«Η μαγική ράβδος» της μαθήτριας δημοτικού Ριμπίδου Ευθυμίας!

Το παρακάτω παραμύθι συμμετείχε στον διαγωνισμό συγγραφής παραμυθιού που συνδιοργανώσαμε «Οι Παραμυθάδες» και η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός» με την υποστήριξη του Δήμου Καβάλας.

Διακρίθηκε με το δεύτερο βραβείο στην κατηγορία Ανήλικων Δημιουργών. Γράφτηκε από την μαθήτρια δημοτικού, Ριμπίδου Ευθυμία η οποία και ζωγράφισε την εικόνα του παραμυθιού!

(Για να δείτε την μετάδοση των αποτελεσμάτων πατήστε εδώ)

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του παραμυθιού ή και μέρος αυτού και η όποια χρήση ή εκμετάλευσή του χωρίς την έγκριση του/των δημιουργού/ών.

 

«Η μαγική ράβδος»

 

Κεφάλαιο 1 «Ο Εφιάλτης»

 

Η μικρή Ζωή ξύπνησε φοβισμένη και τρομαγμένη. Κρατούσε σφιχτά το αγαπημένο της αρκουδάκι τον Τσέστερ, καθώς ποτάμι από δάκρυα, έπεφταν στα μεγάλα χρυσαφένια ματάκια της. Μόλις άκουσε τα ουρλιαχτά της η κυρία Μελίνα, πέταξε κάτω το βιβλίο που κρατούσε στα μεγάλα χέρια της και με ένα μεγάλο σάλτο πετάχτηκε από το κρεβάτι της. Στη συνέχεια έτρεξε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο και άνοιξε το χερούλι της πόρτας.

Βρήκε τη μικρή Ζωή καθισμένη στο πάτωμα αγκαλιά με τον Τσέστερ. Αμέσως έσπευσε να την αγκαλιάσει και να την παρηγορήσει πως πάντα έκανε. Η κυρία Μελίνα ήταν κοντή, παχουλή, με έντονα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο της. Ήταν ξανθιά με μεγάλα καστανά μάτια και πάντοτε χαμογελούσε. Η Ζωή πάντοτε χαιρόταν όταν την έβλεπε. Στην πραγματικότητα, δεν είχαν καμία συγγένεια, παρόλο που καμία φορά η Ζωή την φώναζε μαμά. Είχε χάσει τους γονείς της όταν ήταν νεογέννητο μωρό. Για καλή της τύχη, την βρήκε η κυρία Μελίνα, την λυπήθηκε τόσο πολύ που αποφάσισε να την υιοθετήσει. Η κυρία Μελίνα ήξερε όλη τους την ιστορία, παρόλο που δεν την είχε πει ποτέ στη Ζωή. Ήταν πολύ μικρή για να την μάθει. Συνήθως όταν η Ζωή ρωτούσε για αυτούς, εκείνη της έλεγε πως πέθαναν σε αεροπορικό δυστύχημα και άλλαζε αμέσως θέμα. Άλλες φορές, την κοιτούσε λυπημένα και δεν έλεγε τίποτα.

Η κυρία Μελίνα την αγκάλιασε και την ρώτησε γιατί έκλαιγε. Η Ζωή της απάντησε πως είχε δει ένα φρικτό όνειρο. Έναν εφιάλτη! Η κυρία Μελίνα την σήκωσε από το πάτωμα και την τοποθέτησε με απαλές κινήσεις στο κρεβάτι. Βγήκε από το δωμάτιο και μετά από λίγο επέστρεψε με ένα τάπερ με χειροποίητα μπισκότα. Αυτά τα μπισκότα ήταν τα αγαπημένα της Ζωής. Όποτε τα έτρωγε ένιωθε αμέσως καλύτερα. Η κυρία Μελίνα της πρόσφερε ένα. Αυτή το άρπαξε λαίμαργα και χωρίς δεύτερη σκέψη το έχωσε στο στόμα της.

Η κυρία Μελίνα την ρώτησε αν είναι καλυτέρα. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Η Ζωή αποφάσισε να της μιλήσει για τον εφιάλτη. Η κυρία Μελίνα κοίταξε προσεκτικά τη Ζωή και άκουγε προσηλωμένα αυτά που είχε να της πει. Η Ζωή ξεκίνησε να διηγείται:

Είδα εμένα και τις δυο φίλες μου, τη Γεωργία και την Άννα, ήμασταν στην πλατεία ολομόναχες, περιμένοντας κάτι, αλλά δεν ξέραμε τι. Ξαφνικά πετάχτηκε ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα, που ανήκε σε μια μυστική οργάνωση. Κρατούσε μια κόκκινη ξύλινη ράβδο και την χτύπησε κάτω, ψιθυρίζοντας κάτι. Ο άντρας ήταν ψηλός, αδύνατος, με όμορφα σγουρά μαλλιά. Αφού ψιθύρισε αυτά που είχε να πει κοίταξε εμένα και τις φίλες μου κατάματα, Στη συνέχεια είπε κάτι, σε μια άλλη γλώσσα και άνοιξε τα χέρια του διάπλατα. Σήκωσε τη ράβδο ψηλά και η πόλη γέμισε καυσαέρια παντού. Τα πουλιά έπεφταν ανήμπορα στο έδαφος, εμείς μη μπορώντας να αναπνεύσουμε, τρέξαμε πανικόβλητες. Και τότε ξύπνησα.

Η κυρία Μελίνα την κοίταξε τόσο λυπημένα, που κρατήθηκε να μην ξεσπάσει σε κλάματα. Την σκέπασε, την καληνύχτισε και έφυγε. Το όνειρο που είδε η μικρή Ζωή δεν ήταν τυχαίο. Ο πλανήτης Γη υπέφερε από το καυσαέριο, τις πυρκαγιές και τις χωματερές. Σε κάποιες περιοχές του, το νερό ήταν τόσο βρώμικο που δεν μπορούσε να το πιει κανείς και τα ψάρια πέθαιναν. Ήταν κρίσιμη φάση για τον πλανήτη Γη.

Η Ζωή εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί.

 

Κεφάλαιο 2 «Η εκπλήρωση του ονείρου»

 

Όταν ξημέρωσε σηκώθηκε από το κρεβάτι της. Οι λευκοί τοίχοι του δωματίου της λουζόταν στο φως του ήλιου. Κατόπιν άνοιξε το παράθυρο για να πάρει καθαρό αέρα, όμως ο αέρας που πήρε μόνο καθαρός δεν ήταν. Ήταν ένα πρωινό μολυσμένο αεράκι. Με γρήγορες κινήσεις έκλεισε το παράθυρο της και ετοιμάστηκε για να πάει στο σχολείο.

Η μικρή Ζωή ήταν δέκα χρονών και φοιτούσε στην Πέμπτη δημοτικού. Ήταν ψηλή, αδύνατη με ένα πορφυρό γαλήνιο πρόσωπο με φακίδες. Τα μάτια της όμως ποτέ δεν είχαν ένα μονότονο χρώμα όπως όλων των άλλων ανθρώπων. Τη μία ήταν πορφυρά, την άλλη χρυσαφένια, την άλλη ασημένια και καμιά φορά γαλανά. Ήταν το κάτι εντελώς διαφορετικό ανάμεσα στους άλλους. Αφού ντύθηκε, έπλυνε τα δόντια της, βούρτσισε τα μαλλιά της και έφαγε το πρωινό της, ξεκίνησε για το σχολείο.

Κάτω από το σπίτι της την περίμεναν οι δύο κολλητές της, η Γεωργία και η Άννα. Η Γεωργία ήταν ψηλή, έξυπνη, αδύνατη, με μεγάλα λεοπάρ γυαλιά και καστανά μαλλιά. Αντιθέτως, η Άννα ήταν ξανθιά, ψιλόλιγνη με ένα πρόσωπο γεμάτο σπυράκια. Η Άννα ήταν η ψιλότερη από όλες, η Γεωργία η εξυπνότερη και η Ζωή η ομορφότερη από όλες.

Όπως πάντα πήραν το συνηθισμένο δρόμο και καθώς περπατούσαν η Ζωή διηγούταν το συγκλονιστικό όνειρο που είχε δει. Όταν τους τα είπε όλα, γύρισε να τις κοιτάξει, ήταν κατάκοπες. Συνέχισαν να περπατούν σιωπηλά μέσα από την πλατεία.

Περνούσαν καθημερινά από εκεί. Ήταν ο πιο εύκολος και σύντομος δρόμος. Στην πλατεία δεν υπήρχε κανείς, κάτι πολύ ασυνήθιστο. Τα κορίτσια σταμάτησαν ακριβώς στη μέση της πλατείας παραξενεμένες. Είχαν μείνει ακίνητες, μέχρι που άκουσαν βαριά βήματα να έρχονται προς το μέρος τους. Ξαφνικά γύρισαν φοβισμένες για να δουν από πού ερχόταν τα βήματα. Αυτό που αντίκρισε η Ζωή ήταν τρομερό. Ήταν ο άντρας που είχε δει στο όνειρο. Δεν υπήρχε αμφιβολία να μην ήταν αυτός. Ήταν όπως ακριβώς τον είχε δει στο όνειρό της. Ψηλός γύρω στο 1.80, αδύνατος, με εκείνες τις ωραίες μπούκλες. Φορούσε εκείνη τη μαύρη στολή και στο χέρι του κρατούσε την κόκκινη ράβδο.

Η Ζωή γνωρίζοντας τις κινήσεις του, τον ρώτησε ποιος ήταν. Εκείνος της απάντησε πως ήταν ο άρχοντας της Γης. Τα κορίτσια κοιτάχθηκαν συνοφρυωμένα. Η Ζωή κατάλαβε πως ετοιμαζόταν να κάνει κάτι και πήγε να τον σταματήσει. Όμως δεν τα κατάφερε. Ο άντρας της έδωσε ένα δυνατό σπρώξιμο και βρέθηκε στο πάτωμα. Οι φίλες της αμέσως έσπευσαν να τη βοηθήσουν να σηκωθεί. Έπειτα ο αποκαλούμενος «Άρχοντας της Γης» ψιθύρισε κάτι. Στη συνέχεια χτύπησε δυνατά δύο φορές τη ράβδο στο έδαφος. Μετά από λίγο τις κοίταξε και συνέχισε τους ψιθύρους του.

Η ζωγραφιά είναι της Ευθυμίας Ριμπίδου

Έπειτα είπε κάτι σε μία άλλη γλώσσα και μετά άνοιξε τα χέρια του διάπλατα όπως είχε γίνει και στο όνειρο. Σήκωσε τη ράβδο ψηλά και καυσαέρια ξεχύθηκαν παντού. Η  Ζωή και οι φίλες της έκλαιγαν με λυγμούς βλέποντας τα πουλιά να σωριάζονται στο έδαφος, τους κάδους άδειους από το περιεχόμενο τους και τα σκουπίδια ακριβώς δίπλα χυμένα στα πεζοδρόμια. Το καυσαέριο να κυριαρχεί παντού, ενώ το συντριβανάκι της πλατείας που πάντοτε ήταν καθαρό είχε γίνει μαύρο από τη βρωμιά.

Ήταν ένα μολυσμένο τοπίο. Τα κορίτσια έτρεξαν προς το σπίτι της Ζωής που ήταν το πιο κοντινό από όλα. Μόλις τις είδε η κυρία Μελίνα την αγκάλιασε κλαίγοντας. Είχε ανησυχήσει τόσο πολύ για την μικρή Ζωή. Μετά από όλα αυτά, ένα ήξερε η Ζωή, πως ήταν κάτι το εξωπραγματικό, κατείχε μια δύναμη που δεν είχε κανένας άλλος στον κόσμο, να βλέπει το μέλλον!

 

Κεφάλαιο 3 «Η αποκάλυψη της αλήθειας»

 

Ήταν πολλά πράγματα που έπρεπε να πει στην κυρία Μελίνα.

«Οραματίζομαι το μέλλον!» είπε. Εκείνη την κοίταξε αγριεμένα και ξεφώνισε «Ίδια ο πατέρας σου!». Η Ζωή παραξενεύτηκε. Ποτέ δεν της είχε μιλήσει για τον πατέρα της. Ήθελε να μάθει και άλλα. Όμως η κυρία Μελίνα την κοίταξε τόσο αγριεμένα που αποφάσισε να μην μιλήσει. Πήγε στο δωμάτιο της και άρχισε να μονολογεί. Τα κορίτσια την περίμεναν στο καθιστικό. Μετά από περίπου δύο ώρες βγήκε και είπε στις κολλητές της:

«Πρέπει να πάρουμε εκείνη τη ράβδο!»

Όμως η κυρία Μελίνα είπε «Δεν έχετε να πάτε πουθενά!»

Η Ζωή την κοίταξε με όλη της την αποφασιστικότητα. Αλλά τζίφος, η κυρία Μελίνα δεν άλλαζε γνώμη. Τα κορίτσια μη μπορώντας να πάνε πουθενά κοιμήθηκαν στο σπίτι της. Το βράδυ η Ζωή είδε ένα όνειρο. Αμέσως ξύπνησε να το πει στις φίλες της. Είχε δει ένα μικρό σπιτάκι σε μία πεδιάδα. Η οδός του σπιτιού ήταν Αρχιστράτηγου 27. Κατάλαβε πως έπρεπε να πάει εκεί. Αφού είπε τα πάντα στις δύο πιστές φίλες, πήραν εισπνεόμενα για να προστατευθούν από τα καυσαέρια και έφυγαν χωρίς να τους πάρει κανένας είδηση. Ήξεραν την πεδιάδα που βρισκόταν το σπίτι. Εκεί έπαιζαν συνήθως τα καλοκαίρια.

Την ανέβηκαν και το βρήκαν. Έπειτα χτύπησαν την πόρτα και άνοιξε. Τα κορίτσια αντίκρισαν έναν γέρο με καμπούρα και μπαστούνι. Τις άφησε να περάσουν. Το σπίτι είχε μια μικρή κουζινούλα και ένα καθιστικό. Εκείνος είπε:

«Σε περίμενα Ζωή». Τους έκανε νόημα να καθίσουν.

«Είμαι σαν και εσένα», είπε. «Είδα πως θα ερχόσουν.»

Η Ζωή παραξενεύτηκε.

«Μα νόμιζα πως ήμουν η μόνη.»

«Κι όμως δεν είσαι. Και ο μπαμπάς σου είχε αυτό το χάρισμα.»

«Πότε πέθανε;»

«Το βράδυ που γεννήθηκες. Σε αγαπούσε πολύ!»

Ένα δάκρυ έπεσε από τα ματάκια της Ζωής.

«Είμαι ο παππούς σου» είπε.

Η Ζωή ήθελε να μάθει και άλλα.

«Γιατί δεν με αναζήτησες τόσα χρόνια;»

«Ήρθα πολλές φορές στο σπίτι της κυρίας Μελίνας, αλλά δεν με άφησε να σε δω. Σε ήθελε δικιά της».

«Οι γονείς μου από τι πέθαναν;»

«Η μαμά σου ήταν βαριά άρρωστη. Μόλις σε γέννησε πέθανε. Ο μπαμπάς σου από κατάθλιψη που την έχασε, λίγο πριν πεθάνει σε έδωσε στην κυρία Μελίνα. Αυτό είναι όλο».

Η Ζωή δεν είπε τίποτα. Όταν συνήλθε λιγάκι ρώτησε για τη ράβδο. Ο παππούς της ήξερε πολλά πράγματα για αυτό το θέμα. Της είπε πως όποιος την είχε ήταν παντοδύναμος. Μπορούσε να επιχειρήσει καλά και κακά πράγματα για την ανθρωπότητα. Όμως είχε την ικανότητα και να την καταστρέψει αν αυτό ήθελε. Ο κάτοχος της ονομάζεται «Άρχοντας της Γης» είπε.

«Αυτή η ράβδος πλέον δεν βρίσκεται σε καλά χέρια. Αυτοί που την έχουν θέλουν να προκαλέσουν άσχημα πράγματα στον πλανήτη μας. Πρέπει να βρεθεί κάποιος γενναίος με καλές προθέσεις. Θα πήγαινα εγώ όμως πλέον είμαι πολύ μεγάλος και αδύναμος».

«Θα πάω εγώ!» είπε η Ζωή.

Ο γέρος αρνήθηκε στην αρχή αλλά δεν μπόρεσε να της αντισταθεί. Της είπε τις δυσκολίες και τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζε. Το κορίτσι δεν άλλαζε γνώμη. Ήταν αποφασισμένη να παλέψει με νύχια και με δόντια. Στη συνέχεια της έδωσε συμβουλές για το που και το πώς θα έφθανε στον άρχοντα. Θα έπρεπε να κατευθυνθεί ψηλά στις κορυφές των βουνών. Εκεί βρισκόταν το περίτεχνο βασίλειο του. Η μικρούλα εγγονή του τον ευχαρίστησε και πήρε τον δρόμο για τις βουνοκορφές.

 

Κεφάλαιο 4 «Το παλάτι του Άρχοντα»

 

Καθώς ανέβαιναν το μονοπάτι γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Παρόλα αυτά οι τρεις φίλες δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό. Πέρασαν από πολλούς κινδύνους. Μία φορά παραλίγο να τις έβρισκαν λύκοι, αλλά ήταν πολύ καλά κρυμμένες. Μετά από πολλές ώρες ανάβασης, αγωνίας, φόβου και κούρασης, έφτασαν στον προορισμό τους. Στο μεγάλο βασίλειο του Άρχοντα. Ήταν πολύ μεγάλο και ψηλό, μαύρο στο χρώμα με μεγάλους προβολείς. Είχε μία μεγάλη πόρτα με σύμβολα και μία όμορφη ταράτσα.

Το παράξενο ήταν ότι δεν είχε κανέναν φρουρό. Το καυσαέριο κινιόνταν ασταμάτητα στον αέρα. Τα κορίτσια άνοιξαν θυμωμένες την πόρτα. Αντίκρισαν έναν διάδρομο με πολλούς πίνακες που στο βάθος του είχε σκάλες. Έτρεξαν κατευθείαν προς τις σκάλες και τις ανέβηκαν. Βρέθηκαν σε ένα δωμάτιο με ένα μεγάλο χαλί και σκάλες. Αυτή τη φορά έφτασαν στην ταράτσα. Εκεί βρισκόταν ο άντρας με τη ράβδο στο χέρι. Η Ζωή πήγε να του αρπάξει τη ράβδο αλλά αυτός την ακινητοποίησε. Έπειτα χίμηξε πάνω του η Άννα και τον ξάπλωσε ακριβώς δίπλα από τη Ζωή. Όμως ο Άρχοντας δεν έλεγε να αφήσει τη ράβδο.

«Γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε η Ζωή.

«Επειδή θέλω να είμαι ο ανώτερος από όλους, ακόμα και από τη Γη!» είπε ο Άρχοντας.

«Δεν έχεις φρουρούς;» ρώτησε η Γεωργία.

«Όχι» είπε ο άντρας.

«Θα ήθελαν να μου κλέψουν τη ράβδο, όπως εσείς! Αλλά δεν θα τα καταφέρετε. Είμαι πολύ δυνατός και εσείς σαν μυρμηγκάκια».

Αυτό εξόργισε τα κορίτσια. Ο άντρας είχε σηκωθεί και εκεί που δεν το περίμενε κανείς, η Ζωή του άρπαξε την ράβδο, τον ακινητοποίησε και άρχισε να τον κλωτσάει. Η Άννα της έδωσε σχοινιά, τον έδεσαν και τον τοποθέτησαν σε μία καρότσα. Έπειτα κατευθύνθηκαν προσεκτικά προς το σπίτι του γέρου. Τα είχαν καταφέρει!

 

Κεφάλαιο 5 «Το τέλος»

 

Όταν έφθασαν στο σπίτι είδαν το γέρο τόσο ανήσυχο που τον λυπήθηκαν. Χάρηκε τόσο που τις είδε, αλλά πιο πολύ για την εγγονούλα του. Την πήρε στην αγκαλιά του και την έσφιξε δυνατά. Έπειτα την άφησε κάτω και πήρε τη ράβδο και ένα βιβλίο. Ψιθύρισε κάτι και μέσα σε δύο δευτερόλεπτα εξαφανίστηκαν τα καυσαέρια. Όλα έγιναν όπως πριν. Στη συνέχεια πήγαν τον άνδρα στην αστυνομία όπου του πρόσφεραν ένα ωραίο κελί.

Η Ζωή και οι φίλες τις έγιναν διάσημες. Τα κορίτσια μίλησαν για όλα αυτά που βίωσαν.

«Μπορεί το κακό να υποχώρησε αλλά πρέπει από εδώ και πέρα να προσέχουμε τον πλανήτη μας.» είπαν όλες μαζί.

«Να μην σπαταλάμε το νερό, να μην πετάμε τα σκουπίδια όπου να είναι. Να κάνουμε ανακύκλωση, να προσπαθήσουμε να μην μολύνουμε την ατμόσφαιρα.»

Με αυτά τα λόγια ο κόσμος άλλαξε συνήθειες και προσπάθησε για το καλό του πλανήτη. Όσο για τη Ζωή πήγε να μείνει με τον παππού της, αφού ευχαρίστησε την κυρία Μελίνα για τα χρόνια που της χάρισε. Ο παππούς για το καλό όλων, έσπασε τη ράβδο και αυτή έχασε τη δύναμη της. Η Ζωή έζησε μια ευτυχισμένη ζωή με τον παππού της.

Είχε σώσει τον πλανήτη!

 

 

Η συγγραφέας

Είμαι η Ευθυμία Ριμπίδου και γεννήθηκα στις 27 Ιουνίου του 2008. Από πολύ μικρή πηγαίνω μπαλέτο και τον τελευταίο χρόνο ασχολούμαι και με το στίβο. Μία από τις πολυαγαπημένες μου ασχολίες είναι να διαβάζω βιβλία. Τα αγαπημένα μου βιβλία είναι το «Χάτσικο», «Ο φίλος μου ο Κρένσο» και «Το αγόρι με τη ριγέ πυτζάμα». Ο αγαπημένος μου συγγραφέας είναι ο Roald Dahl, επειδή ξεπερνάει κάθε όριο φαντασίας! Επίσης μου αρέσει πολύ ο Χάρι Πότερ και το «Αστέρι του Βορρά».

Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη που πήρα μέρος σε αυτή τη συγγραφή παραμυθιού, γιατί άνοιξε νέες ιδέες στο μυαλό μου και νέες πόρτες για εξερεύνηση. Ελπίζω στο μέλλον να μου ξαναδοθεί μια τέτοια ευκαιρία γιατί πραγματικά την απόλαυσα.

 

Advertisement
Categories: Διαγωνισμός Συγγραφής Παραμυθιού 2020, Παραμύθια παιδιών | Ετικέτες: ,,,,,, | Σχολιάστε

Πλοήγηση άρθρων

Εδώ σχολιάζετε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: