«Αιώνιοι  Μαχητές» της μαθήτριας γυμνασίου Δήμητρας Παράσχου!

Το παρακάτω παραμύθι συμμετείχε στον διαγωνισμό συγγραφής παραμυθιού που συνδιοργανώσαμε «Οι Παραμυθάδες» και η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός» με την υποστήριξη του Δήμου Καβάλας.

Διακρίθηκε με το τρίτο  βραβείο στην κατηγορία Ανήλικων Δημιουργών. Γράφτηκε από την μαθήτρια γυμνασίου, Δήμητρα Παράσχου η οποία δημιούργησε και την εικόνα που το συνοδεύει!

(Για να δείτε την μετάδοση των αποτελεσμάτων πατήστε εδώ)

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του παραμυθιού ή και μέρος αυτού και η όποια χρήση ή εκμετάλευσή του χωρίς την έγκριση του/των δημιουργού/ών.

 

«Αιώνιοι  Μαχητές»

Γύρισα, όλο τον κόσμο γύρισα, γύρισα μέρη, γύρισα κάθε γωνιά, γνώρισα ανθρώπους, επηρέασα ζωές, έγινα μια από αυτούς, έγινα πηγή για την δική τους ευτυχία για την επιβίωση τους.

Όλα τα παραμύθια έχουν τον ήρωα τους, τον χαρακτήρα που σώζει την κατάσταση τελευταία στιγμή… αυτός που θεωρείτε ότι έπαιξε τον μεγαλύτερο ρόλο… Πάντα έτσι γινόταν, πάντα αυτό νομίζαμε τα μικρά και μεγάλα παιδιά, μα κοιτάξαμε ποτέ και τους υπόλοιπους; Τελική εικόνα βγάλαμε ποτέ;

Είχα τυφλή εμπιστοσύνη, μέχρι που γνώρισα αυτούς που όντως έκαναν την διαφορά. Δεν ήταν τίποτα μεγάλα πρόσωπα, ήταν απλά μικρά παιδιά. Και έξαλλου τι μπορεί να κάνει ένα μικρό παιδί είπα μα στην τελική από εκεί ξεκινούσαν όλα, από μικρά παιδιά με τεράστια όνειρα.

Για όσους ήταν κάποτε παιδιά.

Για όλους τους μικρούς, μεγάλους μαχητές της φαινομενικά κοινής μας καθημερινότητας.

 

Σε ένα χωριό λίγο πιο έξω από ότι μπορεί να φτάσει ανθρώπινη σκέψη, χαμένο στον χρόνο, έμαθα για τι είμαι ικανή ποια πραγματικά είμαι χωρίς να το διακρίνει ο κόσμος. Αφού έψαξα σε κάθε σημείο του σύμπαντος για λίγη αγάπη. Πρώτα δέχτηκα αδιαφορία, ασέβεια από τα πλάσματα. Μα ύστερα εξαντλημένη από την κούραση της απόρριψης στον δρόμο για την ευτυχία αποφάσισα να κάνω ένα διάλλειμα. Λίγο πιο πέρα διέκρινα μια σκιά πλατάνου και έκατσα να πάρω δυο ανάσες, μα έγειρα το κεφάλι μου και λίγο πριν το καταλάβω το ζουζούνισμα των μελισσών μαζί με το κελάιδισμα πουλιών με συνεπήραν σαν όνειρο. Έκλεισα τα μάτια και όταν τα άνοιξα είχα φτάσει στον προορισμό που πάντα έψαχνα. Άνοιξα τα μάτια μου και αντί να δω τον ουρανό, είδα την μελλοντική ευτυχία. Γύρω από το κεφάλι μου χαοτικά χαμόγελα παιδιών πήγαζαν τα γέλια που από ώρα νομίζω πως άκουγα. Με ξύπνησαν με τις ανατριχιαστικά γλυκές φωνούλες τους όχι για να με ξεφορτωθούν όπως όλοι, αλλά για να με πάρουν μαζί τους στην γαλήνη. Ακόμα και που ήμουν μια ξένη χωρίς όνομα και καταγωγή με πήραν μαζί τους σε ένα χωριό άγνωστο που ταίριαζε περίφημα τώρα με εμένα … Άγνωστη μεταξύ αγνώστων.

Είχα δίκιο όντως ταίριαζα με αυτό το χωριό, και αυτοί οι άνθρωποι ταίριαζαν με εμένα. Τώρα έχουν περάσει χρόνια από εκείνη την ημέρα που σχεδόν αγκαλιά με συνόδεψαν έως το χωριό. Μιλούσαν ώρες με λαχτάρα για τα όνειρα τους, ήταν μεγαλειώδεις όνειρα… Όνειρα γεμάτα ιστορίες για μελλοντικούς στόχους. Στόχοι αδύνατοι μα ήξεραν ότι μπορούσαν να πετύχουν ακόμα και αν είχαν αυτογνωσία δεν σταμάτησαν να το πιστεύουν. Κάθε μικρή επιτυχία και κάθε μεγάλη αποτυχία τους έκανε πιο δυνατούς. Εξάλλου ποιος ρώτησε τα παιδιά από τι παίρνουν κουράγιο, πόσοι ζουν ακόμα με την πεποίθηση ότι τα παιδιά είναι ένας κόκκος άμμου; Μα τι έγινε όταν ενώθηκαν; Μήπως την τελευταία φορά δημιούργησαν μια καθηλωτική έρημο;

Την μια μέρα είσαι κυνηγημένη από αγαπημένους σου και την επόμενη βρίσκεσαι να δίνεις τα πάντα σε αγνώστους που σου έδωσαν ελπίδες χωρίς να περιμένουν οτιδήποτε.

Κάπου εδώ αρχίζει και η δική μου ιστορία, η ανεξάρτητα εξαρτημένη ζωή μου.

Πρωί Απριλίου το αχυρένιο κρεβάτι μου πιο άνετο από ποτέ, σηκώθηκα από το κρεβάτι και με έναν ελαφρύ ελιγμό βρέθηκα στο παράθυρο μου με όλο το χωριό να με κοιτάζει πανοραμικά. Καθαρός αέρας ανακάτωσε τα μαλλιά μου, παίρνοντας βαθιά ανάσα συγκέντρωσα επιτέλους τον πραγματικό μου εαυτό.

Ήμουν η «Ξένη» έτσι με αποκαλούσαν είχα έρθει μια μέρα και από εκείνη την στιγμή έμεινα για πάντα μαζί τους. Η μόνη μου κρυφή ασχολία ήταν το καλό αυτών των πλασμάτων. Είχα για αυτούς ότι χρειαζόντουσαν πραγματικά. Έναν κήπο για όλα τα τρόφιμα τους. Για κάθε οικογένεια κάθε πεινασμένο πλάσμα. Είχα μια πηγή για κάθε οργανισμό που είχε ανάγκη το νερό. Μια λίμνη και μια θάλασσα που κολυμπούσαν ψάρια. Είχα ένα δάσος για να έχουν οξυγόνο, για λίγο σκιά, για κομμάτια ξύλο είτε για να τα κάψουν και να ζεσταθούν είτε για να φτιάξουν το δικό τους σπίτι. Είχα πολύτιμους λίθους για τους αχάριστους πανάκριβα διαμάντια, πηγές πετρελαίου για ότι κατασκευή οι δημιουργικοί θελήσουν. Είχα άμμο για γυαλί, για τους καινοτόμους. Είχα ηλιοβασιλέματα και παρτέρια για τους ρομαντικούς. Είχα υψόμετρα και υπέροχες θέες για τους ψυχικά ελεύθερους. Είχα ζωάκια για τους μοναχικούς και τους κτηνοτρόφους. Είχα λάσπη και νερό για τους καλλιτέχνες. Είχα έναν ήλιο για τους αρρώστους, για τους λυπημένους. Έναν άνεμο για να γυρνά ο μύλος και μια καρδιά για να δώσει ότι ακόμα μπορεί. Αυτά τους χάριζα μα τον σκοπό μου και το όνομα μου δεν τα έμαθαν ποτέ, δεν χρειαζόταν. Οι μέρες κυλούσαν και τα πλάσματα επιβίωναν από τον κήπο, διασκέδαζαν περνούσαν καλά, ιατρευόντουσαν έβρισκαν τον εαυτό τους.

Θα ήταν μια μέρα ίδια με τις άλλες αν με ξυπνούσαν ο ήλιος και χαρούμενες φωνές, με ξύπνησε όμως η δύσπνοια και το πνίξιμο που με ταλαιπωρούσε εδώ και λίγα λεπτά, γρήγορα κατάλαβα ότι δεν ήταν για καλό και πετάχτηκα από το κρεβάτι μου ανοίγοντας όσο πιο βιαστικά μπόρεσα την συρόμενη πόρτα. Τώρα στα μάτια μου καθρέφτιζαν οι φλόγες που είχαν τυλίξει τον στάβλο με τα κακόμοιρα ζωάκια, κόπηκαν τα πόδια μου, αναστατώθηκα, έτρεχα από εδώ και από εκεί φωνάζοντας βοήθεια, μα κανένας, ατελείωτα λεπτά αβοήθητη που φάνηκαν ώρες, η φωτιά τώρα είχε παρασυρθεί στο δάσος και σε άλλα σπίτια. Η πίστη μου τελείωνε και άρχισα να καίγομαι στις δικές μου σκέψεις. Ώσπου η ελπίδα ακούστηκε, δεκάδες παιδιά με κουβάδες που ξεχείλιζαν νερό έτρεχαν προς το μέρος μου. Μετά από προσπάθεια η φωτιά κόπασε και πλέον κοιτούσαμε πόσα ζωάκια μπορέσαμε να σώσουμε. Η καταστροφή ήταν μεγάλη, καταστράφηκε κόπος χιλιάδων ετών, χάθηκαν αθώες ζωές, μειώθηκαν τα δέντρα, δεν το πρόλαβα νωρίτερα μα ευτυχώς τα παιδιά ήταν εκεί. Η φωτιά είχε αρχίσει από νωρίς την είχαμε προκαλέσει όλοι εμείς οι απρόσεκτοι,  αυτοί που έχασαν την συνείδηση τους, έκαναν να χάσουμε όλοι κάτι που αγαπούσαμε.

Πέρασε καιρός και όλα μπήκαν στην θέση τους και όπως κάθε απόγευμα γυρνούσα στο σπιτάκι μου έτσι και σήμερα περπατούσα προς το ποτάμι για να διασχίσω την μικρή γέφυρα. Δεν την διέσχισα ποτέ, το ποτάμι φούσκωσε και η γέφυρα κόπηκε στα τρία, στην θέση της τώρα παιδιά προσπαθούσαν να σώσουν ανθρώπους που εκείνη την στιγμή την διέσχιζαν και τους πήρε μαζί το ρεύμα, τα διπλανά σπίτια είχαν γεμίσει νερά και άνθρωποι μισοπνιγμένοι έκλαιγαν στον δρόμο, και τα παιδιά εκεί δυνατά να αποβάλουν όλη την δύναμη τους να τραβήξουν και τον τελευταίο. Ήταν μια νύχτα εφιάλτης ο δυνατός άνεμος δυσκόλευε τα πάντα κατέστρεψε τον μύλο του χωριού, και τα κύματα, αχ αυτά τα κύματα κατέστρεψαν χιλιάδες καράβια και σπίτια στην αμμουδιά, πόσα σπίτια παλιά έπεσαν; Πόσες ψυχούλες είχαν χαθεί; Μα τα παιδιά εκεί βουρκωμένα να παλεύουν χαμογελώντας να τους παίρνει το ξημέρωμα να βοηθάν κόσμο χαμένο στην θλίψη, στον πόνο, εκείνο το βράδυ ήταν το χειρότερο βράδυ που μπορούσε κανείς να βιώσει. Το άλλο πρωί ο ήλιος έλαμπε και όλα τα πρόσωπα ήτανε χλομά. Η παρακμή ήταν στα μάτια μας, απλές πέτρες τα χθεσινά σπίτια… Απλά παραδομένα σώματα οι χθεσινές ζωές… Μελλοντικά ίσως χαμογέλα βουτηγμένα στην απογοήτευση… Τα παιδιά προσπαθούσαν, κάτι μπορούσε να σωθεί, κάτι έπρεπε να σωθεί για το μέλλον τους. Εκείνες οι ώρες άφησαν σημάδια για ζωές άφησαν σημάδια να την θυμούνται όλοι εκείνη την νύχτα να μην την ξεχάσει κανείς.

Χάθηκε το χωριό που ξέραμε, που να φανταζόμασταν τι φωτιά μας είχαμε ανάψει.

Πήγαιναν και ερχόντουσαν οι μέρες μα η θλίψη έμενε καθαρή στα πρόσωπα όλων, όλων εκτός από των παιδιών αυτά και να είχαν λόγο να κλειστούν μέσα τους δεν το έκαναν, γυρνούσαν από άνθρωπο σε άνθρωπο και έδιναν κουράγιο. Μερικοί βρέθηκαν αυτοτραυματισμένοι και άλλους δεν τους πρόλαβε κανείς. Υπήρξαν όμως κάποιοι μήνες που οι άνθρωποι ήταν περίεργοι γιατί αυτό που βλέπαμε ευτυχία δεν το λες. Αρχικά χαρούμενοι έξω στους δρόμους, τραγούδια, χοροί και μετά ήρθαν οι μπελάδες συμπεριφερόντουσαν σαν τους τρελούς και ύστερα κάτω στον δρόμο σε πλατείες παντού εξουθενωμένοι σαν άρρωστοι. Αργήσαμε να καταλάβουμε, μέχρι που έφτασε κάποιος ζητώντας απελπισμένος βοήθεια. Μίλησε για κάποιον εκμεταλλευτή που ήρθε πίσω από το χωριό πουλώντας περίεργα χάπια, νερό σε αλλά χρώματα που είπε ότι το λένε αλκοόλ και κάτι χάρτινους μικρούς κυλίνδρους αποκαλώντας το καπνό. Μας υποσχέθηκε την ευτυχία που την είδαμε πριν σοβαρέψουν τα πράγματα. Χιλιάδες άτομα στηρίχτηκαν σε αυτήν την ευτυχία, αυτήν την προσωρινή ευτυχία πριν καλά καλά τους καταστρέψει. Πάλι τα παιδιά ήταν εκεί στήριξαν ψυχολογικά όσους δέχτηκαν την βοήθεια.

Όλα είχαν ξαναφτιάξει, τα καταφέρναμε ζούσαμε και πάλι καλά. Οι αγενείς όμως φάνηκαν, δεν σεβάστηκαν το έδαφος που πατούσαν και τους ανθρώπους που ήταν εκεί και μαζί με όλους τους δικούς μας απρόσεκτους κατέστρεψαν ότι με χρόνια είχαμε καταφέρει. Η τέλεια μόλυνση… δύσπνοια, μολυσμένο νερό, χαμένες σοδιές. Αυτά έφεραν και την ξηρασία, άσχημο πράγμα να μην έχεις νερό να παρακαλάς για μια σταγόνα και εκείνα τα παιδιά οι μαχητές να μην έχουν ούτε γουλιά. Τα χωράφια σταμάτησαν να τροφοδοτούν το χωριό. ΠΕΙΝΑ. Άνθρωποι τώρα δεν είχαν να φάνε, παιδιά αγωνιστές έδιναν ότι μπορούσαν, μα τι εικόνα να χάνονται άνθρωποι από τα δεδομένα. Ο καθένας επιβίωνε με ότι είχε και αυτό έφερε αρρώστιες πολλές ασθένειες. Μας χτύπησε κύμα θανάτου μα μόνο τα παιδιά πάλευαν χωρίς κανείς να βρίσκει προοπτική. Ξεχάστηκε η έννοια της ομαδικότητας, τώρα οι διακρίσεις ήταν φανερές, πλέον ο διαχωρισμός και οι αποκλίσεις άκμαζαν ραγδαία. Όλοι προς τους αγαθά δυνατούς και όσοι περίσσευαν σκουπίδια, ποιος μπορεί να θεωρήσει μια ζωή σκουπίδι; Ποιος είναι τόσο μεγάλος για να κρίνει κάτι τόσο ιερό; Κανείς είπαν τα παιδιά και έφεραν οι μέρες που ήμασταν όλοι ΙΣΑ που δεν αποφάσιζε μόνος κανείς.

Στο χωριό μας όλοι μαζί μα η πίστη μας φάνηκε πως δεν είχε δοκιμαστεί αρκετά, ήρθαν στα μέρη μας αλαζόνες εγωιστές και ζητούσαν τα εδάφη μας, κανένας δεν θα παρατούσε την πατρίδα, ότι αγαπούσε περισσότερο το είχε αυτή, κανένας δεν θα την παράδιδε έτσι και αντιστάθηκαν, και αντιστάθηκαν, και σε ένα δευτερόλεπτο μια στιγμή χάθηκαν τα πάντα. Τώρα ένα ερείπιο βομβαρδισμένο χωριό έγινε στάχτες, μόνο τα παιδιά έμειναν που τώρα ήταν σοβαρά, που είχαν τώρα σχεδόν δακρύσει … Όλα παγωμένα στον χρόνο, μάλλον δεν αρκούσαν οι προσπάθειες τους σκέφτηκα μα γύρισα πλευρά και αντίκρισα τον προορισμό μου, την ευτυχία, ένα χτυπημένο παιδί να βοηθά να σηκωθεί ένας αλαζόνας εχθρός που μάλλον είχε μετανιώσει… Ρίγος με διαπέρασε, ένα αμήχανο χαμόγελο έσκασε από τα χείλη μου βουρκώνοντας.

Θα έφευγα, το χωριό τα είχε καταφέρει, τα παιδιά τα είχαν καταφέρει δεν έχασαν την ανθρωπιά… Περπατώ τον αντίθετο δρόμο που πριν χρόνια είχα διασχίσει και αφήνω πίσω μου παιδιά που ξέρουν να προσπαθούν παιδιά που σώζουν την κατάσταση τελευταία στιγμή, παιδιά που ξέρω ότι θα τα καταφέρνουν για μια ζωή. Στέκομαι στον πλάτανο στην τότε μεγάλη σκιά μου για να αποχαιρετήσω ξέροντας τώρα ποια είμαι, τα δικά μου παιδιά, τους δικούς μου ανθρώπους. Την ήξερα αυτήν την πίστη, αυτό το πάθος το ήξερα καλά.

ΤΑ ΗΞΕΡΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ.

ΗΤΑΝ ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΙΔΙΑ.

Ήταν αυτά τα παιδιά που είχαν ξαναπαλέψει για το μέλλον τους χιλιάδες φορές. Για να σώσουν τον δικό τους κόσμο, την δική τους Γη.

Είναι αυτά τα παιδιά στις τεράστιες πυρκαγιές από πόλεις που τυλίχτηκαν στις φλόγες, που αν πέρα από τα εγκαύματα που έχουν σε όλο τους το σώμα έχει αφήσει σημάδια στο μυαλό, φωνές εκφοβισμένες στα βάσανα, ότι αγάπησαν να καίγεται για ένα ανθρώπινο λάθος για μια στιγμή αδυναμίας, το κουράγιο που συνέχισαν να ζουν με το τίποτα, εξάλλου μόνο αυτό είχε απομείνει. Τα πάντα στάχτη και αυτά να μένουν δυνατά.

Είναι αυτά τα παιδιά που είδαν ανεξέλεγκτο νερό να παρασέρνει την οικογένεια τους. Αυτά που κρατήθηκαν ώρες από ένα σίδερο για να μην χάσουν την ζωή τους, που είδαν φίλους και οικογένεια να πνίγονται να τους κόβεται η αναπνοή. Αυτά τα παιδιά που επέστρεψαν μόνα στο σπίτι που πλέον έπρεπε με δύναμη να ξαναφτιάξουν.

Είναι αυτά τα παιδιά που ένιωσαν να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια τους, το σπίτι τους να πέφτει και να σκεπάζει και τα ίδια μαζί. Ήταν αυτά που μετά από τραγικούς σεισμούς συνέχισαν να ζουν.

Είναι αυτά τα παιδιά που δεν έχουν μια στάλα νερό, όχι για να είναι καθαρά, μια στάλα νερό για να ζήσουν, μιλάμε για αυτά τα παιδιά που αγωνίζονται κάθε μέρα παρακαλώντας τον θεό να βρουν να πιουν μια σταγόνα για να ζήσουν. Αυτά που καθαρό νερό δεν έχουν γευτεί και συνεχίζουν να είναι χαρούμενα.

Είναι αυτά τα παιδιά που χάνουν κάθε μέρα συγγενείς και φίλους από ασιτία, που ξέρουν πολύ καλά τι πάει να πει πείνα, που έχουν γονατίσει για να μην πέσουν, να μην παραδοθούν. Που ενώ ο κόσμος πάσχει από παχυσαρκία αυτά ευχαριστούν για ένα ψίχουλο. Αυτά που συνεχίζουν να ζουν χωρίς να ξέρουν αν αύριο θα αντέξουν.

Είναι αυτά τα παιδιά που έχουν αναγκαστεί να αφήσουν την οικογένεια τους επειδή ήταν άρρωστα, που έχουν περάσει θανατηφόρες ασθένειες χωρίς ένα παράπονο, που θα βοηθούσαν χωρίς δεύτερη σκέψη κάποιον που έπασχε και είχε ανάγκη, αυτά τα παιδιά που έχουν δει τον θάνατο με τα μάτια τους από τις τόσες παρενέργειες και τον τόσο πόνο.

Αυτά τα παιδιά που καθημερινά ζουν σε έναν κόσμο γεμάτο ουσίες, κάπνισμα και ποτό, αυτά που είχαν το κουράγιο να τα αρνηθούν και αυτά που κατάφεραν να απεξαρτηθούν, αυτά που φίλοι και γονείς δεν γυρνάνε σπίτι επηρεασμένοι, που έχουν δει δικό τους άνθρωπο χάλια στο νοσοκομείο, που έχουν δει να χάνονται από αυτό.

Αυτά που τραυματίστηκαν από ατύχημα αλλά και αυτά που δεν πρόλαβαν να αποχαιρετήσουν κάποιον, που δεν γύρισε ποτέ, που θα μείνει για πάντα μόνο στο μυαλό τους από κάποιο λάθος της στιγμής.

Αυτά τα παιδιά που γύρισαν στο σπίτι και βρήκαν μέλλος της οικογένειας αυτοτραυματισμένο, παραδομένο από την ζωή, αυτά που έλαβαν τελευταία στιγμή αποχαιρετιστήριο μήνυμα από φίλο που δεν άντεχε. Αυτά που έμαθαν να ζουν με πραγματικές απώλειες.

Αυτά που μόνο παιδιά δεν τα λες, που χτύπησαν σφαίρες το σώμα τους, που πέρασαν από δίπλα τους χτυπώντας άλλους, που άκουσαν με τα αυτάκια τους κραυγές πόνου, που κυνηγήθηκαν χωρίς να παίζουν κρυφό και είδαν να παίρνουν μακάβρια την ζωή της οικογένειας του, που ένιωσαν το άγγιγμα ενός πυροβόλου, που είδαν τον κόσμο να καίγεται, που έμειναν παράλυτα από μια βόμβα, που δεν πρόλαβαν να καταλάβουν ότι τα έχασαν όλα και ζουν ακόμα ελπίζοντας, πιστεύοντας σε ένα καλύτερο αύριο.

Αυτά τα παιδιά που ενοχοποιήθηκαν για την καταγωγή τους, για το διαφορετικό που τους περικλείει, που ενώ ήξεραν τις συνέπειες συνέχισαν να κάνουν αγώνα κατά του ρατσισμού.

Αυτά τα παιδιά που πάλεψαν για να μπορούν να έχουν ελεύθερη άποψη, για το δικαίωμα τους στην εκπαίδευση, για το δίκιο του, την δημοκρατία τους.

Μα όλα αυτά τα παιδιά δεν έχασαν λεπτό την ανθρωπιά τους. Έσκυψαν να βοηθήσουν να δώσουν ενώ δεν είχαν, να παλέψουν μόνο με πνευματική δύναμη. Αυτά τα παιδιά έσωσαν τον κόσμο. Αυτά τα παιδιά είναι το αύριο που δεν μπόρεσαν να έχουν. Η ζωή ανήκει σε όποιον ξέρει να πέφτει και να αγωνίζεται και γονατιστός. Και αυτά τα παιδιά έχουν μάθει να πέφτουν και να σηκώνονται ξανά και ξανά. Γιατί περπάτησαν μπροστά χωρίς να γυρίσουν πίσω, γιατί αγάπησαν λάθη ανθρώπων χωρίς να νιώσουν τον πόνο ξανά.

Αιώνιοι μαχητές, μικρά παιδιά με πάθος.

ΣΑΣ  ΕΙΜΑΣΤΕ  ΕΥΓΝΩΜΩΝ.

 

 

Η συγγραφέας

Ονομάζομαι Δήμητρα Παράσχου και φοιτώ στο 3ο γυμνάσιο Θέρμης.

Γεννήθηκα στις 4-2-2006 στην Θεσσαλονίκη όπου και ζω μέχρι σήμερα.

Αν και οι θετικές επιστήμες είναι μια από τις προτιμήσεις μου, ο χώρος της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας καθώς και ποίησης μου φαίνεται τρομερά ελκυστικός και ενδιαφέρον.

Μελλοντικός μου στόχος είναι η ψυχιατρική και ο γενικότερος τομέας της ιατρικής.

Ο κύριος όμως λόγος που γράφω είναι ότι για εμένα πρόκειται για τον καλύτερο τρόπο έκφρασης των σκέψεων και συναισθημάτων μου.

 

Advertisement
Categories: Διαγωνισμός Συγγραφής Παραμυθιού 2020, Παραμύθια παιδιών | Ετικέτες: ,,,,,, | Σχολιάστε

Πλοήγηση άρθρων

Εδώ σχολιάζετε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Blog στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: