Μύθος του Αισώπου. Μεταγραφή από το αρχαίο κείμενο από την φιλόλογο και μέλος των Παραμυθάδων, Θεοδώρα Βαβαλέσκου
Αρχαίο κείμενο: Ἀλώπηξ λιμώττουσα ὼς ἐθεάσατο ἐπί τινος ἀναδενδράδος βότρυας κρεμαμένους, ἠβουλήθη αὐτὤν περιγενέσθαι και οὐκ ἠδύνατο· ἀπαλλαττομένη δέ προς ἐαυτήν εἶπεν: «Ὂμφακές εἰσιν.»
Οὔτω καὶ τῶν ὰνθρώπων ἔνιοι, τῶν πραγμάτων ὲφικέσθαι μὴ δυνάμενοι δι’ ἀσθένειαν, τοὐς καιροὐς αἰτιῶνται.
Μεταγραφή: Μια αλεπού ήταν πολύ πεινασμένη. Μόλις λοιπόν είδε να κρέμονται τσαμπιά από μια κληματαριά, θέλησε να τα φάει! Δεν μπορούσε όμως. Φεύγοντας λοιπόν, είπε στον εαυτό της: «Άγουρα είναι»!
Έτσι και μερικοί άνθρωποι, όταν δεν μπορούν εξαιτίας κάποιας αδυναμίας να πετύχουν κάποια πράγματα, κατηγορούν τις περιστάσεις.
Αρχαίο κείμενο: Κερδὼ βότρυν βλέπουσα μακρᾶς ἀμπέλου, πρὀς ὔψος ἦρτο καἰ καμοῦσα πολλάκις ἐλεῖν ἀπεῖπε· πρὸς ἐαυτἠν ταῦτ’ ἔφη:
«Μὴ κάμνε· ῤᾶγες ὀμφακίζουσιν μάλα.»
Πρὸς τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν.
Μεταγραφή: Μια αλεπού είδε το τσαμπί ενός ψηλού αμπελιού και τεντώθηκε να το φτάσει. Αφού προσπάθησε πολλές φορές, κουράστηκε και σταμάτησε να προσπαθεί. Τότε είπε στον εαυτό της: «Μην κουράζεσαι, τα τσαμπιά είναι πολύ άγουρα.»