Μπαλ σεντέν, μασάλ μπεντέν

– (παραμύθι Καππαδοκίας) – 

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας βασιλιάς που είχε ένα μεγάλο βασίλειο. Βρήκε μια καλή γυναίκα, την παντρεύτηκε και έκαναν ένα όμορφο, καλό και έξυπνο παιδάκι. Το παλάτι ήταν καταμεσής σε ένα όμορφο δάσος και όλα τα παράθυρά του ήταν μεγάλα, να μπαίνει μέσα στις σάλες και στα δωμάτια το φως κι ο ήλιος και να μαλακώνει τις ψυχές.

Αρκετά μακριά από το παλάτι ήταν ένας μεγάλος λάκκος. Εκεί οι υπηρέτες έριχναν τα αποφάγια. Πήγαινε και ένας γέρος φτωχός, κουρελής και πεινασμένος κι έψαχνε να φάει.

Μια μέρα, το βασιλόπουλο με την δασκάλα του, κάνοντας τον περίπατό τους, χάθηκαν και βρέθηκαν να περνάνε από εκείνο το μέρος. Το παιδί ξαφνιάστηκε τόσο πολύ που είδε την παράξενη μορφή του γέρου που δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Το κατάλαβε εκείνος και του είπε χαμογελώντας:

Στης ζωής τα μονοπάτια, είδα πλούτια και παλάτια

Τώρα είμαι ένας γέρος, δίχως τόπο, δίχως μέρος

Σε καλύβι δεν χωράω, στ΄άχρηστα ψάχνω να φάω

Πέρασε η ζωή ποτάμι κι έμεινα ένα καλάμι.

Και μετά άρχισε να του λέει ένα παραμύθι:

Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε να σε χαρώ, αρχοντόπουλο με γνώση… ξύπναγε πριν ξημερώσει…

Και το βασιλόπουλο άρχισε να ταξιδεύει με το νου σε μέρη μαγικά, με νεράιδες στα δάση, πουλιά με ανθρώπινη λαλιά, μυλωνάδες και νερόμυλους. Μα η ώρα περνούσε και η παιδονόμος του το τράβηξε να γυρίσουν στο παλάτι πριν ο γερο-παραμυθάς τελειώσει. Το πρώτο πράγμα που ζήτησε μόλις άνοιξε τα ματάκια του την επόμενη μέρα ήταν να πάει πάλι κοντά στον γέρο. Κι όταν ήρθε η ώρα να γυρίσουν στο παλάτι το παραμύθι πάλι δεν είχε τελειώσει. Μα η δασκάλα φοβόταν να μην αργήσουν. Λέει τότε ο γέρος στο παιδί:

Mπαλ σεντέν, μασάλ μπεντέν!

Ρώτησε το παιδί την παιδονόμο του να μάθει τι σήμαιναν αυτά τα λόγια κι εκείνη του εξήγησε:

Ζητάει να του δίνεις μέλι κι εκείνος θα σου δίνει παραμύθι.

Πάει το παιδί στον πατέρα του και λέει:

Πατέρα, θέλω να μου φέρεις μέλι να δυναμώνω. Μα να φέρεις πολύ για να κρατήσει μέρες πολλές.

Παραγγέλνει ο πατέρας και φέρνουν πέντε βαρέλια μέλι. Την άλλη μέρα το πρωί, παίρνει το βασιλόπουλο όσο μέλι μπορούσε να σηκώσει με τα χεράκια του και πάει πάλι στον γέρο-παραμυθά. Και οι μέρες περνούσαν… μα το παραμύθι δεν τελείωνε. Τελείωσε όμως το μέλι. Μια και δυο το παιδί πάει πάλι στον πατέρα.

Πατέρα μου, το μέλι τελείωσε και σου ζητώ να μου φέρεις κι άλλο.

Ο βασιλιάς απόρησε. Πώς είναι δυνατόν να τελείωσε τόσο γρήγορα το μέλι. Υποψιάστηκε ότι κάποιος έκλεβε το μέλι του παιδιού του. Παραγγέλνει καινούριο αλλά βάζει ανθρώπους του να παρακολουθούν. Και η αλήθεια φανερώθηκε. Το μέλι του παιδιού του πήγαινε στον ζητιάνο. Φωνάζει τότε το παιδί κοντά του.

Παιδί μου,εγώ σου φέρνω το πιο καλό μέλι του τόπου, το πιο γλυκό και δυναμωτικό, κι εσύ πας και το δίνεις στον ζητιάνο;

Αχ πατέρα, το μέλι είναι γλυκό μα το παραμύθι είναι πιο γλυκό. Κι εγώ μέλι δεν θέλω. Παραμύθι θέλω.

Όσο και να προσπάθησε ο πατέρας το παιδί γνώμη δεν άλλαζε. Δίνει διαταγή να φέρουν μπροστά του τον ζητιάνο:

Εσύ λοιπόν είσαι που κλέβεις το μέλι μου;

Α, βασιλιά μου, εγώ το μέλι τ’ αγαπώ. Μα δεν το κλέβω, το αγοράζω.

Το αγοράζεις; Δεν λες καλύτερα ότι κορόιδεψες το παιδί μου και το έκαμες να κλέβει την περιουσία μου;

Άρχοντα μου, να με σχωρνάς! Εγώ νόμιζα πως είχες γνώση της υπόθεσης. Μα σαν μου λες αυτά, σου υπόσχομαι πως από τώρα σταματάω το παραμύθι και άλλο δεν συνεχίζω.

Ακούει το παιδί τα λόγια του γέρου το πιάνουν τα κλάματα. Κανείς δεν μπορούσε να το σταματήσει. Πικράθηκε ο βασιλιάς με τον πόνο του παιδιού, δεν άντεχε η καρδιά του. Λέει τότε στον γέρο:

Κάτσε, βρε γέρο, να ακούσω τι είναι αυτά που λες του παιδιού μου και να κρίνω κι εγώ μονάχος μου!

Κάθεται ο βασιλιάς, κάθεται κι ο γέρος. Πιάνει το παραμύθι, όχι από την αρχή μα από εκεί που τ’ άφησε του παιδιού. Κι όμως ο βασιλιάς απορροφήθηκε. Σε λίγο ήρθε κι έκατσε δίπλα του και η βασίλισσα. Κι αποξεχάστηκε κι αυτή. Και μετά ήρθαν και οι σύμβουλοι του βασιλιά. Όλοι άκουγαν μαγεμένοι και ξέχασαν και τις δουλειές τους.  Έρχεται κάποια στιγμή το βασιλόπουλο, τραβάει τον γέρο από το μανίκι:

Παππού, σταμάτα τώρα. Ήρθε η ώρα να φας το μέλι σου.

Απλώνει ο βασιλιάς το χέρι και λέει:

Άσε παιδί μου τον γέρο να τελειώσει το παραμύθι του και μετά ας φάει ό,τι θέλει.

Μα ο γέρος έκαμε υπακοή στο παιδί και σταμάτησε το παραμύθι. Δίνει τότε διαταγή ο βασιλιάς να πάρουν τον γέρο, να τον λούσουν, να τον ντύσουν,να του δώσουν να φάει ό,τι ζητήσει και μια κάμαρα να μένει.

Ο γέρος θα μείνει στο παλάτι μέχρι να τελειώσει το παραμύθι!

Μα ο γερο-παραμυθάς ζήτησε να κάνουν μια συμφωνία. Και τι λέτε να ήταν αυτή;

Μπαλ σεντέν, μασάλ μπεντέν !

«Δίνε μου μέλι, να σου δίνω παραμύθι». Έτσι κι έγινε. Κι ο γέρος έμεινε στο παλάτι. Και το παραμύθι δεν τέλειωνε ποτέ… ούτε και την μέρα που άφησε την τελευταία του αναπνοή. Μα τότε ήρθαν παραμυθάδες κατοπινοί και πήραν το παραμύθι και συνέχιζαν να το ταξιδεύουν για πολλά, πολλά χρόνια.

Γι αυτό, αν δείτε κάποιον να διηγήται παραμύθια και γύρω του οι άνθρωποι να ξεχνούν τις δουλειές τους, καθήστε να ακούσετε… ίσως να είναι αυτό του γέρου-παραμυθά. Καλού κακού να έχετε μαζί σας και μέλι. Γιατί μπορεί κι εκείνος να σας πει:

Μπαλ σεντέν, μασάλ μπεντέν!

Advertisement
Categories: Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: , | Σχολιάστε

Πλοήγηση άρθρων

Εδώ σχολιάζετε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: