(Το ακόλουθο παραμύθι απευθύνεται σε ενήλικες – Απόδοση: Χρήστος Πασ. Τσίρκας)
Ζούσε κάποτε σε μια μικρή πολιτεία ένα ζευγάρι. Φτωχοί κι οι δυο τους, ίσα που τα φέρνανε βόλτα για τα καθημερινά τους έξοδα. Ο άντρας είχε ένα εργαστήρι κεραμεικής ενώ η γυναίκα του έπλεκε στο σπίτι διάφορα πλεκτά και τα πουλούσε από εδώ κι από εκεί. Μα είχε ένα κουσούρι η αθεόφοβη. Πολλές φορές, όταν έλειπε ο άντρας της, της άρεσε να μπάζει άλλους άντρες και να ζει κολασμένες στιγμές.
Ένα πρωινό που ο άντρας της είχε φύγει για το εργαστήρι του, αυτή δίχως να χάσει χρόνο, έστειλε μήνυμα σε έναν από τους εραστές της κι αυτός πολύ σύντομα περνούσε το κατώφλι του σπιτιού της. Αυτή τράβηξε το σύρτη κι άρχισαν να ανταλλάσουν φιλιά και χάδια. Δεν πέρασε πολύ ώρα και ο άντρας της γυναίκας επέστρεψε σπίτι. Προσπάθησε να μπει μα δεν τα κατάφερε. Αντί να ανησυχήσει, σκέφτηκε ότι η γυναίκα του κλείδωσε την πόρτα για να μην μπορεί να μπει κανείς μέσα και χάρηκε για την τιμιότητά της. Έτσι, χτύπησε δυνατά και της φώναξε να ανοίξει.
Το παράνομο ζευγάρι από μέσα, δεν πρόλαβε να τελειώσει την πράξη του. Ο εραστής τα έχασε με την απρόσμενη επιστροφή του συζύγου. Όχι όμως και η γυναίκα που το πονηρό της μυαλό τα είχε όλα προμελετημένα και σχεδιασμένα για παν ενδεχόμενο.
Έκρυψε τον εραστή της σε ένα μεγάλο ξύλινο βαρέλι που είχαν στο υπόγειο και έτρεξε να ανοίξει στον άντρα της. Αυτός με το που μπήκε σπίτι, δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη κι αυτή τον περιέλαβε για τα καλά…
Μα καλά, με άδεια χέρια μου έρχεσαι σπίτι; Όλα από εμένα τα περιμένεις; Έχω χαλάσει τα δάχτυλά μου με το πλέξιμο μέρα και νύχτα για να μας ζω, κι εσύ τίποτα; Με έχεις χαντακώσει εδώ μέσα. Βλέπω την γειτόνισσά μας και την ζηλεύω που αυτή καλοπερνάει την ζωή της, με τα λούσα της, τις ανέσεις της και τους αγαπητικούς της.
Μαζεύτηκε ο άντρας της στην αρχή και δειλά πήρε το λόγο και της απάντησε.
Γύρισα νωρίς βρε γυναίκα γιατί αν και δεν είχα δουλειά στο εργαστήρι, παρόλα αυτά κατάφερα να μας εξασφαλίσω ένα μεροκάματο για σήμερα. Βρήκα αγοραστή για το βαρέλι που έχουμε στο υπόγειο και σαπίζει. Θα μου δώσει εφτά ολόκληρα δηνάρια. Θα έρθει κατά το μεσημεράκι για να το πάρει και ήρθα για να το καθαρίσω λίγο.
Σαν κεραυνός έπεσε η πληροφορία αυτή στο κεφάλι της γυναίκας του, μα γρήγορα πήρε στροφές το πονηρό μυαλό της και του απάντησε…
Χαρά στο πράγμα. Μεγάλο κατόρθωμα έκανες. Εγώ που είμαι όλη την ημέρα κλεισμένη στο σπίτι, κατάφερα να το πουλήσω για δώδεκα δηνάρια.
Τα έχασε ο άντρας της με αυτήν την εξέλιξη…
Και ποιος είναι αυτός βρε γυναίκα;
Να, ένας περαστικός έμπορος. Τώρα μάλιστα είναι κάτω και το κοιτάζει.
Ο εραστής που ήταν κρυμένος στο βαρέλι και άκουγε την συζήτηση, βγήκε αμέσως έξω κι όταν το ζευγάρι κατέβηκε στο υπόγειο τον βρήκε να το περιεργάζεται σχολαστικά. Έπειτα γύρισε και είπε προς την γυναίκα…
Πολλά νομίζω πως είναι τα δώδεκα δηνάρια που μου ζητάς. Έχει αρχίσει να φθείρεται το βαρέλι. Βέβαια, θέλω να το δω κι εσωτερικά…
Ακούγοντας τα λόγια του ξένου, ο άντρας ζήτησε να του δώσει λίγο χρόνο για να το καθαρίσει από μέσα και με ένα σάλτο βρέθηκε στο εσωτερικό του βαρελιού. Με μια σπάτουλα και λίγο σύρμα άρχισε να το καθαρίζει ενώ από έξω ο εραστής άρχισε να χαϊδολογάει και πάλι την γυναίκα η οποία τώρα είχε ακουμπήσει την κοιλιά της στο εξωτερικό του βαρελιού, το κεφάλι της βρισκότανε στο χείλος του και υποδείκνυε στον άντρα της ποια σημεία του ξέφυγαν και θέλουν καλό καθάρισμα.
Αφού τελείωσε ο σύζυγος το καθάρισμα του βαρελιού, κι ο εραστής την ικανοποίηση της γυναίκας του, τελικά επαναδιαπραγματεύτηκαν την τιμή του βαρελιού και συμφώνησαν στα δέκα δηνάρια και την μεταφορά την έκανε ο απατημένος σύζυγος!