Οι τρείς λίρες

Μια φορά κι έναν καιρό, στα παλιά τα χρόνια, σ’ έναν τόπο μακρινό, ζούσε ένα ζευγάρι πολύ αγαπημένο. Κάθε πρωί ο άνδρας έπαιρνε το σάκο του και κατέβαινε στην πόλη να βρει δουλειά. Μάταια όμως. Δουλειές υπήρχαν, αλλά όχι γι’ αυτόν. Πέρασε λίγος καιρός και η γυναίκα του, του ανακοίνωσε ότι περιμένει παιδί. Η είδηση αυτή τον ταρακούνησε και πήρε μια μεγάλη απόφαση. Να ταξιδέψει στην Ανατολή. Να δουλέψει εκεί για να μπορεί να ζήσει τη γυναίκα του και το παιδί τους.
Πήρε λοιπόν τα πράγματά του και ξεκίνησε για την  Ανατολή. Περπάταγε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, μα δε βρήκε κανένα μέρος, κανένα χωριό, παρά μόνο την τέταρτη μέρα ξεπρόβαλαν μπροστά του κάτι μικρά σπιτάκια. Εκεί δούλεψε λίγο. Την μια σε κάτι κτήματα ενός γεωργού. Την άλλη σε κάτι αμπελώνες. Πότε από εδώ και πότε από εκεί, κατάφερε και με την δουλειά του, πήρε λίγο ψωμί και συνέχισε να περπατά ψάχνοντας να βρει καλύτερη τύχη. Είχε κουραστεί τόσο πολύ, μα σκεφτόταν τη γυναίκα του και χαμογελούσε κι αυτό του έδεινε δύναμη για να συνεχίσει.

Στις δέκα μέρες που περιπλανιώτανε, βρέθηκε σ’ ένα πιο μεγάλο κτήμα. Χτυπάει την πόρτα και όταν άνοιξε  είπε στον ιδιοκτήτη:

– Είμαι πεινασμένος, διψασμένος. Σε παρακαλώ, δώσε μου λίγο ψωμί, λίγο νερό και  εγώ θα δουλέψω για εσένα.

Τον κοίταξε ο άνθρωπος, που είχε το κτήμα και του απάντησε:

– Εντάξει λοιπόν… θα σε κρατήσω.

Έτσι κι έγινε. Τον κράτησε κι άρχισε να δουλεύει αμέσως με πολύ χαρά και υπομονή.  Πέρασε ένας χρόνος και το φαγητό δε του έλειψε. Πέρναγε καλά, αλλά δεν τολμούσε να του ζητήσει χρήματα. Κάπως έτσι, πέρασε και ο δεύτερος χρόνος, πέρασε και τρίτος χρόνος και τίποτα! Κάποια στιγμή, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια, αποφάσισε και είπε στον κτηματία:

– Αφεντικό, είχα και μια γυναίκα, η οποία θα μ’ έχει ξεχάσει, τώρα πια. Δε νομίζεις, ότι πρέπει να πάω στο σπίτι μου, να δω τη γυναίκα μου; Θα έχει γεννήσει κιόλας και το παιδί μου θα έχει μεγαλώσει. Αλλά τόσο που έμεινα εδώ, φοβάμαι ότι θα μ’ έχει ξεχάσει!

Αφού σκέφτηκε ο κτηματίας, του είπε:

– Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου, που κάθισες δέκα ολόκληρα χρόνια στην δούλεψή μου και με βοήθησες. Ναι, να πας στη γυναίκα σου!

– Πότε θα φύγω, αφεντικό;

– Αύριο κιόλας!

Ο ήρωας της ιστορίας μας, δεν έχασε καθόλου καιρό. Ετοιμάστηκε και δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σπίτι του.

– Να σε χαιρετήσω, αφεντικό…

του είπε, ελπίζοντας ότι θα του έδινε χρήματα για τη δουλειά που έκανε όλα αυτά τα χρόνια, μα το μόνο που του έδωσε ήταν έναν σάκο και του είπε:

– Αυτά τα τρία ψωμιά είναι για το σπίτι σου!

…και την ίδια στιγμή, ανοίγοντας το χέρι του έβαλε στην παλάμη και τρεις χρυσές λίρες. «Τρεις λίρες για δέκα χρόνια;» σκέφτηκε ο φίλος μας, αλλά δεν είπε τίποτα στον κτηματία, παρά μόνο ένα «Ευχαριστώ» και ξεκίνησε να φύγει δυσαρεστημένος. Δεν πρόλαβε να κάνει πέντε βήματα, αλλά άκουσε τον κτηματία να τον φωνάζει.

– Για έλα εδώ!

– Τι ’ναι, αφεντικό;

– Δώσε μου τη μια χρυσή λίρα!

Τι να κάνει ο φίλος μας…έβγαλε και του έδωσε πίσω την μια λίρα.

– Απ’ τον παλιό δρόμο που ’ρθες, απ’ τον παλιό δρόμο να πας!

– Εντάξει…Ευχαριστώ, αφεντικό!

– Αντίο, αντίο!…

Και γυρίζει να φύγει πάλι, μα προτού προλάβει να κάνει δέκα βήματα ακούει και πάλι τον κτηματία να του λέει:

– Για έλα δω! Δώσ’ μου την άλλη λίρα!

Τι να κάνει…βγάζει και του δίνει και την δεύτερη λίρα και ο κτηματίας του αποκρίθηκε:

– Τα μη σε μέλει μη ρωτάς, ποτέ κακό μην έχεις!

Χαιρετήθηκαν και πάλι, κίνησε ο φίλος μας να φύγει, μα ο κτηματίας τον σταμάτησε και πάλι λέγοντάς του:

– Δώσ’ μου και την άλλη λίρα!

Και για άλλη μια φορά υπάκουσε, και έδωσε και την τρίτη λίρα για να ακούσει τον κτηματία να του λέει:

– Υπομονή βασιλεύει.

Έτσι, του πήρε τις λίρες και αυτός μ’ έναν σάκο βαρύ στον ώμο, έφυγε και δεν είπε τίποτα. Στα μισά του δρόμου βλέπει ένα καινούριο δρόμο που έλεγε πως πάει για το χωριό του. Πήγε να περάσει τον καινούριο δρόμο αλλά θυμήθηκε τα λόγια του κτηματία: «Από τον παλιό δρόμο που ’ρθες, από τον παλιό δρόμο να πας» και έτσι, δεν ακολούθησε  τον καινούριο, παρά μόνο αυτόν από τον οποίο είχε έρθει. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί και πολύ και ξαφνικά αντίκρυσε μπροστά του ένα σπίτι φτιαγμένο από ανθρώπινα κεφάλια! Εκείνη τη στιγμή συναντάει κάποιον και ετοιμάζεται να τον ρωτήσει για το σπίτι , αλλά αμέσως θυμήθηκε την άλλη συμβουλή που του έδωσε το αφεντικό του: «Τα μη σε μέλει μη ρωτάς, ποτέ κακό μην έχεις!» Και όπως μάθαμε μετά, αυτός που καθότανε εκεί, έκοβε τα κεφάλια όποιων του μιλούσανε κι έτσι είχε χτίσει το σπίτι. Περπάτησε…περπάτησε… περπάτησε αρκετά, περίπου δέκα μέρες, μέχρι που κάποτε, έφτασε στο χωριό του και στο σπίτι του. Μα πριν μπει, σκύβει και κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα και βλέπει τη γυναίκα του και ένα αγόρι το οποίο όμως το πέρασε για άντρα. Αμέσως θύμωσε και εξοργίστηκε.

– Εγώ να λείπω τόσα χρόνια για να δουλέψω και η γυναίκα μου με ξέχασε κιόλας. Κι όχι απλά με ξέχασε, αλλά βρήκε και άλλον άντρα.

Αρπάζει λοιπόν μια τσάπα που υπήρχε έξω από την πόρτα και ετοιμάζεται να μπει και να ορμήξει του άντρα, μα αμέσως του ήρθε στο μυαλό η τρίτη συμβουλή που του είχε πει ο κτηματίας: «Η υπομονή βασιλεύει!» Αφήνει λοιπόν την τσάπα στην θέση της και χτύπησε την πόρτα. Όταν η γυναίκα του άνοιξε και τον αντίκρυσε, η χαρά της ήταν μεγάλη και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Σαν πέρασε μέσα και ήρθε αντιμέτωπος με το παιδί, η γυναίκα του του είπε:

– Από εδώ ο γιος σου.

– Να σας πω τον πόνο μου. Δέκα ολόκληρα χρόνια δούλευα σ’ έναν πολύ τίμιο άνθρωπο αλλά μου ’δωσε τρία χρυσά φλουριά κι ύστερα μου τα πήρε για να μου δώσει τρεις συμβουλές, που μ’ έσωσαν, μέχρι να ’ρθω να σας βρω. Το μόνο που μου  απόμεινε είναι τα τρία ψωμιά που έχω στο δισάκι μου, και που μου όρισε να τα φάω μαζί σας.

Στρώνει η γυναίκα το τραπέζι για να φάνε κι ο άντρας βγάζει το πρώτο δέμα που είχε το πρώτο ψωμί. Μα μόλις το άνοιξε, σκορπίστηκαν από μέσα κάμποσες χρυσές λίρες. Κάνει να ανοίξει το δεύτερο, άλλες τόσες και περισσότερες λίρες σκορπίστηκαν στο τραπέζι. Κάνει να ανοίξει το τρίτο, μα εκείνο ακόμα καλύτερα…ήταν γεμάτο φλουριά χρυσά. Μόνο τότε κατάλαβε ο φίλος μας, ότι το αφεντικό του κρατούσε τις λίρες για να τον βοηθήσει..

Ψέμματα ή αλήθεια, έτσι λεν’ τα παραμύθια!

Advertisement
Categories: Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: | Σχολιάστε

Πλοήγηση άρθρων

Εδώ σχολιάζετε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Blog στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: