Διασκευή-Απόδοση: Αδελαϊς Ράπτη
Μια φορά, σε ένα φτωχό χωριό, ζούσανε δυο φίλοι, ο Γιωργής κι ο Κωσταντής. Εκεί δεν υπήρχαν μεγάλα χωράφια και τα ζώα ήταν λίγα. Έτσι οι οικογένειες τα έβγαζαν δύσκολα πέρα.
Όμως οι άνθρωποι ήταν πολύ χαρούμενοι. Κάθε πρωί καλημερίζονταν. Για τις δουλειές του καθενός μαζευόταν όλο το χωριό και βοηθούσαν ο ένας τον άλλον. Τα βράδυα κανένας δεν κλείδωνε την πόρτα του γιατί δεν φοβόταν.
Μόνο οι δυο φίλοι ήταν πάντα σκυθρωποί. Όλα τους φαινόταν λίγα. Δεν χόρταιναν, δεν γέλαγαν, όλα τους ενοχλούσαν! Αποφάσισαν λοιπόν να φύγουν από το χωριό. Κι ας ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Όλοι οι χωριανοί κατέβηκαν στην άκρη του χωριού και τους έδωσαν από κάτι να βάλουν στο ταγάρι τους, ό,τι μπορούσε ο καθένας. Τελευταίος έμεινε ο γέρος σοφός του χωριού τους.
Εγώ δεν έχω σπουδαία πράγματα να σας δώσω. Πάρτε από ένα κουτί που όμως θα το ανοίξετε όταν θα έχετε ανάγκη μεγάλη. Και θα σας πω και μια συμβουλή…
Μια σαύρα, ένας κύκλος και δυο κλειδιά θα σας σώσουν!
…είπε ο γέροντας και τους αποχαιρέτισε.
Έντεκα μέρες περπάταγαν ώσπου βρέθηκαν σε ένα φαλακρό βουνό. Μήτε δέντρο, μήτε νερό δεν έβρισκες εκεί. Παντού βράχια. Μόνο ψηλά στην κορυφή φαινόταν δέντρα πολλά και στην μέση τους ένα έλατο τόσο ψηλό και μεγάλο που λες και ακούμπαγε τον ουρανό.
Ξεκίνησαν λοιπόν τον ανήφορο να φτάσουν εκεί, να ξεκουραστούν. Μα όσο αυτοί ανέβαιναν τόσο η κορυφή ξεμάκραινε. Οι δυο φίλοι σταμάτησαν απελπισμένοι και κάθησαν σε έναν βράχο να βρουν μια λύση. Τότε πετάχτηκε ο Γιωργής και είπε στον φίλο του:
Μια σαύρα! Πρέπει να βρούμε μια σαύρα, όπως μας συμβούλεψε ο γερο-σοφός! Ας χωριστούμε και όποιος την βρει, την ακολουθεί. Μόλις νυχτώσει θα γυρίσουμε εδώ και θα μοιραστούμε ό,τι βρήκαμε.
Ο Κωσταντής όσο κι αν έψαξε δεν βρήκε τίποτε. Ο Γιωργής όμως βρήκε μια σαύρα ανάμεσα στις πέτρες και την ακολούθησε με προσοχή. Εκείνη πήγε και χώθηκε στην τρύπα ενός βράχου. Σκύβει ο Γιωργής να δει και βλέπει έναν μικρό λάκκο με λίγο νεράκι και δίπλα δύο χούφτες βρασμένους σπόρους. Άπλωσε το χέρι να βάλει τους σπόρους στο μαντήλι και το νερό στο παγούρι. Όμως, από την πολλή πείνα και δίψα, δεν άντεξε. Έπεσε με τα μούτρα και ήπιε κι έφαγε χωρίς να κρατήσει τίποτε για τον καημένο τον Κωνσταντή. Γύρισε λοιπόν, πίσω με άδεια τα χέρια και βρήκε τον φίλο του μισοπεθαμένο. Ο Γιωργής, γεμάτος λύπη κι ενοχή, τον άφησε εκεί και συνέχισε τον δρόμο για τη κορυφή μήπως και βρει τίποτε να φέρει. Μέχρι να φτάσει επάνω η πείνα και η δίψα είχαν και πάλι θεριέψει.
Όταν πια ανέβηκε, βρέθηκε σε έναν πανέμορφο κήπο, γεμάτο δέντρα με όμορφους καρπούς. Στην μέση, υψωνόταν το τεράστιο έλατο που το έβλεπαν από τους πρόποδες του βουνού. Δίπλα του υπήρχε μια λίμνη με καθάρια νερά. Τρέχει ο Γιωργής να πιει νερό, μα μόλις ακούμπησε τα χείλια του στην άκρη της, η λίμνη… ξεράθηκε! Άπλωσε το χέρι του να κόψει ένα μήλο από το διπλανό δέντρο μα η μηλιά ξεράθηκε κι αυτή! Ο Γιωργής τραβήχτηκε απογοητευμένος πίσω και τότε η λίμνη ξαναγέμισε νερό και η μηλιά έβγαλε ξανά ζουμερά μήλα. Προσπάθησε πολλές φορές να πλησιάσει μα κάθε φορά συνέβαινε το ίδιο. Είχε αρχίσει πια να νυχτώνει, όταν ξαφνικά, εμφανίστηκε μπροστά του ένας ψηλός γέροντας, με κάτασπρα μαλλιά και λαμπερά λευκά ρούχα.
Είμαι ο Γέροντας των Φώτων. Εδώ είναι το σπίτι μου. Τα δέντρα και η λίμνη είναι φίλοι μου και έχουν εχθρό τους όποιον προδίδει την φιλία. Και ξέρουμε ότι, πριν λίγο, εσύ πρόδωσες τον καλύτερό σου φίλο. Όμως σήμερα, είναι παραμονή των Φώτων και σε λυπήθηκα. Αποφάσισα να σου δώσω μια ευκαιρία να σώσεις την ζωή σου αν σώσεις κι εσύ την μοίρα της γης!
…είπε ο γέρος; κι έδειξε το μεγάλο έλατο στον Γιωργή, που είχε χάσει την μιλιά του από τον φόβο του. Ύστερα είπε πάλι:
Σε αυτό το δέντρο κατοικεί η μοίρα της γης. Κάθε Χριστούγεννα βγαίνουν παράξενοι καλικάντζαροι, που δεν μοιάζουν με τους άλλους, και προσπαθούν να ρίξουν κάτω το δέντρο. Κρύψου καλά και μόλις τους δεις σκέψου έναν τρόπο να σώσεις το δέντρο και την μοίρα της γης. Απόψε είναι η τελευταία τους ευκαιρία.
Αυτά είπε κι εξαφανίστηκε! Κρύφτηκε ο Γιωργής και περίμενε. Σε λίγο, εμφανίστηκαν οι καλικάντζαροι, άγριοι, βρώμικοι και αντί για χέρια είχαν κάτι μακριές κουτάλες που έφταναν μέχρι το χώμα. Άναψαν μεγάλη φωτιά, έβαλαν επάνω ένα καζάνι με νερό κι έριξαν μέσα βατράχια, φίδια και σκουλήκια να τα μαγειρέψουν. Όταν όμως το σιχαμερό φαγητό τους ετοιμάστηκε δεν μπορούσαν να βάλουν στο στόμα τους ούτε μια μπουκιά γιατί τα κουταλόχερά τους ήταν τόσο μακριά που κανένας δεν μπορούσε να ακουμπήσει το φαγητό στα χείλη του. Θυμωμένοι τότε και αγριεμένοι από την πείνα, ορμούσαν με δύναμη επάνω στο δέντρο που ίσα ίσα κρατιόταν από μια άκρη και ήταν έτοιμο να πέσει κάτω και να χαθεί έτσι η μοίρα της Γης.
Ο Γιωργής προσπαθούσε με αγωνία να βρει έναν τρόπο να μην γίνει το κακό. Θυμήθηκε τότε την δεύτερη συμβουλή του γερο-σοφού συγχωριανού του. Ένας κύκλος σκέφτηκε και πετάχτηκε από την κρυψώνα του. Οι καλικάντζαροι, μόλις τον είδαν, σταμάτησαν να χτυπούν το δέντρο και όρμησαν να σκοτώσουν εκείνον. Μα ο Γιωργής τους φώναξε:
Περιμένετε! Μπορώ να σας βοηθήσω να φάτε και να χορτάσετε.
Εκείνοι τον αγριοκοίταξαν αλλά σταμάτησαν και περίμεναν τα λόγια του με δυσπιστία και ανησυχία. Πεινούσαν χρόνια τώρα και θέλανε να ακούσουν τι είχε να τους πει αυτός ο ανθρωπάκος.
Ακούστε τι θα κάνετε! Σχηματίστε όλοι έναν κύκλο γύρω από το καζάνι με το φαγητό. Θα βουτάτε τις κουτάλες σας, θα γεμίζετε με φαγητό και θα ταϊζετε αυτόν που είναι απέναντί σας. Έτσι, χωρίς να κουραστείτε και βοηθώντας ο ένας τον άλλον, θα χορτάσετε όλοι!
Οι καλικάντζαροι με τα κουταλόχερα, κοιτάχτηκαν απορημένοι, έκαναν έναν κύκλο γύρω από το καζάνι και, δειλά-δειλά στην αρχή και πιο γρήγορα μετά, άρχισαν να ταϊζουν ο ένας τον άλλον. Και όσο χόρταιναν τόσο ηρεμούσαν και άρχισαν να γελάνε σαν τα παιδιά και μερικοί έκαναν και τούμπες από την χαρά τους!
Τότε, εμφανίστηκε πάλι δίπλα στον Γιωργή ο λευκός γέροντας και σηκώνοντας το χέρι του, του έδειξε το δέντρο της Γης που, όση ώρα οι καλικάντζαροι έτρωγαν και γέλαγαν, εκείνο είχε δέσει και ήταν πάλι ολόκληρο. Κοίταξε χαμογελώντας τον Γιωργή και του είπε:
Εύγε! Τα κατάφερες!
Ο Γιωργής όμως έσκυψε το κεφάλι και απάντησε:
Kαι τι να το κάνω; Τι με νοιάζει; Εγώ έχασα τον καλύτερό μου φίλο!
Μην απελπίζεσαι, Γιωργή! Ο δρόμος σου τώρα αρχίζει!
…και με αυτά τα λόγια ο γέροντας των Φώτων χάθηκε πάλι.
Όμως, κι ο Γιωργής, πριν προλάβει να τον φωνάξει, βρέθηκε ξανά μπροστά στον βράχο που τον είχε οδηγήσει η σαύρα. Κι όταν έσκυψε να κοιτάξει μέσα από την τρύπα του βράχου, είδε έκπληκτος ότι ο λάκκος είχε πάλι νεράκι και δίπλα του υπήρχαν ακόμη οι βρασμένοι σπόροι. Χωρίς να χάσει λεπτό γέμισε το παγούρι του, έβαλε και τους σπόρους στο μαντήλι του και έτρεξε να συναντήσει τον αγαπημένο του φίλο. Όταν έφτασε στο σημείο που είχαν χωριστεί με τον φίλο του, βρήκε τον Κωνσταντή να τον περιμένει σαν να μην είχαν χωριστεί την προηγούμενη μέρα. Μα τι είχε συμβεί; Ήταν όνειρο; Ήταν θαύμα;
Τίποτε δεν βρήκα, Γιωργή.
…του είπε λυπημένος ο φίλος του.
Μην στεναχωριέσαι Κωνσταντή. Κάτι βρήκα εγώ και για τους δυο μας.
Ήταν λιγοστό αυτό που έφαγαν και ήπιαν μα πήρανε λίγο δύναμη και άρχισαν να κουβεντιάζουν τι θα κάνουν. Έβαλε ο Κωσταντής το χέρι στο δισάκι του μήπως βρει τίποτε χρειαζούμενο και έπιασε το κουτί που τους είχε δώσει ο γέρο-σοφός την μέρα που άφηναν το χωριό τους. Έβγαλε κι ο Γιωργής το δικό του. Για μεγάλη τους έκπληξη μόλις άνοιξαν τα δυο κουτιά, είδανε ότι τα κλειδιά που υπήρχαν μέσα ήταν τα κλειδιά του σπιτιού τους.
Κατάλαβαν λοιπόν, ποιο ήταν το μήνυμα. Ότι δηλαδή, το ομορφότερο μέρος του κόσμου ήταν ο δικός τους τόπος, οι δικοί τους άνθρωποι που τους αγαπούσαν. Πήραν τον δρόμο της επιστροφής και όταν έφτασαν στο χωριό όλοι έτρεχαν και τους αγκάλιαζαν.
Από τότε τριγυρνούσαν πάντα μαζί και ήταν πάντα χαμογελαστοί και ευγενικοί με όλους και βοηθούσαν όποιον είχε ανάγκη.
Ψέμματα ή αλήθεια έτσι λεν’ τα παραμύθια!!!