και λίγο καιρό της ανακοίνωσαν ότι, στο νοσοκομείο που εργάζονται, καθαρίζει η μητέρα ενός κοριτσιού από τη γειτονιά τους. Της εξήγησαν ότι ήταν μια πολύ καλή κυρία από τη Συρία και της υποσχέθηκαν ότι θα τις καλούσαν στο σπίτι τους για να γνωριστούν και να παίξουν. Η Αγνή ανυπομονούσε γι’ αυτή τη συνάντηση, αλλά ταυτόχρονα αγωνιούσε αν θα έκανε καλή εντύπωση στο κορίτσι και αν θα του άρεσαν τα παιχνίδια της. Στο μεταξύ, όμως, τους πρόλαβε ο κορωνοϊός και ούτε οι γονείς της έμπαιναν πια σπίτι, ούτε η μητέρα του κοριτσιού. Η θέληση της Αγνής για βόλτα, από την άλλη, μεγάλωνε αφού τα σχολεία έκλεισαν. Γι’ αυτό οι γονείς της φρόντισαν να επισπεύσουν αυτή τη συνάντηση. Ένα πρωί, λοιπόν, τη φώναξε η κυρία Δέσποινα και της είπε:
- Αγνή μου, με πήρε τηλέφωνο ο μπαμπάς σου και μου είπε ότι γύρω στις 10:00 θα πάμε στο σπίτι της Σάρας για να τη φέρουμε εδώ να παίξετε. Έτσι λέγεται το κοριτσάκι που σου υποσχέθηκε ο μπαμπάς ότι θα γνωρίσεις. Είναι συνεννοημένος με τη μαμά της.
- Γιούπι!!!!!!!, ξεφώνησε η Αγνή. Σήμερα στις δέκα;
– Ναι Αγνή μου.
– Αν και δε βγήκε ο ήλιος, ευτυχώς σταμάτησαν οι βροχές. Τρέχω να ετοιμαστώ!
Κι άρχισε τότε ένα τρελό πήγαινε-έλα και μια βροχή από ερωτήσεις.
– Σίγουρα είναι καλά τα ρούχα πoυ φόρεσα;… Σίγουρα είναι όμορφα τα λουλούδια που έκοψα από τον κήπο;… Σίγουρα θα της αρέσουν τα παιχνίδια μου;… Σίγουρα θα είναι έτοιμα τα τυροπιτάκια μέχρι να ξεκινήσουμε;… Να βάλω καινούρια πετσέτα στο μπάνιο;… Αργούν οι δέκα;
– Όχι, Αγνή μου, τώρα ακριβώς είναι δέκα.
Όταν έφτασαν στο μικρό σπίτι στον αριθμό οκτώ, είδαν ένα γλυκό, μελαμψό κορίτσι να τις περιμένει μπροστά από την ανοιχτή πόρτα κρατώντας ένα πλαστικό πιάτο με σοκολατάκια.
- Εγώ έφτιαξα αυτά σοκολατάκια, τους είπε. Ελπίζω να αρέσουν εσάς!
Τα δυο κορίτσια έμειναν να κοιτάζονται σιωπηλά.
– Φαίνονται υπέροχα, Σάρα μου, σίγουρα θα μας αρέσουν. Εγώ είμαι η Δέσποινα και αυτή είναι η Αγνή. Πιστεύω ότι θα γίνετε καλές φίλες. Είσαι έτοιμη να πάμε;
– Γεια σας κυρία Δεσποινα, γεια σου Αγνή! Κλείνω πόρτα και έρχομαι.
Σε τρία λεπτά ήταν στον δρόμο για το σπίτι της Αγνής.
Λίγο πριν τις έντεκα τα δύο κορίτσια βγήκαν από το δωμάτιο της Αγνής.
– Καλώς τες, είπε η κυρία Δέσποινα. Θα έχετε πεινάσει μετά από τόσο παιχνίδι! Ελάτε, έχω στρώσει το τραπέζι με ζεστά ελληνικά τυροπιτάκια και με τα σοκολατάκια της Σάρας.
– Αυτά σοκολατάκια έχει γάλα καρύδας. Κάναμε με γιαγιά μου, όταν εγώ Συρία, είπε η Σάρα.
– Κυρία Δέσποινα, μπορώ – όταν φάμε – να πάω με τη Σάρα μέχρι την άκρη του δρόμου για να μου δείξει το αγαπημένο της μέρος στη γειτονιά; ρώτησε η Αγνή.
– Καθίστε να κεραστείτε μέχρι εγώ να πάρω τους γονείς σου για να πάρουμε άδεια.
Τα παραδοσιακά εδέσματα άρεσαν πολύ στα κορίτσια. Τα έτρωγαν, όμως, με μεγάλη αγωνία για το αν θα τους επέτρεπαν να πάνε.
– Αγνή μου, ο μπαμπάς σου ήταν επιφυλακτικός, γιατί τώρα με αυτόν τον κακό ιό δεν πρέπει να συναναστρεφόμαστε με κόσμο. Μίλησε, όμως, με τη μητέρα της Σάρας και του εξήγησε ότι εκεί που θα πάτε δεν έχει κόσμο γι’ αυτό μπορείτε να πάτε για λίγη ώρα.
– Γιούπιιιιιιιι!!!!!!!, είπαν τα δύο κορίτσια με μια φωνή.
Πλησιάζοντας στο σπίτι, είδαν ένα αγόρι με ένα τηλεχειριστήριο να στέκεται στο πεζοδρόμιο.
– Αν εγώ μόνη μου, σίγουρα έφευγα, είπε η Σάρα. Ντρέπομαι. Τώρα, όμως, έχω εσύ και νιώθω καλά…
Ο Λουκ ήταν πολύ απορροφημένος με την προσπάθεια να ανακαλύψει ίχνη ζωής στο «μυστήριο σπίτι» και δεν τις είδε που πλησίαζαν. Άκουσε τα βήματά τους στα ξεραμένα χόρτα στην άκρη του δρόμου. Γύρισε απότομα και είδε τις δύο φίλες να πλησιάζουν. Σάστισε στην αρχή, αλλά δεν προλάβαινε να απομακρυνθεί. Ήταν και αυτός διστακτικός στις νέες γνωριμίες, αλλά τα κορίτσια αυτά του φάνηκαν γλυκά. Χαμογέλασε και τα κορίτσια ανταπέδωσαν το χαμόγελο. Ακολούθησαν λίγα δευτερόλεπτα αμήχανης σιωπής, την οποία έσπασε η φωνή της Αγνής:
– Γεια! Είμαι η Αγνή και αυτή είναι η Σάρα, η καινούρια μου φίλη. Μένουμε σε αυτό τον δρόμο. Εσένα πώς σε λένε; Μένεις κι εσύ εδώ κοντά;
– Γεια σας Αγνή και Σάρα! Εγώ είμαι ο Λουκ. Γεννήθηκα στην Αργεντινή, αλλά μένω κι εγώ σε αυτόν τον δρόμο από τον καιρό που ήμουν δύο χρονών. Εσείς; Γεννηθήκατε στο Νησί;
– Όχι, είπε η Αγνή. Εγώ γεννήθηκα σε ένα άλλο νησί, την Κρήτη και ήρθα εδώ πριν έναν χρόνο.
– Εγώ γεννήθηκα Συρία, είπε με σιγανή φωνή η Σάρα. Ήρθα Νησί πριν τρία χρόνια με μαμά μου. Μπαμπάς μου έμεινε εκεί. Έχει πόλεμο. Δουλεύει και προσέχει σπίτι μας.
– Α!!! Θυμήθηκα τώρα! Σας έχω ξαναδεί στην αυλή του σχολείου. Πού να ήξερα, όμως, ότι μένουμε στην ίδια γειτονιά; Θα ήθελα να σας δώσω το χέρι μου να γνωριστούμε καλύτερα, αλλά δε μας επιτρέπουν πια τις χειραψίες. Κρίμα! Λυπάμαι, αλλά ώσπου υποφέρουν κάποιοι άνθρωποι, πρέπει κι εμείς να βοηθήσουμε με τον τρόπο μας. Ακούσατε στις ειδήσεις γι’ αυτό τον κακό ιό;
– Ναι, ναι ξέρουμε καλά για τον κορωνοϊό. Οι γονείς μας εργάζονται στο ίδιο νοσοκομείο.
– Μαμά μου καθαρίζει και μαμά και μπαμπάς Αγνής γιατροί.
– Αλήθεια; Ε, τότε θα ξέρετε πολλά πράγματα! Δεν μου είπατε, όμως, για πού το βάλατε; Πηγαίνετε βόλτα;
– Αγνή δεν ήξερε αυτό σπίτι. Εγώ αγαπώ πολύ αυτό σπίτι γιατί είναι μόνο σαν εγώ. Εγώ όχι φίλους. Σήμερα πολλούς φίλους! Εγώ έφερα εδώ Αγνή για να δείξω «μοναχικό σπίτι». Έτσι λέω εγώ αυτό σπίτι.
– Α! Ενδιαφέρον! Εγώ το λέω «μυστήριο σπίτι»! Για πες μου Σάρα, είδες ποτέ κανένα άνθρωπο να κινείται μέσα στο σπίτι ή στην αυλή;
– Όχι, ποτέ δεν είδα άνθρωπο! Ούτε είδα πουλιά. Εσύ;
– Ούτε κι εγώ. Γι’ αυτό πετώ το ντρόουν που μου έφερε ο άγιος Βασίλης πάνω από το σπίτι. Προσπαθώ να λύσω το μυστήριο. Πριν δύο μέρες, την ώρα που άρχιζε η βροχή, είδα μια κουρτίνα να ανοίγει…
Κι άλλα βήματα ακούστηκαν εκείνη την ώρα στα ξεραμένα χόρτα του δρόμου. Οι τρεις φίλοι γύρισαν απότομα και είδαν δυο μικρά παιδιά να ανεβαίνουν στο πεζοδρόμιο.
– Καλώς τους! Μην ντρέπεστε! Ελάτε στην παρέα μας, είπε η Αγνή που ήταν η πιο ομιλητική από όλους. Εγώ πρώτη φορά έρχομαι εδώ κι έκανα κιόλας πολλούς φίλους! Είμαι η Αγνή και κατάγομαι από την Κρήτη. Αυτή είναι η φίλη μου η Σάρα από τη Συρία και αυτός ο φίλος μας ο Λουκ από την Αργεντινή. Πηγαίνουμε όλοι στο ίδιο σχολείο και σήμερα μάθαμε ότι μένουμε και στον ίδιο δρόμο! Δεν είναι αστείο;
– Γεια σας Αγνή, Σάρα και Λουκ! Εμείς καταγόμαστε από τη Νορβηγία, αλλά γεννηθήκαμε εδώ, στο Νησί. Ονομάζομαι Αθήγκω κι ο αδελφός μου Κούλε. Είμαστε δίδυμοι!
– Γεια! είπε με σιγανή φωνή η Σάρα. Εσείς ξέρω από σχολείο! Εσείς αρέσει αυτό σπίτι;
– Ναι, πολύ! είπε ο Κούλε. Βασικά μας αρέσει να ερχόμαστε και να προσπαθούμε να μάθουμε τι κρύβουν τα πανύψηλα δέντρα. Του δώσαμε και όνομα. Το λέμε «το βουβό σπίτι» γιατί δεν ακούσαμε ποτέ ούτε άνθρωπο, ούτε πουλί.
– Ούτε κι εμείς, είπε λυπημένος ο Λουκ, που ήλπιζε ότι θα έπαιρνε καμιά καινούρια πληροφορία. Τελικά έχουμε πάρα πολλά κοινά στοιχεία εμείς οι πέντε. Μένουμε στον ίδιο δρόμο, πηγαίνουμε στο ίδιο σχολείο, καταγόμαστε από μια άλλη χώρα, αγαπούμε να ερχόμαστε σε αυτό το σπίτι, του δώσαμε όλοι από ένα όνομα και δεν έχουμε καμιά πληροφορία γι’ αυτό!
– Αλήθεια; Δώσατε κι εσείς ονόματα στο σπίτι;
– Βεβαίως! Εγώ το λέω «το μυστήριο σπίτι» κι η Σάρα το λέει «μοναχικό».
– Εσύ Αγνή;
– Εγώ σήμερα το γνώρισα. Αλλά το αγάπησα από την πρώτη στιγμή γιατί σε αυτό γνώρισα τόσους νέους φίλους! Θα το ονομάσω, λοιπόν, «το σπίτι της φιλίας».
– Λουκ, πριν είπες πληροφορία εσύ. Μπορώ να πω σε νέους φίλους μας;
– Βεβαίως Σάρα!
– Λουκ έχει ωραίο μηχάνημα ψηλά σε ουρανό. Είδε κουρτίνα ανοίγει.
– Αλήθεια; Είδες και ποιος την άνοιξε;
– Όχι. Αυτός που την άνοιξε ξέρει καλά να κρύβεται.
– Παιδιά, παιδιά, μου ήρθε μια ιδέα, ξεφώνισε η Αγνή που ήταν σιωπηλή και σκεφτική εδώ και λίγη ώρα. Εμείς θα πρέπει να φύγουμε σε λίγο. Μόνο μισή ώρα μας επέτρεψαν να βγούμε. Σκέφτηκα, λοιπόν, να πάμε στο απέναντι χωράφι και να μαζέψουμε λίγα λουλούδια. Έχει πολλές μαργαρίτες και μερικά από αυτά τα λιλά άγρια κρίνα, που η κυρία Δέσποινα μου είπε ότι τα λεν «λαζάρους». Να πάρουμε μερικά, να φτιάξουμε μια μικρή δέσμη και να την αφήσουμε στο παράθυρο εκείνο, στο οποίο ο Λουκ είδε την κουρτίνα ν’ ανοίγει.
– Ναι, ναι! Ωραία ιδεά, είπε η Αθήγκω. Και μπορεί να γίνει και στα γρήγορα, αφού εσείς θα φύγετε. Όμως, πώς να μπούμε για να τ’ αφήσουμε στο παράθυρο;
– Ξέρω εγώ πώς θα μπούμε, απάντησε ο Λουκ. Είδα ένα στενό κάγκελο στο πίσω μέρος του σπιτιού. Είναι κλειδαμπαρωμένο αλλά είναι χαμηλό. Θα πηδήξω από πάνω και θα αφήσω τα λουλούδια στο παράθυρο και θα φύγω γρήγορα-γρήγορα.
Το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή και τα παιδιά χαιρετίστηκαν δίνoντας ραντεβού για την επόμενη μέρα στις έντεκα.
Αυτή τη φορά πήδηξε ο Κούλε από το κάγκελο και πήγε να δει αν τα λουλούδια τους ήταν ακόμα εκεί ή έστω σκορπισμένα από τον άνεμο μες στην άδεια αυλή. Επέστρεψε σε λίγα δευτερόπλεπτα κρατώντας έναν φάκελο. Τον βρήκε στο πεζούλι του παραθύρου στερεωμένο με μια πετρούλα. Τον έδωσε στον Λουκ που ήταν ο πιο μεγάλος. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη του. Άνοιξε με ανυπομονησία τον φάκελο. Είχε μέσα ένα σημείωμα και έναν δεύτερο μικρό φάκελο που έγραφε πάνω:
«διαβάστε πρώτα το σημείωμα»
Ακολουθώντας την οδηγία του άγνωστου κατοίκου του σπιτιού, ο Λουκ άρχισε να διαβάζει με προσοχή το σημείωμα:
«Αγαπητά μου παιδιά,
σας βλέπω που έρχεστε στο σπίτι μου. Εσείς δε με βλέπετε. Όμως, με λίγα λουλούδια μου δείξατε πως με αγαπάτε. Θέλω να σας ανοίξω την πόρτα μου να μπείτε στο σπιτικό μου. Αλλά έχουμε δύο εμπόδια. Το πρώτο είναι ο κορωνοϊός. Δεν επιτρέπεται να είμαστε τόσοι άνθρωποι σε τόσο μικρό κλειστό χώρο. Μπορούμε να ξεπεράσουμε το πρώτο εμπόδιο, αν συναντηθούμε στην αυλή.
Το δεύτερο εμπόδιο είναι πιο μεγάλο και αυτό είμαι εγώ. Έχω να δω κόσμο πολύ καιρό. Δε με καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Έχει χρόνια να νιώσω την ανάγκη να περιποιηθώ τον εαυτό μου. Στον φάκελο έβαλα μια φωτογραφία μου. Αν με φοβάστε, μπορείτε να έρχεστε εδώ όποτε θέλετε και να παίζετε χωρίς να σας ενοχλώ.
Με αγάπη,
ο μυστήριος, βουβός, μοναχικός φίλος σας»
Τα παιδιά έμειναν με ανοικτό στόμα. Ήξερε όλα τα ονόματα που έδωσαν στο σπίτι. Έμενε τώρα ν’ ανοίξουν τον μικρό φάκελο.
– Να τον ανοίξω; ρώτησε ο Λουκ.
– Ναι, ναι, ναι… φώναξαν τα παιδιά.
Η φωτογραφία είχε πάνω έναν κύριο με γερασμένο πρόσωπο και άσπρα ατημέλητα μαλλιά σαν να έβγαινε από ανεμοστρόβιλο. Πυκνά γύρω γύρω και πολύ αραιά στο κέντρο του κεφαλιού. Τα φρύδια του ήταν κάτασπρα, μεγάλα σαν μουστάκι κι ενωμένα στο κέντρο. Τα μάτια του ήταν βαθουλωμένα ανάμεσα σε μαύρους κύκλους.
– Μου θυμίζει τον Αϊνστάιν, είπε ο Λουκ σπάζοντας τη σιωπή που επικράτησε για μερικά λεπτά.
– Και τα φρύδια του είναι σαν του Κολοκοτρώνη, είπε η Αγνή.
– Εγώ δε φοβάμαι αυτό κύριο, είπε η Σάρα.
– Λοιπόν; Ρώτησε η Αθήγκω. Να πάω να φέρω μολύβι και χαρτί να γράψουμε κι εμείς ένα γράμμα;
– Γιατί δεν του φωνάζουμε όλοι μαζί; εισηγήθηκε ο Κούλε.
Η Σάρα έδωσε το σύνθημα και όλοι μαζί φώναξαν:
«δ ε σ ε φ ο β ό μ α σ τ ε ε ε ε ε ε ε»
Και κάπως έτσι άρχισε η μεγάλη συνάντηση! Κάθισαν στην αυλή σε μικρά ξύλινα σκαμνάκια που τους έδωσε ο μυστηριώδης κύριος, ο καθένας μακριά από τον άλλο και οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Με υπομονή και βαριά βραχνή φωνή ο μυστήριος παππούς απαντούσε. Ανάμεσα σε άλλα τους είπε:
– Εγώ, παιδιά μου, γεννήθηκα σε ένα πανέμορφο χωριό της Κερύνειας, ακριβώς πάνω στο κύμα. Με βάφτισαν Ξενοφώντα, μα ούτε θυμάμαι ποια ήταν η τελευταία φορά που άκουσα το βαφτιστικό μου όνομα. Όλοι με ξέρουν Ξενή, δόκτωρ Ξενή. Ήμουν πολύ διαφορετικός από τα τρία μου αδέλφια. Δε με καταλάβαιναν και με κορόιδευαν ή με άφηναν μόνο μου ή με διάταζαν να κάνω τα θελήματά τους. Ήμουν ο πιο μικρός και ο πιο αδύνατος. Έκλαιγα πολλές φορές μόνος μου. Ο πατέρας μας δούλευε ώρες πολλές. Μόνο η μάνα μου με υπερασπιζόταν. Μα έχασα και τη μάνα και τον πατέρα μου στην εισβολή, απάνω στα εφηβικά μου χρόνια. Από τότε, έχασα τα στηρίγματά μου και την αγάπη μου για τον κόσμο. Σπούδασα χρόνια πολλά την επιστήμη και γι’ αυτό με λένε δόκτωρ Ξενή. Μα το μίσος για τον κόσμο δεν το ξεπέρασα ποτέ. Κακό εγώ δεν έκανα σε κανένα. Αλλά πάντα χαιρόμουν με τη δυστυχία των άλλων. Με τον πόνο τους εγώ γελούσα και με τη χαρά τους εγώ πονούσα. Κανείς ποτέ δε μου έφερε λουλούδια. Κι ούτε κανείς μου είπε ότι δε με φοβάται. Μονάχα εσείς… Δουλειές έκανα πολλές. Πέρασα από πολλά επιστημονικά εργαστήρια. Και τώρα … τώρα έφτιαξα το δικό μου εργαστήριο σε αυτό τον χώρο για να δουλέυω ανενόχλητος. Δεν μπορώ να σας πάρω μέσα, μα θα σας το δείξω από το παράθυρο.
Πήρε ένα τηλεχειριστήριο και άνοιξε την κουρτίνα στο παράθυρο που είχαν βάλει τα λουλούδια. Τα παιδιά πήγαιναν ένα ένα και κοίταζαν. Είχε ώρα να μιλήσουν. Η μια έκπληξη διαδεχόταν την άλλη. Μέσα από την κουρτίνα είδαν δοκιμαστικούς σωλήνες, περίεργα χρωματιστά υγρά, μπουρμπουλήθρες, μικρά και μεγάλα μεταλλικά κουτιά… Η συνάντηση θα κρατούσε πολλή ώρα ακόμη, αν δεν ακουγόταν η φωνή της κυρίας Δέσποινας:
– «Αγνήηηηηη, Σάρααααααα, πρέπει να επιστρέψετεεεεεεεεεεεε…»
Το απόγευμα εκείνης της ημέρας έκλεισαν όλα. Καταστήματα, εκκλησίες, καφετέριες… Ήταν 24 Μαρτίου 2020. Κανείς δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορήσει χωρίς ειδική άδεια. Τα παιδιά δεν μπορούσαν πια να επισκέπτονται τον παππού Ξενή. Κάθε πρωί, ωστόσο, έβρισκαν λουλούδια στα παράθυρά τους. Κι εκείνα άφηναν σημειώματα, ζωγραφιές, χρωματισμένες πετρούλες. Όλα τα μάζευε ο παππούς και τα φύλαγε σαν θησαυρό.
Μέχρι που ένα πρωί βρήκε στο παράθυρό του μια μαύρη πετρούλα. Κατάλαβε ότι κάτι κακό είχε συμβεί, αλλά δεν ήξερε τι. Το βράδυ που πέρασε ν’ αφήσει φρέσκα λουλούδια στα παιδιά, βρήκε το λουλούδι στο παράθυρο της Σάρας μισοξεραμένο. Κανείς δεν άνοιξε το παράθυρο να το πάρει. Έτρεξε σπίτι του, άναψε τον υπολογιστή του κι άρχισε να ψάχνει. Δε χρειάστηκε και πολύ για να βρει την είδηση που μαχαίρωσε την καρδιά του…
«Εντεκάχρονο κορίτσι από τη Συρία, μόνιμη κάτοικος Κύπρου προσβλήθηκε από τον ιό Covid-19 και νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Παρά το νεαρό της ηλικίας της, ο ιός την κτύπησε βαριά και δίνει μια άνιση μάχη για τη ζωή της, που κανείς δεν ξέρει ποια κατάληξη θα έχει».
Η Σάρα ήταν μόνη της στο νοσοκομείο. Δεν επιτροπόταν στη μαμά της και σε κανένα άλλο να πλησιάσει. Είδε τη μαμά της να φεύγει κλαίγοντας από κοντά της. Το θυμάται καλά αυτό. Και θυμάται και τη μαμά της Αγνής να της απλώνει το χέρι χωρίς να την αγγίζει – αν και την αγκάλιαζε με το βλέμμα της – και να της λέει: «να μην έχετε καμιά έγνοια. Θα την έχω σαν την κόρη μου. Θα μένω εδώ ακόμα και τα βράδια που δεν εργάζομαι, αν χρειαστεί. Η Αγνή μου έχει τη Σάρα σαν αδελφή της. Στο σπίτι μας έχουμε την κυρία Δέσποινα. Θα νιώθει καλύτερα αν μένω εδώ με τη φίλη της. Θα σας παίρνω τηλέφωνο να σας ενημερώνω».
Εξαντλημένη στο κρεββάτι του πόνου η Σάρα έβηχε ακατάπαυστα. Στη μύτη της είχε τα σωληνάκια του οξυγόνου και στα χεράκια της έφταναν πολλά σωληνάκια με φάρμακα. Από την κοιλίτσα της ξεκινούσαν ένα σωρό καλώδια. Βρισκόταν σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρη πότε έβλεπε στ’ αλήθεια τη μαμά της Αγνής να πηγαινοέρχεται και να την κοιτάζει και πότε κοιμόταν και την έβλεπε σε όνειρο.
Κάποια στιγμή, χωρίς να ήταν σίγουρη αν ήταν αλήθεια ή όνειρο, είδε μπροστά της τον παππού Ξενή, το ίδιο απεριποίητο, μα χαμογελαστό. Δεν μπόρεσε να ανασηκώσει το γερμένο κεφαλάκι της, όσο και να προσπάθησε. Χαμογέλασε μόνο. Όταν ξύπνησε, θυμόταν ότι την πλησίασε και άγγιξε ένα από τα σωληνάκια της και μετά, μάλλον, πρέπει ν’ αποκοιμήθηκε.
Η μαμά της Αγνής μπήκε πολλές φορές στο δωμάτιο μέχρι να ξημερώσει. Το πρωί ήρθαν κι άλλοι, πολλοί γιατροί μαζί της να την εξετάσουν.
– Πώς είσαι σήμερα κοριτσάκι μου; τη ρώτησε μια φωνή μέσα από μια διαστημική στολή.
– Σήμερα καλύτερα. Μπορώ σηκωθώ.
Έκανε μια κίνηση να σηκωθεί και έτρεξαν πάνω της γιατί νόμισαν πως είχε παραισθήσεις. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, όμως, η Σάρα ανακάθισε στο κρεββάτι και ζήτησε φαγητό. Ακολούθησε μια σειρά από εξετάσεις. Απίστευτο! Όλοι οι δείκτες ανέβηκαν και τα τεστ κορωνοϊού ήταν αρνητικά. Η κλινική εικόνα του παιδιού καλυτέρευε συνεχώς. Δε χρειαζόταν πια οξυγόνο.
Η μαμά της Αγνής πήγε κοντά στη Σάρα.
– Καλή μου Σάρα, είσαι πραγματικά καλά! Μπράβο! Νίκησες τον κακό ιό.
– Δε νίκησα εγώ κακό. Παππούς…
– Ποιος παππούς κορίτσι μου;
– Παππούς Ξενής.
– Μου είπε γι’ αυτόν η Αγνή. Μα τι εννοείς;
– Νύχτα. Ήρθε εδώ από παράθυρο. Είδα. Χαμογέλασε. Ήρθε, άγγιξε σωληνάκι και εγώ δε θυμάμαι μετά. Πρέπει κοιμήθηκα…
– Πότε έγινε αυτό;
– Όχι ψες. Άλλη νύχτα.
– Δύο νύχτες πριν εννοείς;
– Ναι. Εγώ όχι καλά εκείνη νύχτα. Τώρα καλά. Παππούς έκανε καλά εμένα…
Η μαμά της Σάρας, κλεισμένη πια στο σπίτι της, δεν ήθελε ούτε να φάει, ούτε να κοιμηθεί. Στεκόταν στο παράθυρο του παιδιού της και κοίταζε έξω με βουρκωμένα μάτια, λες και περίμενε κάποιος να της φέρει ένα μήνυμα. Μα δεν ήταν η μόνη που στεκόταν στο παράθυρο. Όλα τα παιδιά της παρέας στέκονταν το καθένα στο δικό του παράθυρο. Όλα έκλαιγαν κι έκαναν προσευχή να δουν τη Σάρα να έρχεται ξανά στη γειτονιά. Μα κανείς δεν περνούσε. Μονάχα εκείνο το πρωί πέρασε ο παππούς Ξενής και τα χαιρέτησε ένα ένα.
Η μαμά της Σάρας είδε τον παράξενο παππού με τα ατημέλητα μαλλιά και σκέφτηκε ότι θα ήταν ο παππούς που έμενε στο σπίτι στην αρχή του δρόμου. Κοντοστάθηκε έξω από το σπίτι και χαμογέλασε στη θλιμμένη κοπέλα. Σήκωσε το χέρι του κι εκείνη νόμισε πως θα τη χαιρετούσε. Αντί αυτού, εκείνος σήκωσε τον αντίχειρα και της έκανε το σύμβολο της επιτυχίας. Τότε ήταν που κτύπησε το τηλέφωνο. Η μαμά της Σάρας γύρισε να το αρπάξει κι ο παππούς χάθηκε. Ήταν η κυρία Μαργαρίτα η μαμά της Αγνής στο τηλέφωνο και της είπε τα καλά νέα. Εκείνη άρχισε να κλαίει δυνατά και να λέει «ευχαριστώ κυρία, ευχαριστώ, ευχαριστώ!». Έτρεξε να κάνει ετοιμασίες γιατί θα ερχόταν σπίτι το παιδί της κι έπρεπε ν’ ακολουθήσει τις οδηγίες της κυρίας Μαργαρίτας. Τόσο γρήγορα έφυγε από το παράθυρο που, για μια στιγμή, ξέχασε τον παππού και το σήμα που της έκανε. Μέχρι που είδε την αστυνομία να περνά από τη γειτονιά με τα μπλε φωτάκια και θυμήθηκε ξανά εκέινη τη σκηνή.
Η Σάρα φόρεσε αυτά που της έφεραν οι καλοί νοσηλευτές κι ετοιμάστηκε να φύγει. Στην είσοδο του νοσοκομείου κι ενώ έμπαινε στο ασθενοφόρο για να πάει στο σπίτι της, είδε τον παππού Ξενή να βγαίνει από ένα περιπολικό δεμένος με χειροπέδες. Της χαμογέλασε γλυκά όπως εκείνο το βράδυ κι εκείνη φώναξε: «παππού, όχι κακό!!». Ένας αστυνομικός πήγε κοντά της και την καθησύχασε ότι δεν πρόκειται να πάθει κανένα κακό ο παππούς της. Ήθελαν απλά να του κάνουν κάποιες ερωτήσεις. Εκείνη του είπε:
– Όχι παππούς εμένα. Εγώ αγαπώ.
Και μπήκε στο ασθενοφόρο.
Στο ειδικά διαμορφωμένο δωμάτιο του νοσοκομείου ο κύριος Ξενοφών πέρασε από πραγματική ανάκριση. Οι αναλύσεις στο αίμα της Σάρας κατέδειξαν ότι το παιδί πήρε κάποιο φάρμακο που δεν είχαν χορηγήσει οι γιατροί. Ο μόνος που μπήκε λαθραία στο δωμάτιο ήταν, σύμφωνα με το παιδί, εκείνος.
Με ηρεμία και με τη βαριά του φωνή απάντησε σε όλα, όπως απαντούσε και στην «ανάκριση» των παιδιών:
- Ναι, εγώ μπήκα κρυφά στο δωμάτιο του παιδιού. Σκαρφάλωσα με ειδικά εργαλεία και με κίνδυνο τη ζωή μου τον τοίχο έξω από το δωμάτιό του. Απενεργοποίησα με ειδικό σύστημα τον συναγερμό παραθύρου και μπήκα μέσα. Έβαλα το φάρμακο στο παιδί. Χρόνια τώρα οι επιστημονικές μου γνώσεις βρίσκονταν στην υπηρεσία των αφεντικών που με πλήρωναν. Τα τελευταία χρόνια πειραματίζομαι στο εργαστήριο μου, στον αριθμό ένα της οδού Επιστήμης. Για μένα. Πειραματιζόμουν για μένα και τον εαυτό μου. Μέρες τώρα ήξερα ότι ανακάλυψα το φάρμακο που γιατρέυει τον Covid-19. Μα δεν ήθελα να εκλείψει ο πόνος από τους ανθρώπους. Νόμιζα ότι η δυστυχία των άλλων ήταν η δική μου χαρά. Μέχρι που αρρώστησε αυτό το παιδί. Το παιδί από τη μοναδική παρέα που νοιάστηκε για μένα και μου έφερε λουλούδια. Ήθελα να γίνει καλά. Ήθελα να κάνω το πρώτο καλό στη ζωή μου κι οι γνώσεις μου να βρεθούν στην υπηρεσία του ανθρώπου, του δικού μου ανθρώπου. Ναι, το έκανα λαθραία. Ήξερα ότι κανείς δε θα με πίστευε. Μέχρι να γίνουν αναλύσεις και επαληθεύσεις, θα ήταν πολύ αργά για να σωθεί το παιδί. Εγώ όμως ήμουν σίγουρος. Κι ήρθα εδώ για να σώσω αυτό και μόνο το παιδί και μετά… ας περνούσα όση ζωή μου μένει σε μια φυλακή. Μα, ανεβαίνοντας τον τοίχο, είδα πολλές Σάρες. Έτσι ένιωσα. Ότι όλα τα παιδιά ήταν η Σάρα μου. Ποτέ δεν ένιωσα έτσι. Η Σάρα και οι φίλοι της μου άνοιξαν την καρδιά. Να δω. Να δω τον πόνο. Να πονέσω με τον πόνο. Όταν έφευγα, ήθελα να μπω σε όλα τα δωμάτια και να κάνω καλά όλα τα παιδιά. Μα δε γινόταν…Έτσι περίμενα να με συλλάβετε για να έρθω εδώ και να σας δώσω το φάρμακο. Να το δώσω και να γίνω ευτυχισμένος. Κι αν ακόμα φύγω αύριο για πάντα, θα φύγω ευτυχισμένος γιατί έζησα αυτή τη στιγμή κι είδα το χαμόγελο της Σάρας που έφευγε από το νοσοκομείο.
Σε μερικές μόνο μέρες ο κόσμος απαλλάγηκε για πάντα από τον Covid-19. Τα παιδιά έπαιζαν στις γειτονιές ξανά. Τα σχολεία γέμισαν παιδικές φωνές. Οι άνθρωποι αγκαλιάζονταν χωρίς τρόμο.
Η Σάρα, ο Λουκ, η Αγνή, η Αθήγκω και ο Κούλε έγιναν μια γροθιά με τον παππού Ξενή, τον ήρωά τους και τον ήρωα του κόσμου. Πολλές φαρμακευτικές εταιρείες του πρότειναν απίστευτα λεφτά για να τους παραχωρήσει τη συνταγή του φαρμάκου. Και θέσεις σε σπουδαία πανεπιστήμια του πρόσφεραν. Και τιμές και βραβεύσεις. Μα εκείνος, το μόνο που ζήτησε ήταν να μείνει ελεύθερος να βλέπει το χαμόγελο των παιδιών που έσωσαν την ψυχή του.
«Τα παιδιά αυτά δεν έσωσαν μόνο την ψυχή σας. Έσωσαν τον πλανήτη μας, μιας και πλανήτης Γη είναι πρώτα οι άνθρωποί του», του είπε ο πρόεδρος του Νησιού, όταν τον κάλεσε για να του προσφέρει τιμές. Ο παππούλης, όμως, του πρότεινε να προσφέρει τις τιμές στα πέντε παιδιά, γιατί «πραγματικά αυτά ήταν που έσωσαν τον πλανήτη μας, τον Πλανήτη Γη», είπε στον άρχοντα του Νησιού.
Η επιστημονική ομάδα, λοιπόν, της Σάρας, του Λουκ, της Αγνής, της Αθήγκω, του Κούλε και του παππού Ξενή έδωσαν όρκο αγάπης να πειραματιστούν και να βρουν τον τρόπο με τον οποίο θα κλείσει η τρύπα του όζοντος. Όταν θα τον έβρισκαν, θα σκαρφάλωναν με ειδικά εργαλεία ως εκεί πάνω για να την κλείσουν με τα ίδια τους τα χέρια.
Κι έτσι ένιωθαν αυτοί καλά που άρχισαν τις έρευνες κι εμείς… καλύτερα που γράψαμε αυτό το παραμύθι!
Οι συγγραφείς

Η Αθηνά και η Αγάθη Σολωμού
Η Αγάθη Σολωμού γενήθηκε την Πρωτοχρονιά του 2010 σε μια όμορφη, μικρή κοινότητα της επαρχίας Λευκωσίας, τους Εργάτες, όπου και κατοικεί. Φοιτά στην Τετάρτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου Ανάγειας. Στον ελεύθερο της χρόνο παίζει βιολί, ζωγραφίζει, γράφει παραμυθάκια και στίχους και περπατά στη φύση ανάμεσα στα στάχυα! Η μητέρα της έχει δημιουργήσει μια συλλογή με στιχάκια που απήγγελλε ανέμελα σε κάθε στιγμή της ζωής της (ειδικά στο μπάνιο) στα πρώτα της χρόνια, πριν ακόμα να μπορεί η ίδια να γράφει. Το 2019 απέκτησε δίπλωμα για την επιτυχία της στο δεύτερο επίπεδο (Grade 2) των εξετάσεων του Royal School of Music στο βιολί.
Η Αθηνά Σολωμού γενήθηκε την πρώτη Αυγούστου 2005 στη Λευκωσία. Από το 2007 κατοικεί σε μια όμορφη, μικρή κοινότητα της επαρχίας Λευκωσίας, τους Εργάτες. Φοιτά στη Δευτέρα τάξη του Β’ Περιφαρειακού Γυμνασίου Λευκωσίας – Μαλούντα. Στον ελεύθερο της χρόνο ακούει μουσική, ζωγραφίζει και περπατά στη φύση ανάμεσα σε ανθισμένες παπαρούνες, ενώ της αρέσει να γράφει στίχους για τις ανάγκες των σχολικών δραστηριοτήτων. Το 2014 απέκτησε δίπλωμα για την επιτυχία της στο δεύτερο επίπεδο (Grade 2) των εξετάσεων του Royal School of Music στο βιολί. Έχει πάρα πολύ καλή επίδοση στο δελτίο αξιολόγησηςτου προγράμματος Δράση, Δημιουργικότητα και Κοινωνική Προσφορά του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Ανάπτυξης της Κύπρου, το οποίο διεκπεραιώνεται μέσω του σχολείου στο οποίο φοιτά.

Η Μαργαρίτα Αναστασίου
Η Μαργαρίτα Αναστασίου γενήθηκε στις 24 Μαρτίου 1979 στη Λευκωσία της Κύπρου. Απέκτησε πτυχίο Επιστημών Αγωγής από το Πανεπιστήμιο Κύπρου (2001) και μεταπτυχιακό τίτλο στην Εκπαιδευτική Ψυχολογία από το University of Virginia των Η.Π.Α. (2003) με βαθμό Άριστα και στα δύο. Εργάζεται ως δασκάλα σε δημόσια σχολεία της Κύπρου για δεκαοχτώ χρόνια.
Απέκτησε τέσσερα μοναδικά παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια γεννημένα από το 2003 ως το 2010: τον Λουκά, την Αθηνά, τον Κυριάκο και την Αγάθη.
Από το 2007 κατοικεί σε ένα σπίτι με όμορφες στέγες και λατρευτό κήπο στους Εργάτες, μια κοινότητα της επαρχίας Λευκωσίας.
Γράφει ποίηση, λογοτεχνία και θέατρο από τα λυκειακά της χρόνια με θέματα εμπνευσμένα κυρίως από την κουρσεμένη και περήφανη πατρίδα της και τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν γι’ αυτήν, γνωστούς και αγνώστους. Η ενορία Αγίου Βασιλείου στον Στρόβολο, όπου και μεγάλωσε, ανέβασε θεατρικό έργο που έγραψε με θέμα τους εγκλωβισμένους της Καρπασιας. Μεγαλώνοντας, ένιωσε την ανάγκη να αφήσει την ψυχή της να ξεχειλίσει μέσα από παιδικά παραμύθια.
Διακρίσεις
Το παιδικό παραμύθι της με τίτλο «Το γαλαζαστέρι» απέσπασε έπαινο στον 6ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Ομίλου για την Ουνέσκο, Τεχνών, Λόγου και Επιστημών Ελλάδος, το 2017.
Το ποίημά της «το δειν της Λευτερκάς» απέσπασε δεύτερο βραβείο στον 2ο διεθνή λογοτεχνικό διαγωνισμό των Πνευματικών Οριζόντων, Εφαλτηρίου Τέχνης, Λόγου και Πολιτισμού Κύπρου, το 2018. Στον ίδιο διαγωνισμό, έπαινο απέσπασε το ποίημά της «Το αστέρι που πόθειε να γίνει νυστέρι».
Το παιδικό παραμύθι της με τίτλο «Η πέτρα που δε χωρούσε στο ψηφιδωτό» απέσπασε έπαινο στον 7ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Ομίλου για την Ουνέσκο, Τεχνών, Λόγου και Επιστημών Ελλάδος, το 2018.