Ήταν κάποτε ένα αγόρι, ο Χαρούλης. Το ονόμασαν έτσι γιατί αν και φτωχό και ορφανό ήταν πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Έπαιζε στα πανηγύρια με την φυσαρμόνικα του και κέρδιζε έτσι το ψωμί του. Κι έπαιζε πολύ όμορφη μουσική που όλοι έτρεχαν να τον ακούσουν.
Μια μέρα σ’ ένα πανηγύρι ο Χαρούλης έπαιζε πολλή ώρα. Όταν τελείωσε ο κόσμος τον χειροκρότησε και του έλεγε πόσο πολύ τους ευχαρίστησε. Ένα καλοντυμένος κύριος τον πλησίασε τότε και του είπε:
Μου δίνεις μια στιγμή την φυσαρμόνικά σου να τη δω;
Ευχαρίστως άρχοντα μου, μα θα είσαι ξένος γιατί δεν έτυχε να σε ξαναδώ στα μέρη μας.
Ναι είμαι ο άρχοντας Μαρόκ και μένω μακριά από δω.
Ο Χαρούλης του έδωσε την φυσαρμόνικά του, ο άρχοντας την πήρε κι αμέσως εξαφανίστηκε από τα μάτια του παιδιού. Ο Χαρούλης φώναζε κι έτρεχε παντού ρωτώντας τον κόσμο αν ήξεραν τον ξένο. Μα κανένας δεν ήξερε να του πει, ούτε κανένας είχε ακουστά το όνομα αυτό. Λυπημένο το παιδί βγήκε από το χωριό και άρχισε να περπατά. Περπάτησε για μέρες και νύχτες ρωτώντας όποιον έβρισκε στο δρόμο του, ώσπου κάποιος γέρος του είπε μια μέρα:
Ο άρχοντας Μαρόκ; Δεν ξέρω πού κάθεται, ξέρω όμως, πως εδώ στο ποτάμι έρχεται και πλένει η κόρη του. Να τη, πλένει και τώρα.
Ο Χαρούλης τον ευχαρίστησε κι έτρεξε στο ποτάμι, όπου βρήκε ένα πανέμορφο κορίτσι που έπλενε. Πλησίασε και της είπε:
Δείξε μου σε παρακαλώ πού μένει ο πατέρας σου, ο άρχοντας Μαρόκ.
Τι τον θέλεις;
Να μου δώσει πίσω τη φυσαρμόνικα μου που μου πήρε στο πανηγύρι.
…της απάντησε.
Τότε το κορίτσι τον κοίταξε καλά καλά και του είπε:
Δεν είμαι κόρη του, κι ούτε αυτός είναι άρχοντας. Μ’ έχει αρπάξει και μένα σ’ ένα πανηγύρι, όπως και τη φυσαρμόνικα σου και μ’ έχει κάνει σκλάβα του. Θα σε βοηθήσω και θα σου πω πού κάθεται αν και μου το έχει απαγορεύσει.
Τον δασκάλεψε τότε να την ακολουθήσει κι όταν θα την δει να μπαίνει στο σπίτι, θα περιμένει λίγο κι ύστερα θα χτυπήσει την πόρτα.
Έτσι κι έγινε. Το κορίτσι πήρε τα ρούχα που έπλυνε κι ύστερα ανέβηκε σ’ ένα ψηλό κι έρημο βουνό που στην κορυφή του ήταν ένας ψηλός πύργος. Όταν μπήκε μέσα, ο Χαρούλης περίμενε να περάσει μια ώρα κι ύστερα χτύπησε την πόρτα. Ο ίδιος ο άρχοντας Μαρόκ ήρθε και του άνοιξε, μα όταν τον αντίκρυσε αγρίεψε.
Τι θέλεις εδώ;
…του είπε απότομα.
Τη φυσαρμόνικα μου.
…είπε το παιδί.
Ο Μαρόκ τον έμπασε μέσα κι έκλεισε την πόρτα. Τον πήγε σε μια μεγάλη αίθουσα που στο κέντρο είχε ένα τραπέζι γεμάτο με πλούσια και καλομαγειρεμένα φαγητά.
Κάτσε να φας πρώτα.
…του είπε.
Μα μόλις ο Χαρούλης πήγε να απλώσει το χέρι του να φάει γιατί πεινούσε πολύ, αμέσως όλα τα φαγητά χάθηκαν. Αλλά και ο άρχοντας Μαρόκ είχε εξαφανιστεί κι αυτός από μπροστά του.
Το κορίτσι τότε του εξήγησε ότι ο άρχοντας πήγε να κοιμηθεί.
Αύριο το πρωί θα σου πει να ξελογγιάσεις ένα κομμάτι από το βουνό, για να σου δώσει τη φυσαρμόνικα σου. Κοίταξε να πάρεις την παλιά αξίνα από τις δύο που θα σου δώσει και να μη με μαρτυρήσεις.
Έτσι κι έγινε. Το άλλο πρωί ο άρχοντας Μαρόκ έδωσε στο παιδί δύο αξίνες, μια παλιά και μια καινούρια και του είπε:
Για να πάρεις πίσω τη φυσαρμόνικά σου πρέπει να ξελογγιάσεις ως το μεσημέρι αυτό το κομμάτι του βουνού. Αν δεν το κάνεις, ούτε τη φυσαρμόνικά σου θα πάρεις, αλλά θα σε κλείσω και στο υπόγειο του πύργου μου για δέκα χρόνια.
Ο Χαρούλης πήρε τις αξίνες, από τη σαστιμάρα του όμως αντί για να σκάβει με την παλιά, άρχισε να σκάβει με την καινούρια. Έτσι αντί σε κάθε αξινιά να ξεριζώνει τ’ αγριόκλαδα, φύτρωναν πιο πολλά και πιο πυκνά από πρώτα. Έσκαβε, έσκαβε, ώσπου κόντευε να μεσημεριάσει και το βουνό είχε γίνει πιο πυκνό και πιο αδιάβατο, γεμάτο δέντρα και άγρια κλαδιά. Τότε θυμήθηκε την παλιά αξίνα. Με τις πρώτε αξινιές που έριξε, τι να δει! Όλο το μέρος καθάρισε κι ήταν έτοιμο θαρρείς για να το σπείρουν.
Δώσε μου τώρα τη φυσαρμόνικά μου.
…είπε ο Χαρούλης, ενώ ο άρχοντας είχε ζαρώσει τη φρύδια του από την δυσαρέσκεια του.
Θα μου αδειάσεις ως το βράδυ και το πηγάδι της αυλής μου κι ύστερα θα στη δώσω. Αν όμως δεν το αδειάσεις, θα σε κλείσω είκοσι χρόνια στο υπόγειο.
Ο Χαρούλης πήγε στο πηγάδι αφού δεν είχε κι άλλη επιλογή, πήρε τον καινούριο κουβά που ήταν δεμένος στο σκοινί κι άρχισε να βγάζει νερό. Όσο έβγαζε όμως τόσο το πηγάδι γέμιζε νερό, ώσπου στο τέλος άρχισε να ξεχειλίζει και να χύνεται. Ο Χαρούλης τα έχασε και δεν ήξερε τι να κάνει. Κάθισε να ξαποστάσει μια στιγμή και το μάτι του πήρε έναν παλιό και σκουριασμένο κουβά με δύο μεγάλες τρύπες.
Δεν τον παίρνω κι αυτόν να δοκιμάσω;
Αναρωτήθηκε. Δοκίμασε και μ’ αυτόν τον κουβά λοιπόν και το πηγάδι άδειασε κατευθείαν. Ο άρχοντας Μαρόκ τσατίστηκε ακόμη περισσότερο και πήρε το παιδί στην άκρη του βουνού.
Βλέπεις αυτόν τον βράχο; Εδώ θέλω να μου χτίσεις ένα σπίτι με δώδεκα πατώματα και αύριο που θα έρθω να το βρω έτοιμο. Πάρε κι αυτόν τον κασμά να κόβεις τις πέτρες. Αν το έχεις έτοιμο, θα σου δώσω τη φυσαρμόνικά σου, αν όμως δεν το έχεις, θα σε κλείσω στο υπόγειο για όλη σου τη ζωή.
Το κακόμοιρο το παιδί πήρε τον κασμά κι άρχισε να χτυπά το βράχο. Ο κασμάς ήταν πολύ βαρύς και πονούσε όλο του το σώμα, μα όσο δούλευε, τόσο ψήλωνε ο βράχος. Έκλαιγε γιατί καταλάβαινε ότι δε θα τα κατάφερνε. Μια σιγανή φωνούλα όμως ακούστηκε δίπλα του.
Πάρε τούτο τον κασμά και χτύπησε το βράχο.
Βρέθηκε στο χέρι του ένας παλιός κασμάς και άρχισε να χτυπάει το βράχο μ’ αυτόν ο Χαρούλης. Και τι να δει! Ένα υπέροχο παλάτι στήθηκε μπροστά του. Μετράει τα πατώματα…. δώδεκα!
Πρωί πρωί, να σου και ο μάγος. Μόλις είδε το παλάτι έτοιμο, έβγαλε τη φυσαρμόνικα και την έδωσε στο Χαρούλη. Αμέσως άρχισε να ζαρώνει τα φρύδια του τόσο πολύ ώσπου χάθηκαν ολότελα. Και σε λίγο χάθηκε κι αυτός ο ίδιος. Πότε πια κανένας δεν τον ξαναείδε, ούτε ξανάκουσε τίποτε γι αυτόν.
Ο Χαρούλης πήρε το κορίτσι που το βοήθησε και κατέβηκαν το βουνό. Περπάτησαν περπάτησαν μέρες και νύχτες ώσπου έφτασαν σε μια μεγάλη πολιτεία όπου ήταν το σπίτι του κοριτσιού. Ο πατέρας της και η μητέρα της, τρελάθηκαν από τη χαρά τους που είδαν το κοριτσάκι τους που το νόμιζαν χαμένο κι ευχαρίστησαν με δάκρυα στα μάτια τον Χαρούλη.
Ο Χαρούλης γελαστός τώρα πια, γύριζε πάλι σαν πρώτα στα πανηγύρια κι έπαιζε με την φυσαρμόνικά του όμορφους και χαρούμενους σκοπούς.