Το γαϊδουράκι των Βαϊων.

Στα πολύ παλιά τα χρόνια, σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένα γαϊδουράκι. Το γαϊδουράκι αυτό είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένο από την ζωή του. Είχε μία μανούλα που το αγαπούσε και το φρόντιζε και ένα αφεντικό που του έδινε μπόλικη τροφή και δεν του έβαζε ποτέ βαρύ φορτίο στις πλάτες του. Ούτε καν ο ίδιος δεν το είχε καβαλικέψει. Όμως αυτό δεν ήταν καθόλου χαρούμενο και όλο γκρίνιαζε στην μανούλα του:

Ουφ, τι αδικία! Γιατί να μην είμαι ένα ωραίο άλογο; Γιατί να είμαι τόσο άσχημο και να έχω τόσο μεγάλα αυτιά;

Μα εκείνη το μάλωνε:

Είναι ντροπή να θέλουμε να είμαστε κάτι διαφορετικό. Ο καλός Θεός τα έπλασε όλα με σοφία και όλα για κάποιον λόγο υπάρχουν σ΄ αυτόν τον κόσμο.

Μα εκείνο ήταν πάντα κατσουφιασμένο.

Μια μέρα το αφεντικό του του έβαλε χαλινάρι και ξεκίνησε για την αγορά. Στον δρόμο όμως τους πλησίασαν μερικοί άνθρωποι και κάτι συζήτησαν με το αφεντικό. Εκείνος τότε έδωσε το  χαλινάρι σε έναν από τους άντρες και το γαϊδουράκι οδηγήθηκε μπροστά σε έναν αδύνατο άνθρωπο, με πολύ γλυκό πρόσωπο και με μάτια που, όταν σε κοίταζαν, νόμιζες ότι έφταναν μέχρι τα βάθη της καρδιάς σου. Αφού χάιδεψε την μουσούδα του, ανέβηκε απαλά στην ράχη του και όλοι μαζί ξεκίνησαν για την πολιτεία. Όσο προχωρούσαν τόσο περισσότερος κόσμος τους ακολουθούσε. Κι όταν έφτασαν πια στην πολιτεία, ήρθαν να τους προϋπαντήσουν παιδιά που κρατούσαν στα χέρια τους μεγάλα κλαδιά από φοίνικες, γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά, γέροι άνθρωποι που στηριζόταν σε μπαστούνια. Σκόρπιζαν στον δρόμο λουλούδια και φώναζαν:

Αλληλούια, αλληλούια! Ευλογημένος ο ερχόμενος, εν ονόματι Κυρίου!

Και το γαϊδουράκι προχωρούσε, όλο και προχωρούσε με τον Κύριο στην ράχη του. Και σε κάθε του βήμα αισθανόταν την καρδιά του να γεμίζει αγαλλίαση. Ένιωθε πιο σπουδαίο από όλα τα άλογα του κόσμου. Σκεφτόταν ότι η μανούλα του είχε δίκιο όταν του έλεγε ότι το κάθε πλάσμα της γης έχει τον δικό του ξεχωριστό και μοναδικό ρόλο. Καταλάβαινε ότι, αυτό, που μέχρι εκείνη την ημέρα δεν κουβάλησε τίποτε στην πλάτη του, τώρα κουβαλούσε ό,τι πιο ιερό υπήρχε πάνω στην γη!

Και όταν η πομπή σταμάτησε, ο Κύριος κατέβηκε από την ράχη του, το κοίταξε με καλοσύνη και το χάιδεψε απαλά. Κι εκείνο έσκυψε το κεφάλι γιατί κατάλαβε πως μπροστά του είχε τον Δημιουργό του!

Categories: Θρησκευτική παράδοση | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Πλοήγηση άρθρων

Εδώ σχολιάζετε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: