«Ο θαυματοποιός» – του Ανδρέα Δερμάτη

Ο Ανδρέας Δερμάτης

Ο Ανδρέας Δερμάτης

«Ο θαυματοποιός», είναι ένα παραμύθι του καλού μας φίλου και μοναδικού καραγκιοζοπαίχτη, Ανδρέα Δερμάτη από την Αίγινα. Ο δημιουργός του θιάσου σκιών «Ο Θερσίτης», της «ονειρομηχανής» και της «παραμυθιέρας», ξέρει να αποτυπώνει άρτια και ιδιαίτερα τα συναισθήματά του στο χαρτί. Μετά την άδειά του, αναδημοσιεύουμε το παραμύθι του και το φιλοξενούμε στην σελίδα μας στην κατηγορία «παραμύθια στα δίχτυα». Πάντα δημιουργικός και ευαίσθητος φίλε Ανδρέα!

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα τόπο άγνωστο και μακρινό, υπήρχε μια πολιτεία πλούσια με καταπράσινα λιβάδια που τα διέσχιζαν νερά από κρυστάλλινες πηγές, που έβοσκαν καλοθρεμμένα γιδοπρόβατα και παχουλά μοσχάρια, με τεράστιες στέρνες ξέχειλες νερό, που μέσα τους μούλιαζε της γης το χώμα, για να γίνει πηλός και από ‘κει στα χέρια των μαστόρων να πάρει μορφή, να ντυθεί με χρώμα κι έπειτα να τραβήξει το δρόμο για την αγορά.

Από τον καρπό της γης και από την τέχνη του πηλού πρόκοβε τούτη η πολιτεία και πρόκοβε καλά, κι οι κάτοικοί της ζούσαν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Μα και τα δυο από της γης τη σάρκα τα ‘παιρναν, κι η γης τα δώριζε αβαρυγκώμιστα. Το μόνο πού ‘θελε η γη ήταν νερό. Νερό από τον ουρανό, για να θρέψει το κορμί της, να γιομήσει τα πηγάδια της, να ξεχειλίσει της πηγές της και ν’ απλώσει το πράσινο ρούχο της παντού. Τροφή για ανθρώπους και ζώα. Βροχή θρέφει τη γη και η γης καρπίζει.

Ο χρόνος όμως γύρισε, ήρθε δίσεκτη εποχή, οι βροχές πάψανε, χειρότερη κι από φωτιά η ανοβριά. Έπαψε τις πηγές, άδειασε τα πηγάδια, στέγνωσε τις στέρνες κι έκαμε τον πηλό σκληρό σαν πέτρα. Τα λιβάδια ξεράθηκαν και του καυτού ήλιου η κακοπυριά φούντωνε φωτιές που έκαιγαν για μέρες. Τα καλοθρεμμένα γιδοπρόβατα και τα παχουλά μοσχάρια γίναν ισχνά κι άρρωστα, μέχρι που ψόφησαν.

Η πλούσια πολιτεία τώρα ήταν φτωχή απ’ τις φτωχότερες, ξερή πολιτεία γεμάτη σκόνη και ποντίκια. Δυστυχισμένη και μίζερη πια, οι κάτοικοί της ολημερίς κι ολονυχτίς λιτανείες κάμανε στους θεούς τους, να ρίξουν μια στάλα, μια σταγόνα νερό από τον ουρανό, μια βροχή, να καθαρίσει η πόλη από τη σκόνη και τα τρωκτικά.

Να ξαναδείξει η γης το πράσινο γλυκό της χρώμα, να ξανατρέξουν οι πηγές, να ξαναγεμίσουν τα πηγάδια, να ξεχειλίσουν οι στέρνες με τον πηλό.

MiraclesΚείνη τη δίσεκτη εποχή έφτασε στη δύστυχη αυτή πόλη ένας θαυματοποιός, που τραβούσε πίσω του δεμένο μ’ ένα χοντρό σκοινί και περασμένο στον ώμο του, ένα μεγάλο ξύλινο μπαούλο, οργώνοντας το ξερό χώμα, αναδεύοντας τη σκόνη του, στηρίζοντας το σώμα του σ’ ένα μακρύ μεταλλικό μπαστούνι.

Σαν έμαθαν οι κάτοικοι ότι ο νεοφερμένος ξένος είναι θαυματοποιός, μαζεύτηκαν όλοι γύρω του και με μπροστάρη τον Δήμαρχο άρχισαν να παρακαλούν, να θερμοπαρακαλούν, να χιλιοπαρακαλούν τον θαυματοποιό να τους δώσει μια βροχή για να τραφεί η γης και να καρπίσει, να θρέψει αυτούς και τα παιδιά τους, να πάψει η πείνα να σπαράζει τα σωθικά τους.

Ο θαυματοποιός, πρόθυμος να βοηθήσει το δύσμοιρο λαό, λέγοντας τους πως δεν χρειάζεται να τον παρακαλέσουν, αρκεί που το ζήτησαν.

Χάραξε με το μεταλλικό του μπαστούνι ένα μεγάλο κύκλο στο χώμα, όπου στο κέντρο του άναψε μια μεγάλη φωτιά, άνοιξε το μεγάλο ξύλινο μπαούλο κι έβγαλε από μέσα ένα τουμπερλέκι από μαύρο σκληρό ξύλο, ζωγραφισμένο με πολύχρωμες φιγούρες ανθρώπων και ζώων, σκεπασμένο από τη μια πλευρά μ’ ένα κομμάτι δέρμα τόσο λεπτό, που ήταν σχεδόν αόρατο. Κάθισε καταγής, αντίκρυ από τη φωτιά, έβαλε το τουμπερλέκι ανάμεσα στα πόδια του κι άρχισε να τραγουδάει ένα αλλόκοτο κι ακαταλαβίστικο τραγούδι, που το συνόδευε ο ήχος από το ξύλινο όργανο.

Ένα τραγούδι που κράτησε όλη μέρα κι όλη νύχτα, τρία ολάκερα μερόνυχτα, χωρίς σταματημό, δίχως ανάπαυση. Είχε πλημμυρίσει την πολιτεία το αλλόκοτο τραγούδι του θαυματοποιού. Ακουγόταν παντού απ’ άκρη σ’ άκρη, λες και δεν τραγουδούσε ένας, αλλά εκατό τραγουδιστάδες μαζί.

Τρία ολάκερα μερόνυχτα, χωρίς σταματημό, δίχως ανάπαυση, στο τρίτο χάραμα της μέρας μικρές σταλαγματιές βροχής άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό κι όλο και γίνονταν περισσότερες, κι όλο και γίνονταν δυνατότερες, μέχρι που η μεγάλη φωτιά στο κέντρο του κύκλου έσβησε, μα ο θαυματοποιός δεν σάλεψε από την θέση του, έμεινε εκεί, να χτυπάει ρυθμικά το τουμπερλέκι του τραγουδώντας το αλλόκοτο τραγούδι. Για τρία ολόκληρα μερόνυχτα ακόμη έμεινε καθισμένος στη μέση του κύκλου κάτω από την βροχή.

Καθώς χάραξε το πρωί της έχτης μέρας, ο θαυματοποιός έπαψε το τραγούδι του, έβαλε το τουμπερλέκι του μέσα στο μεγάλο ξύλινο μπαούλο, πέρασε το χοντρό σκοινί που το είχε δεμένο, στον ώμο του και στηρίζοντας το σώμα του στο μακρύ μεταλλικό μπαστούνι, πήρε το δρόμο που οδηγούσε στην έξοδο της πολιτείας.

Οι κάτοικοι, που με τις πρώτες κιόλας ψιχάλες είχαν βγει στους δρόμους χαρούμενοι, με σκούπες και βούρτσες για να διώξουν τη σκόνη που είχε σκεπάσει την πολιτεία τους, που τώρα την ξέπλενε η βροχή, είδαν τον θαυματοποιό να φεύγει, τρέξανε και μαζεύτηκαν όλοι γύρω του με μπροστάρη τον Δήμαρχο κι άρχισαν να τον παρακαλάνε, να τον θερμοπαρακαλάνε, να τον χιλιοπαρακαλάνε να μείνει λίγο καιρό μαζί τους, μην και πάψουν οι βροχές πριν η γης καρπίσει.

Ο θαυματοποιός τους είπε πως θα μείνει μαζί τους μέχρι η γη να καρπίσει και πως δεν χρειάζεται να τον παρακαλέσουν, αρκεί που το ζήτησαν.

Ο Δήμαρχος πρόσφερε στον θαυματοποιό το σπίτι του, για όσο καιρό μείνει στην πολιτεία τους, εκείνος τον ευχαρίστησε, μα δε το δέχτηκε, ζήτησε όμως να του δείξουν αν υπάρχει κάποια σπηλιά στη γύρω από την πόλη περιοχή. Πρόθυμα κάποιοι κάτοικοι οδήγησαν τον θαυματοποιό σε μια μικρή σπηλιά που υπήρχε λίγο πιο έξω από την πόλη, στους πρόποδες ενός βουνού. Πριν οι κάτοικοι φύγουν για να αφήσουν τον θαυματοποιό να βολευτεί στην σπηλιά του, ο Δήμαρχος τον ρώτησε αν χρειάζεται νερό ή τροφή από την ελάχιστη που κι εκείνοι είχαν. Ο θαυματοποιός ευχαρίστησε τον Δήμαρχο λέγοντάς του πως δεν χρειάζεται ούτε τροφή, ούτε νερό και πως του αρκεί η ησυχία της σπηλιάς.

