Μύθος του Αισώπου –
Ένα ελάφι είχε διψάσει και βρέθηκε κοντά σε μια πηγή. Έσκυψε να πιει νερό και καθώς έπινε, είδε την αντανάκλασή του. Χάρηκε θαυμάζοντας τα υπέροχα κέρατά του. Μεγάλα και επιβλητικά, στόλιζαν το κεφάλι του. Έτσι όπως ήταν σκυμμένο, παρατήρησε και τα πόδια του και δεν του άρεσε που ήταν λεπτά και αδύναμα. Τον θαυμασμό για τα κέρατά του, διαδέχτηκε η στεναχώρια για την εικόνα στα πόδια του.
Ενώ έπινε ακόμη και σκεφτόταν αυτά, εμφανίστηκε ένα λιοντάρι κι άρχισε να κυνηγάει το ελάφι. Το ελάφι έτρεχε στην πεδιάδα πιο γρήγορα και ήταν πιο ευέλικτο από το λιοντάρι. Μετά από λίγο βρέθηκαν σε ένα δάσος και κάποια στιγμή το ελάφι, περνώντας κάτω από ένα χαμηλό δέντρο, σκάλωσαν τα κέρατά του στα κλαδιά του δέντρου. Έτσι, το λιοντάρι κατάφερε να το πιάσει κι άρχισε να το κατασπαράζει. Λίγο πριν ξεψυχήσει το ελάφι, ψιθίρισε…
Τί κακότυχο που είμαι. Θα μπορούσα να σωθώ από αυτά που αντιπαθούσα και τελικά με πρόδωσαν αυτά που εμπιστευόμουνα και περηφανευόμουνα για μένα.
Στους κινδύνους, η σωτηρία μπορεί να έρθει από «φίλους» που δεν το περιμέναμε κι αυτούς που εμπιστευόμασταν, τελικά να μας προδώσουν…