O δερβίσης και το ραφτάκι

Ο αφηγητής Ανάργυρος Τσαλόγλου (1915-2003)  κατάγεται από την Κενάταλα Καππαδοκίας και έζησε στην Κομοτηνή.

Παραμύθι μύθι μύθι, το κουκί και το ρεβύθι!

dervisΚάποτε, στα πολύ παλιά χρόνια ήταν δυο φίλοι έμποροι. Συνεργαζόταν αρμονικά και κέρδιζαν πολλά λεφτά. Κάποια μέρα, ο ένας από τους εμπόρους πέθανε και άφησε πίσω του ένα παιδί ορφανό. Η χήρα γυναίκα του πηγαίνει στο παλιό συναιτέρο του άνδρα της και του λέει:

– Εφτός Μπέη, το παιδί μου μεγάλωσε αρκετά. Βρες του μια καλή δουλειά να μάθει μια τέχνη και να βγάζει το ψωμί του.

– Πολύ ευχαρίστως, απαντάει ο Εφτός μπέης.

Έτσι το ορφανό αγόρι έμαθε κοντά σε έναν πολύ ξακουστό ράφτη, που είχε για πελάτες σπουδαίους και σημαντικούς ανθρώπους. Μια μέρα έρχεται στο ραφτάδικο ένας δερβίσης και λέει στον πρωτοράφτη:

– Μάστορά μου θέλω να μου κάνεις ένα καλπάκι (δηλαδή κάλυμμα κεφαλής-σκούφο) που να μην έχει καμιά ραφή πάνω του. Πουθενά να μην φαίνεται ούτε μια βελονιά ή ραφή.

– Αυτό δεν γίνεται λέει ο πρωτοράφτης. Λάθος πόρτα χτύπησες πατριώτη. Αυτό που ζητάς αλλού να το βρεις! Εδώ είμαστε για να δουλεύουμε και όχι για να λέμε παραμύθια!

Ο Δερβίσης όμως, όπως και ο πρωτοράφτης, επέμενε. Το ραφτάκι πήρε τον λόγο και είπε:

– Μάστορα μην στεναχωριέσαι. Άσε την δουλειά σε μένα!

Ο μάστορας σκέφτηκε λίγο και για να ξεφορτωθεί τον δερβίση, λέει:

– Αφού επιμένεις πολύ, θα το προσπαθήσω.

Το μαστοράκι ήταν έξυπνο. Έκανε ένα καλπάκι ακριβώς στα μέτρα του πελάτη. Το ανθρώπινο μάτι δεν μπορούσε να δει ούτε ραφή ούτε βελονιά. Μετά από λίγες μέρες έρχεται ο δερβίσης, παρατηρεί προσεχτικά από μέσα και από έξω το καλπάκι και θαύμασε την τέχνη του:

– Μπράβο στον χρυσοχέρη δημιουργό! Έτσι ακριβώς το ήθελα, λέει χαρούμενος.

Πλήρωσε περισσότερα από όσα κόστιζε, φόρεσε το καλπάκι του και έφυγε για την Αραβία.

Στην πόλη που δούλευε ο ράφτης υπήρχε βασιλιάς και κάθε χρόνο την ίδια μέρα γινόταν ένα παράξενο βασιλικό έθιμο. Η βασιλοπούλα χωρίς ρούχα ανέβαινε στο βασιλικό αμάξι και τριγύριζε τους μεγάλους δρόμους της πόλης. Πολλοί οργανοπαίχτες με διάφορα όργανα την συνόδευαν. Όποιος γύριζε να κοιτάξει την βασιλοπούλα σκοτώνονταν αμέσως. Στους δρόμους της πόλης απαγορέυοταν η κυκλοφορία και έπρεπε να είναι κλειστά οι πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών. Καμιά ψυχή στον δρόμο δεν επιτρεπόταν να αντικρίσει την γυμνή βασιλοπούλα. Την ημέρα εκείνη το ραφτάκι βρέθηκε μέσα στο μαγαζί που ήταν στο δρόμο εκείνο, από το οποίο θα περνούσε το βασιλικό αμάξι. Στην κλειστή πόρτα του μαγαζιού προς τον δρόμο υπήρχε μια μικρή τρύπα, όπου το ραφτάκι έριξε μια ματιά στην βασιλοπούλα και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Μέσα του φώλιασε τόσο δυνατός καημός που άρχιζε να τον βασανίζει.

Μέρα με την μέρα το παιδί αδυνάτιζε, χλώμιαζε, έχανε την δεξιοτεχνία του στην δουλειά, καθώς έγινε αφηρημένος και απρόσεχτος. Το αφεντικό το παρατήρησε και άρχισε να ψάχνει την αιτία. Πηγαίνει κρυφά στην μητέρα του και την ρωτάει τι βασανίζει τον γιο της. Εκείνη δεν γνώριζε την απάντηση, αλλά η υγεία του παιδιού χειροτέρευε μέρα με την μέρα και χρειαζόταν πλέον βοήθεια. Πέρασαν πολλοί γιατροί, εφαρμόστηκαν πολλές ιατρικές συμβουλές και φάρμακα, αλλά κανένα αποτέλεσμα. Πήγαινε σιγά σιγά προς τον τάφο.

Εκείνον τον καιρό γύριζε ο δερβίσης από την Αραβία και πηγαίνει στο ραφτάδικο να πει πόσο μεγάλη εντύπωση προξένησε το καλπάκι στους δερβίσηδες της χώρας εκείνης και να συγχαρεί ακόμα μια φορά τον άξιο τεχνίτη. Ο δερβίσης μαθαίνοντας τα άσχημα νέα για το ραφτάκι, τρέχει στο σπίτι του παιδιού και βλέπει την μάνα του. Λέει κρυφά στο παιδί:

– Εγώ θα σε γιατρέψω, αλλά θέλω αντί για πληρωμή να μου δώσεις την μάνα σου για γυναίκα μου.

Το παιδί φανερώνει την επιθυμία του δερβίση στην μάνα του και εκείνη δέχεται να τον πάρει άντρα της.  Αφού έκλεισε αυτό το ζήτημα, ο δερβίσης βάζει το παιδί να καθίσει κάτω, παίρνει ένα αναμμένο κάρβουνο και το γυροφέρνει τρεις φορές γύρω από το κεφάλι του, λέγοντας μερικά λόγια που δεν τα καταλάβαιναν. Έπειτα λέει στον μικρό:

– Τώρα πήγαινε στο παλάτι και μπες στο δωμάτιο της βασιλοπούλας. Να την φιλήσεις  χωρίς να φοβάσαι.

Ο δερβίσης στην Αραβία είχε γίνει μάγος και έκανε το παιδί αόρατο. Το ραφτάκι έκανε ότι του είπε ο δερβίσης, ενώ η βασιλοπούλα κοιμόταν. Η βασιλοπούλα ένιωθε το φιλί, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Βάζει τις φωνές, έρχονται οι γονείς της και άλλοι παλατιανοί να δούνε τι συμβαίνει και η βασιλοπούλα τους εξήγησε τι ένιωσε. Μετά από λίγες μέρες, ο δερβίσης έκανε πάλι τα μαγικά του και έστειλε το παιδί στο παλάτι. Ο βασιλιάς μετά από αυτό κάλεσε στο παλάτι όλους τους σοφούς του τόπου για να βρούνε μια εξήγηση στο φαινόμενο. Πέρασαν πολλοί και διάφοροι, αναμέσα από τους οποίους και ένας άλλος δερβίσης από την Αραβία που γνώριζε από τέτοιες καταστάσεις. Βάζει στο στο δωμάτιο της κοπέλας ένα μαγκάλι με κάρβουνα και συμβουλεύει την κοπέλα μόλις νιώσει πάλι την ενόχληση να βάλει φωτιά στα κάρβουνα και να φωνάξει βοήθεια.

Πέρασαν λίγες μέρες και ο δερβίσης έστειλε το παιδί για τρίτη φορά. Αυτή η φορά όμως αντιμετωπίστηκε διαφορετικά, σύμφωνα με τις οδηγίες του άλλου δερβίση. Έτρεξαν όλοι οι παλατιανοί, κι ο βασιλιάς μαζί και βλέπουν ένα παλικάρι να στέκεται μπροστά τους. Το πάραπτωμα ήταν μεγάλο και ο βασιλιάς διατάζει να τιμωρηθεί το παιδί με κρεμάλα. Καθώς οι εκτελεστές οδηγούσαν το παιδί στην κρεμάλα, ο μάγος με την τέχνη του κάνει το παιδί αόρατο και καταφέρνει να το φυγαδεύσει. Στην θέση του έβαλε κάποιον άλλο που δεν είχε ιδέα. Βλέπει αυτός ο άλλος που τον πηγαίνανε και φωνάζει:

– Που με πάτε; Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Δεν έκανα τίποτα κακό, είμαι αθώος.

Οι άνθρωποι του βασιλιά συνειδητοποίησαν πως είχαν στα χέρια τους έναν άλλο άνθρωπο και τον άφησαν να φύγει. Ο βασιλιάς στέλνει τους άντρες του να πάνε στο σπίτι του παιδιού να φέρουνε τον θετό του πατέρα. Ο δερβίσης όμως αρνήθηκε να τους ακολουθήσει στο παλάτι. Τότε τον πιάνουν με την βία από τα χέρια, τα οποία όμως ξεκολλούσαν από το υπόλοιπο σώμα και ο δερβίσης έμενε στον ίδιο τόπο. Τό ίδιο έγινε με τα πόδια του.

– Βρε παιδιά, πέστε μου τι θέλετε από μένα; ρωτάει.

– Σε θέλει ο βασιλιάς να έρθεις μαζί μας στο παλάτι, του απαντάνε.

– Εγώ δεν έρχομαι μαζί σας!

Αμέσως σφυρίζει και παρουσιάζονται τόσο όμορφα κορίτσια, όσοι και οι στρατιώτες του βασιλιά.

– Πάρτε αυτά τα κορίτσια και αφήστε με στην ησυχία μου.

Οι στρατιώτες παίρνουν ο καθένας από ένα κορίτσι, άλλα όσο να φτάσουν στο παλάτι μετατράπηκαν σε σκυλιά και σκύλες. Ο βασιλιάς γνώρισε τους ανθρώπους του από τα διαμάντια που φορούσαν ακόμα στις ζώνες του.

Ο βασιλιάς αποφάσισε να πάει ο ίδιος με τον υπασπιστή του στο σπίτι του δερβίση, το οποίο είχε σε όλο το δάπεδο στρωμένα χαλιά, έμοιαζε με παλάτι. Ο δεβίσης καλοδέχτηκε τους επισκέπτες του και για να τους τιμήσει, ετοίμασε ένα τραπέζι πλούσιο από θαυμάσια φαγητά. Το σπίτι είχε μεγάλη αυλή που ο δερβίσης την μεταμόρφωσε σε λίμνη και μέσα έβαλε ένα μεγάλο χρυσαφένιο καίκι. Μετά το φαγητό προσκάλεσε τους επισκέπτες να κάνουν μια βόλτα με το καίκι μέσα στην λίμνη. Οι επισκέπτες ανέβηκαν, άλλα όσο περνούσε η ώρα η λίμνη γινότανε μεγαλύτερη ώσπου έγινε μια θάλασσα ατέλειωτη και το καίκι έγινε βαπόρι. Το βαπόρι ταξίδεψε αρκετά μερόνυχτα και σταμάτησε σε ένα μικρό λιμάνι. Εκεί οι επισκέπτες κατέβηκαν, αλλά μετατράπηκαν αμέσως σε απλούς άνθρωπους, χωρίς αξιώματα, ωραία φορέματα και χρήματα. Ανάγκαστηκε ο βασιλιάς να δουλέψει σαν εργάτης σε ένα μαγειρείο και ο υπασπιστής σαν γουρουνοβοσκός. Μετά από έναν ολόκληρο χρόνο βρέθηκαν τυχαία στο ίδιο λιμάνι και αντίκρισαν το καράβι που τους είχε φέρει. Το βλέπει ο υπασπιστής και λέει στον βασιλιά:

– Έλα να γυρίσουμε στον τόπο απ’ όπου ξεκινήσαμε.

Το καράβι ξεκίνησε και όσο περνούσε η ώρα γινότανε μικρότερο, όπως και η θάλασσα γινόταν μικρότερη. Όταν έφτασαν το καράβι είχε γίνει καίκι και η θάλασσα η μικρή λίμνη του δερβίση. Οι δυο άντρες είχαν πάρει πίσω τα αξιώματά τους. Τους βλέπει ο δερβίσης και τρέχει να τους προυπαντήσει:

– Μεγαλειώτατε πού είχατε πάει και αργήσατε; Ετοιμάσαμε να σας προσφέρουμε τον απογευματινό καφέ, αλλά κρύωσε.

– Μας τιμώρησες αρκετά, λέει θυμωμένος ο βασιλιάς. Υποφέραμε και πεινάσαμε εκεί που πήγαμε. Βρέθηκα στην ανάγκη να δουλέψω εργάτης και ο υπασπιστής μου γουρουνοβοσκός. Σου αξίζει μεγάλη τιμωρία.

– Αυτά που είδατε και πάθατε μεγαλειότατε δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που έχετε να πάθετε ακόμα. Για να γλυτώσετε, αυτή την στιγμή ζητώ να δώσετε το χέρι της κόρη σας στον θετό μου γιο, ο οποίος έχει γίνει ο καλύτερος ράφτης του κόσμου. Αγαπάει πάρα πολύ την βασιλοπούλα και δεν μπορεί να ζήσει μακριά της.

Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να αποφύγει το θέλημα του δερβίση και δέχτηκε να κάνει γαμπρό του το ραφτάκι. Έδωσε διαταγή να ετοιμαστού οι χαρές για τον γάμο που κράτησαν μέρες.

Ήμουν κι εγώ εκεί και κουβαλούσα νερό στο γάμο με ένα κόσκινο!

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: , | Σχολιάστε

Πλοήγηση άρθρων

Εδώ σχολιάζετε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Blog στο WordPress.com.