Οι μέρες κυλούσαν κι οι κάτοικοι χαρούμενοι με τις συχνές πια βροχές, είχαν ξεχυθεί στα χωράφια κι όργωναν, έσπερναν, φύτευαν, κάνοντας κι όλες τις άλλες αγροτικές εργασίες που προετοίμαζαν τη γη για να καρπίσει.

Αλλά κι οι μάστορες του πηλού είχαν ξεχειλίσει τις στέρνες τους, δουλεύοντας αδιάκοπα, να μαλακώσουν τον πηλό που είχε στεγνώσει μέσα τους. Μα ο πηλός, είχε γίνει σκληρός σα βράχος, δεν μαλάκωνε με τίποτα, ούτε να δουλευτεί μπορούσε αλλά ούτε και να βγει από τις στέρνες για να φιαχτεί καινούργιος, κάνοντας τις στέρνες άχρηστες.

Η γη ήθελε χρόνο να καρπίσει κι υπομονή. Οι φτωχοί άνθρωποι δεν είχαν πια. Η πείνα σπάραζε τα σωθικά τους.

Μη έχοντας τι άλλο να κάνουν, μαζεύτηκαν όλοι έξω από τη σπηλιά του θαυματοποιού και με μπροστάρη τον Δήμαρχο, άρχισαν να παρακαλούν, να θερμοπαρακαλούν, να χιλιοπαρακαλούν τον θαυματοποιό να τους βοηθήσει και τρόπο να τους δώσει τον πηλό να μαλακώσουν, για να τον δουλέψουν και να τον στείλουν στην αγορά, να πάρουν ψωμί να ταϊστούν αυτοί και τα παιδιά τους, μέχρι να καρπίσει η γης.

Ο θαυματοποιός πρόθυμα δέχτηκε να τους βοηθήσει, λέγοντάς τους πως δεν χρειάζεται να παρακαλέσουν, αρκεί που το ζήτησαν. Και πως τρόπο να μαλακώσει τον ξερό πηλό δεν είχε, μα τέχνη άλλη πιο θαυμαστή από την τέχνη του πηλού, θα τους διδάξει.

Την υπόσχεσή του, πράξη έκανε και πριν ακόμη χαράξει η νέα μέρα, σάκους γέμιζε με άμμο απ’ τα πιο βαθιά και μεγάλα ρυάκια που κυλούσαν στις πλαγιές των βουνών, γύρω από την χώρα. Τα κουβάλησε ως το μεγάλο καμίνι της πολιτείας, εκεί που πριν οι μάστορες του πηλού ψήναν τα πήλινα κανάτια τους. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κλεισμένος μες το μεγάλο καμίνι ολομόναχος να τραγουδά το αλλόκοτο κι ακαταλαβίστικο τραγούδι του, που αντηχούσε σε ολάκερη την πολιτεία απ’ άκρη σ’ άκρη, λες και δεν τραγουδούσε ένας, μα εκατό τραγουδιστάδες μαζί. Τρία μερόνυχτα κλεισμένος μες το μεγάλο καμίνι να τραγουδά και να μάχεται να δαμάσει τη φωτιά και την άμμο. Τρία ολάκερα μερόνυχτα χωρίς ανάπαυση καμιά.

Απ’ έξω, ζωσμένο να ‘χει το καμίνι ο λαός, λουσμένος αγωνιά, προσμένοντας το θαύμα. Στο χάραμα της τέταρτης μέρας ο θαυματοποιός παύει το τραγούδι του κι ανοίγει διάπλατα τις πόρτες του καμινιού, για να βλέπει ο λαός τις πράξεις του.

Το βλέμμα στύλωσε ο κόσμος σε θαύμα που δεν είχε ματαδεί. Μπρος τους ο θαυματοποιός να σμίγει την άμμο με τη φωτιά κι απ’ τη σμίξη τους να ξεχύνεται καυτό λευκό ρετσίνι, που μ’ ένα καλάμι από το στόμα του, αέρα να φυσά μες το καυτό λευκό ρετσίνι κι εκείνο να φουσκώνει, να κρυώνει και τη μορφή να παίρνει κανατιού. Κανάτι αλλιώτικο, διάφανο, τόσο που η ματιά μέσα του κοίταγε αλλά και πίσω από αυτό.

Σάστισε ο λαός με τούτο δω το θαύμα. Ο θαυματοποιός σήκωσε στα χέρια του το διάφανο κανάτι και λέει στο λαό: «Γυαλί το λένε τούτο δω κι η τέχνη του είναι θαυμαστή». Μετά πήρε δέκα έξυπνους ανθρώπους και για τρεις μέρες και τρεις νύχτες τους δίδαξε τη θαυμαστή τέχνη του γυαλιού. Που κι αυτοί με την σειρά τους θα την διδάξουν σε άλλους για να γίνουν πολλοί οι μάστορές του.

Με ενθουσιασμό μεγάλο οι κάτοικοι ξεκίνησαν το έργο του γυαλιού, δίνοντάς του μορφές διάφορες, κούπες, γαβάθες, λαγίνια, κανάτια κι ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους.

Οι μέρες κυλούσαν κι οι μάστορες του γυαλιού ακούραστοι εργάτες του, το μάθαιναν και το δούλευαν γιομάτοι λαχτάρα.

Ο θαυματοποιός άφηνε τ’ απόβραδα τη σπηλιά του και κατέβαινε στη μεγάλη πλατεία της πολιτείας, όπου τα παιδιά μαζεύονταν γύρω του για να τους πει ιστορίες από άγνωστους και μακρινούς τόπους. Εκείνος το έκανε με μεγάλη ευχαρίστηση κι όταν τέλειωνε τις αφηγήσεις του, για να τα καληνυχτίσει έβγαζε μικρούς ήλιους από τα μανίκια του, που σαν ανέβαιναν ψηλά στον ουρανό, έσκαγαν κι έπεφταν σαν χρυσή βροχή στα μαλλιά των παιδιών, που πλημμύριζαν την πολιτεία με τα χάχανα τους.

Οι μέρες κυλούσαν κι οι μάστορες του γυαλιού, ακούραστοι εργάτες του, το δούλευαν με λαχτάρα, γεμίζοντας μεγάλα κοφίνια με γυαλικά και ξερό άχυρο ανάμεσά τους για ασφάλεια, έτοιμα να φορτωθούν στα κάρα και να τραβήξουν το δρόμο της αγοράς. Να πάνε σε γειτονικές πολιτείες να πουληθούν, για να αγοραστεί ψωμί, να ταϊστούν αυτοί και τα παιδιά τους μέχρι η γης να καρπίσει.

Σαν ήρθε η μέρα να φορτωθούν τα κάρα, οι αμαξηλάτες γύρισαν ένα προς ένα τα σπίτια της πολιτείας για να βρουν βόδια και άλογα να σύρουν τα κάρα. Μα ούτε βόδια, ούτε άλογα είχε η πολιτεία. Τα περισσότερα τα είχε σκάσει η ανοβριά, και όσα είχαν απομείνει, τροφή είχαν γίνει από τους κατοίκους για ν’ αντέξουν την πείνα.

Στεναχώρια έπεσε μεγάλη. Δούλευαν πολύ να φιάξουν τα γυάλινα κανάτια για να τα πουλήσουν και να φέρουν ψωμί στην πολιτεία, μα τώρα φορτωμένα στα κάρα, άχρηστα ήταν αφού δεν είχαν βόδια κι άλογα να τα σύρουν. Κάποιοι δυνατοί και ρωμαλέοι κάτοικοι ζεύτηκαν τα κάρα αυτοί, να τα τραβήξουν στο δρόμο της αγοράς, μα το φορτίο βαρύ κι αυτοί ασθενικοί από την πείνα, μακριά δεν πήγαν. Μη έχοντας τι άλλο να κάνουν, μαζεύτηκαν όλοι έξω από τη σπηλιά του θαυματοποιού και με μπροστάρη τον Δήμαρχο άρχισαν να παρακαλούν, να θερμοπαρακαλούν, να χιλιοπαρακαλούν τον θαυματοποιό να τους βοηθήσει για μια ακόμη φορά. Εκείνος πρόθυμος να βοηθήσει, τους είπε πως δεν χρειάζεται να τον παρακαλέσουν, αρκεί που το ζήτησαν.

Πριν χαράξει το φως της μέρας, ο θαυματοποιός μ’ ένα ξύλινο καρότσι γύρναγε τους δρόμους και τα σοκάκια της πολιτείας μαζεύοντας άχρηστα σιδερικά, κουβαλώντας τα ως το μεγάλο καμίνι, εκεί που οι μάστορες του γυαλιού σμίγανε τη φωτιά με την άμμο για να φιάξουν τα γυάλινα κανάτια τους.

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κλεισμένος μες στο μεγάλο καμίνι ολομόναχος, να τραγουδά το αλλόκοτο κι ακαταλαβίστικο τραγούδι, που αντηχούσε σε ολάκαιρη την πολιτεία, απ’ άκρη σ’ άκρη, λες και δεν τραγουδούσε ένας, μα εκατό τραγουδιστάδες μαζί.

Τρία μερόνυχτα κλεισμένος μες στο μεγάλο καμίνι να τραγουδά και να λιώνει το σίδερο στη δυνατή φωτιά, φτιάχνοντας ένα μεγάλο καζάνι με χοντρά τοιχώματα. Τρία ολάκερα μερόνυχτα χωρίς ανάπαυση. Απ΄ έξω ζωσμένο να ‘χει το καμίνι τον λαό, λουσμένος ν’ αγωνιά, προσμένοντας το θαύμα.

Στο χάραμα της τέταρτης μέρας ο θαυματοποιός παύει το τραγούδι του κι ανοίγει διάπλατα τις πόρτες του καμινιού, για να βλέπει ο λαός τις πράξεις του. Το βλέμμα στύλωσε ο κόσμος, σε θαύμα που δεν είχε ματαδεί. Μπρος τους ο θαυματοποιός με τα δυο του χέρια μες στο μεγάλο σιδερένιο καζάνι με τα χοντρά τοιχώματα, να δένει το νερό με τη φωτιά. Κι από το δέσιμο αυτό, μια τεράστια στήλη ατμού ξεπήδησε με τέτοια ορμή και δύναμη, που σείστηκε ολάκερη η πολιτεία, μα ο θαυματοποιός όριζε τούτη τη τεράστια στήλη ατμού, τη δάμαζε και την κατεύθυνε σαν να ‘ταν παιδικό παιχνίδι «θαυμαστή η δύναμη του ατμού» τους λέει, «σαν δαμαστεί το πιο μεγάλο κάρο με το πιο βαρύ φορτίο, μπορεί να κινήσει».

Αμέσως παίρνει από το πλήθος δέκα έξυπνους ανθρώπους και για τρία μερόνυχτα τους μάθαινε πώς να φτιάχνουν μικρά καζάνια για να δέσουν μέσα τους τη φωτιά και το νερό, και πώς να δαμάσουν την ορμή του ατμού για να κινήσουν τα βαριά τους κάρα.

Μ’ ενθουσιασμό το πλήθος έπιασε δουλειά φτιάχνοντας μικρά καζάνια, που μέσα τους έδενε η φωτιά με το νερό δαμάζοντας την ορμή του, στήριξαν τα μικρά καζάνια πάνω στα φορτωμένα κάρα και τα κάρα κινήθηκαν… Τι θαύμα τούτο(!), τα κάρα τρέχαν γρηγορότερα και σήκωναν περισσότερο φορτίο απ’ ό,τι όταν τα έσερναν τα ζώα.

Φορτωμένα με γυαλί, τράβηξαν το δρόμο της αγοράς τ’ ατμοκίνητα κάρα για να πάνε στις γειτονικές πολιτείες και φορτωμένα γύρισαν απ’ αυτές, φορτωμένα με στάρι, ρύζι, λάδι, πατάτες κι ό,τι άλλο αγαθό η μάνα γης καρπίζει.

Μεγάλη χαρά πλημμύρισε την πολιτεία, μεγάλο γλέντι στήθηκε γιομίζοντας η πόλη ευωδιές από τα φαγητά που ψήνανε οι κυράδες. Μα η χαρά δεν κράτησε πολύ, γιατί ο φόβος της πείνας στην ψυχή τους είχε καρφωθεί.

Την άλλη μέρα το πρωί, στη μεγάλη πλατεία συγκεντρώθηκαν και με μπροστάρη τον Δήμαρχο, αποφάσεις με μπούσουλα το φόβο της πείνας πήρανε.

Να φιάξουν μεγάλες αποθήκες είπαν, και γεμάτες να τις έχουν ακόμη κι αν δεν χορταίνουν το ψωμί, οικονομία αυστηρή να κάνουν και Νόμους σύνταξαν, που τη σπατάλη να τιμωρούν. Είπαν ακόμη πως όσα έχει ο καθένας θα τρώει, και χόρτασε-δεν χόρτασε, παραπάνω δεν θα ζητάει. Και πως ούτε σε ξένους ζητιάνους ή οδοιπόρους, που από την πολιτεία τους περνούν, ψωμί δεν θα δίνουν. Όποιος ζητάει, δεν θα παίρνει, είπαν, κι αυτό θα είναι Νόμος.

Με τα μούτρα πέσαν στην δουλειά οι κάτοικοι, μεγάλες φιάξαν αποθήκες,, μεγάλες και πολλές, κι άρχισαν να τις γεμίζουν. Φορτωμένα με γυαλί τράβαγαν το δρόμο της αγοράς τ’ ατμοκίνητα κάρα, φορτωμένα γύριζαν με στάρι, ρύζι, λάδι, πατάτες κι ό,τι άλλο ο νους βάζει και γέμιζαν οι μεγάλες αποθήκες.

Η γη της πολιτείας κάρπισε κι αυτή κι έβγαλε πλούσια σοδειά, που με την σειρά της στις μεγάλες αποθήκες στοιβάχτηκε, γέμιζαν οι μεγάλες αποθήκες κι όλο κι έφιαχναν καινούργιες που τις γέμιζαν κι αυτές, μα όσο γέμιζαν οι αποθήκες, τόσο άδειαζαν οι ψυχές των κατοίκων της πολιτείας.

Είχαν γίνει λιγομίλητοι και σκυθρωποί, ολημερίς μετρούσαν τι θα φάνε και τι θα φυλάξουν και τα μετρούσαν δυο και τρεις φορές για να ‘ναι σίγουροι πως δεν κάνουν σπατάλη.

Είχαν γίνει σκυθρωποί και καχύποπτοι, στραβοκοίταγαν ο ένας τον άλλον, μην κι έφαγε κανείς περισσότερο απ’ ό,τι ορίζει ο Νόμος, αλλά και τα παιδιά τους τα είχαν κάνει λιγομίλητα, σκυθρωπά και καχύποπτα, δεν πήγαιναν πια στην πλατεία για ν’ ακούσουν τις ιστορίες του θαυματοποιού, ούτε έπαιζαν πια στις αλάνες όπως πριν.

Ο θαυματοποιός βλέποντας την παράλογη συμπεριφορά των κατοίκων, σταμάτησε να κατεβαίνει στην πολιτεία, αλλά την παρατηρούσε σκεφτικός από ένα ψηλό σημείο κοντά στη σπηλιά.

Αλλά κι οι κάτοικοι τον είχαν πια ξεχάσει, γιατί το μυαλό τους δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο από το να γεμίσουν τις αποθήκες τους. Μοναχά ο Δήμαρχος έστελνε κάθε μέρα δυο από τους κατοίκους να δουν αν ο θαυματοποιός ήταν ακόμη στη σπηλιά, κι αυτό γιατί φοβόταν πως αν φύγει, μαζί τους θα φύγουν κι οι βροχές και θα χαθεί η μαγιά του γυαλιού και του ατμού.

Κείνη την αλλόκοτη εποχή που οι κάτοικοι της πλούσιας πια πολιτείας είχαν χάσει πια τη λογική τους, ένας φτωχός, πεινασμένος και ταλαιπωρημένος οδοιπόρος έφτασε στην πολιτεία.

Σαν είδε τους πρώτους κατοίκους, τους παρακάλεσε, τους θερμοπαρακάλεσε, τους χιλιοπαρακάλεσε να του δώσουν λίγο νερό κι ένα κομμάτι ψωμί για να στυλωθεί στα πόδια του, γιατί είχε μέρες άνυδρος και νηστικός κι η πείνα του σπάραζε τα σωθικά. Μα εκείνοι, του είπαν να φύγει και πως ψωμί δεν περισσεύει, ούτε νερό, γυρίζοντάς του την πλάτη, τρέχοντας να κλειδαμπαρωθούν στα σπίτια τους.

Ο άμοιρος οδοιπόρος χτύπησε πόρτες, παρακάλεσε, έκλαιγε για λίγο ψωμί και μια γουλιά νερό, μα κανείς δεν του αποκρίθηκε, λες κι η πολιτεία ήταν έρημη, λες πως δεν ήταν πολιτεία ανθρώπων, μα σκληρός βράχος στη μέση της ερήμου, παρακαλούσε, θερμοπαρακαλούσε, χιλιοπαρακαλούσε για λίγο ψωμί και μια γουλιά νερό ο άτυχος άνθρωπος, μ’ απόκριση καμιά κι η πείνα του σπάραζε τα σωθικά και του θόλωνε το νου.

Λίγο πιο κάτω δυο κάτοικοι ξεφόρτωναν σε μια μεγάλη αποθήκη ένα κάρο γεμάτο κοφίνια με ψωμιά. Σαν το είδε αυτό ο πεινασμένος άνθρωπος, ο νους του ξεστράτισε, σάλεψε η λογική κι όρμηξε σα πληγωμένο αγρίμι πάνω τους, ρίχνοντάς τους στο χώμα. Σαστισμένοι εκείνοι, μείναν ακίνητοι, προσπαθώντας να καταλάβουν τι γίνηκε.

Ο δύστυχος άνθρωπος αρπάζει ένα ψωμί κι αρχίζει να τρέχει. «Κλέφτης, κλέφτης!» άρχισαν να φωνάζουν οι δυο πεσμένοι στο χώμα κάτοικοι. Σε λίγες στιγμές η πολιτεία πλημμύρισε οργισμένους ανθρώπους, που σαν τεράστιο χέρι, είχε αρπάξει σφιχτά τον κλέφτη του ψωμιού, φωνές, αντάρες, κακό σειόταν όλη η πολιτεία.

Το πλήθος των οργισμένων ανθρώπων μαζεύτηκε γρήγορα στη μεγάλη πλατεία και με μπροστάρη τον Δήμαρχο τιμώρησαν τον κλέφτη του ψωμιού κι η τιμωρία ήταν βαριά. Εκεί, στη μέση της πλατείας, το οργισμένο πλήθος των κατοίκων της πλούσιας πολιτείας, με μπροστάρη τον Δήμαρχο, κρέμασε τον άτυχο οδοιπόρο.

Ο θαυματοποιός που είδε τι έγινε από το ψηλό σημείο κοντά στην σπηλιά του, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μα το κακό δεν το πρόλαβε.

«Τι κάνατε;» ρωτάει τους κατοίκους γεμάτος απόγνωση.

«Τιμωρήσαμε τον εγκληματία» απαντά με όψη επίσημη ο Δήμαρχος.

«Λίγο ψωμί ζήτησε μονάχα» του λέει ο θαυματοποιός.

«Κλέφτης ήταν, τιμωρία του άξιζε» φώναξε ο Δήμαρχος.

«Η πείνα δεν είναι έγκλημα να θέλει τιμωρία. Η πείνα είναι αρρώστια και θέλει γιατρειά» απάντησε σχεδόν άγρια ο θαυματοποιός.

«Τι είναι αυτά που λες;» φώναξε ο Δήμαρχος. «Εμείς είμαστε ορκισμένοι να τηρούμε τους Νόμους και τα ψηφίσματα της πολιτείας. Μόνο έτσι θα φυλάξουμε το βιος μας και δεν θα πεινάσουμε ξανά, κι αυτό είναι το δίκιο μας».

«Το δίκιο σας είναι τυφλό και τ’ άδικο δεν βλέπει» απαντάει απογοητευμένος ο θαυματοποιός. «Σε πολιτεία ανθρώπων που είδαν καλό, μα καλό δεν δείξανε, θέση δεν έχω κι ώρα μου να φύγω είναι».

Σαν τ’ άκουσε αυτά ο Δήμαρχος τραντάχτηκε ολάκερος από την ταραχή του κι άρχισε να φωνάζει προς τους κατοίκους: «Αν φύγει, μπορεί να φύγουν μαζί του κι οι βροχές και να χαθεί η μαγιά του γυαλιού και του ατμού!»

Στο άκουσμα των λόγων του Δημάρχου το πλήθος κύκλο έκαμε γύρω από τον θαυματοποιό κι οι πιο δυνατοί και ρωμαλέοι κάτοικοι τον άρπαξαν από τα χέρια και τα πόδια, ενώ ακουγόταν ο Δήμαρχος να φωνάζει: «Στη φυλακή! Κλείστε τον στη φυλακή!»

Ο θαυματοποιός δεν αντιστάθηκε καθόλου, μα λίγο πριν τον κλείσουν στο κελί είπε στο πλήθος και στον Δήμαρχο: «Σαν έρθει καταμεσήμερο, νύχτα και μεσονύχτι, όλα θα γένουν όπως τους πρέπει».

Οι μέρες περνούσαν κι οι κάτοικοι συνέχισαν να γεμίζουν τις μεγάλες αποθήκες τους, λιγομίλητοι, σκυθρωποί και καχύποπτοι. Τώρα μάλιστα είχαν βάλει και φύλακες με δόρατα και σπαθιά στους δρόμους που οδηγούσαν στην πολιτεία για να διώχνουν τους περαστικούς οδοιπόρους. Είχανε βάλει επίσης και χωροφύλακες που ολημερίς μετρούσαν το φαΐ που έτρωγαν οι κάτοικοι, για σιγουριά πως δεν τρώει κανείς περισσότερο από ό,τι ορίζει ο Νόμος.

Τα ατμοκίνητα κάρα φορτωμένα με γυαλί φεύγαν για άλλες πολιτείες, φορτωμένα με τ’ αγαθά που κάρπιζε η γης γύριζαν, τα λιβάδια τους καταπράσινα κι αυτά και πλούσια κάρπιζαν και ξανακάρπιζαν ασταμάτητα και μεγάλες αποθήκες γέμιζαν ίσαμε πάνω.

Μα ένα καλοκαιρινό μεσημέρι, εκεί που ο ήλιος στο πιο ψηλό σημείο είχε φτάσει, άρχισε το φως του να χάνεται, να τον σκεπάζει το φεγγάρι, λες και μες στο καταμεσήμερο ήρθε νύχτα και μεσονύχτι.

Σούσουρο έγινε στην πολιτεία κι ο κόσμος στους δρόμους βγήκε, γιατί τα λόγια του θαυματοποιού θυμήθηκαν, μα τα θυμήθηκαν αργά.

Ο θαυματοποιός μες στο κελί του, σαν το φεγγάρι σκέπασε τον ήλιο, το μεταλλικό του μπαστούνι σήκωσε και τα κάγκελα της φυλακής παραμέρισαν για να περάσει. Πέρασε το χοντρό σκοινί που είχε δεμένο το μεγάλο ξύλινο μπαούλο στον ώμο του και στηρίζοντας το κορμί του στο μεταλλικό μπαστούνι του, ξεκίνησε για την έξοδο της πολιτείας.

Σαν τον είδαν οι κάτοικοι να φεύγει, τρέξανε να τον εμποδίσουν, μα εκείνος το χέρι του σήκωσε κι άνεμος δυνατός τους κράταγε μακριά, ενώ πίσω του μια πυκνή απλωνόταν ομίχλη, τόσο πυκνή που μια πιθαμή μπρος δεν έβλεπες.

Ολάκερη η πολιτεία ανάστατη κι οι κάτοικοι τυφλοί απ’ την πυκνή ομίχλη. Κάποιοι φοβήθηκαν πολύ κι έκαναν να φύγουν απ’ την πολιτεία, μα η ομίχλη λες και τους μπέρδευε το δρόμο βάζοντάς τους να κάνουν κύκλους από κει που ‘χαν ξεκινήσει. Έμοιαζε να τους έχει φυλακισμένους στην ίδια τους την πολιτεία.

Μονάχα ο θαυματοποιός ανεμπόδιστος έφτασε ως το τέλος της πολιτείας κι έξω απ’ αυτό, με το μεταλλικό μπαστούνι χάραξε έναν μεγάλο κύκλο στο χώμα που στο κέντρο του άναψε μια πολύ μεγάλη φωτιά. Άνοιξε το μεγάλο ξύλινο μπαούλο, πήρε το τουμπερλέκι του και καθισμένος καταγής άρχισε τ’ αλλόκοτο κι ακαταλαβίστικο τραγούδι του που πλημμύριζε την πολιτεία απ’ άκρη σ’ άκρη, λες και δεν τραγουδούσε ένας, μα χίλιοι τραγουδιστάδες μαζί.

Για σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες έλεγε το παράξενο τραγούδι που το συνόδευε ο ήχος από το ξύλινο όργανο. Για σαράντα μερόνυχτα η πολιτεία σκεπασμένη από την πυκνή ομίχλη που μπέρδευε τα μυαλά των κατοίκων. Για σαράντα μερόνυχτα αντηχούσε το τραγούδι του, λες κι ολάκερη η πολιτεία ήταν σκεπασμένη από μια τεράστια καμπάνα που χτυπούσε συνέχεια.

Σαν πέρασαν σαράντα μερόνυχτα, το τραγούδι έπαψε, χάθηκε και η ομίχλη, μα η πολιτεία πουθενά. Λες και κάποιο τεράστιο χέρι την είχε πάρει. Στη θέση της μια τεράστια έκταση ξερής άμμου.

Ο θαυματοποιός σηκώθηκε, περπάτησε ως την άκρη του μεγάλου κύκλου, έσκυψε και μάζεψε μια γυάλινη σφαίρα, όχι πιο μεγάλη από μια πιατέλα φαγητού, όπου μέσα της βρίσκονταν ολάκερη η πολιτεία, με τους ανθρώπους, τα λιβάδια, τα ζώα, τ’ ατμοκίνητα κάρα και τις μεγάλες αποθήκες. «Τα παιδιά δεν θα γεράσουν κι οι γέροι δεν θα πεθαίνουν. Αθάνατοι θα μείνετε δίχως το δώρο της λαλιάς, δίχως μιλιά ο ένας στον άλλον, ολομόναχοι και ξεχασμένοι στα όρια της πολιτείας κλεισμένοι» είπε, κι έβαλε την γυάλινη σφαίρα μ’ ολάκερη την πολιτεία μέσα στο μεγάλο ξύλινο μπαούλο του και πέρασε στον ώμο του το χοντρό σκοινί που το είχε δεμένο και στηρίζοντας το σώμα του στο μακρύ μεταλλικό μπαστούνι, τράβηξε το δρόμο του λέγοντας… «όταν ζητάς, όταν χρειάζεσαι, πρέπει να δίνεις όταν χρειάζεται και σου ζητήσουν. Ειδάλλως, μένεις μονάχος και χάνεσαι».

Advertisement
Categories: Παραμύθια φίλων | Ετικέτες: , | Σχολιάστε

Πλοήγηση άρθρων

Εδώ σχολιάζετε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Blog στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: