Μύθος του Αισώπου –
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην αυλή ενός χωριάτικου σπιτιού μια χελώνα, που είχε έναν μεγάλο καημό. Ήθελε να πετάξει στον ουρανό όπως τα πουλιά.
– Τι κατάρα είναι αυτή! Σέρνω κάθε μέρα και νύχτα αυτό το βαρύ καβούκι και είμαι καρφωμένη πάνω στη γη. Αχ να ‘μουν κι εγώ ένα πουλάκι, να είχα φτερά και να πετούσα! Πως ζηλεύω τις πάπιες της αυλής που όταν θέλουν πετούν και βλέπουν τον κόσμο από ψηλά.
Μια μέρα δυο πάπιες άκουσαν το παράπονο της, την λυπήθηκαν και την ρώτησαν:
– Θέλεις αλήθεια να πετάξεις κυρά Χελώνα;
– Αν θέλω; Αυτό είναι το μεγάλο μου όνειρο. Ας πετάξω μια φορά κι ας πεθάνω, που λέει ο λόγος! Αλλά πως;
…απάντησε και αναρωτήθηκε.
– Υπάρχει ένας τρόπος. Να δαγκώσεις σφιχτά αυτό το ξύλο, εγώ και η αδερφή μου θα πιάσουμε με τα ράμφη μας τις δυο άκρες και θα σε πάρουμε μαζί μας!
…της πρότεινε η μια πάπια.
Η χελώνα ενθουσιάστηκε με την ιδέα και βιάστηκε να δαγκώσει το ξύλο. Το έπιασαν και οι πάπιες με τα ράμφη τους, άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν ψηλά, κουβαλώντας μαζί τους την χελώνα.
Το πόσο χαιρόταν η χελώνα δε λέγεται! Επιτέλους είχε πραγματοποιήσει το όνειρο της! Για μια στιγμή μάλιστα πίστεψε ότι θα μπορούσε να πετάξει και μόνη της! Και τότε, άφησε η κουτή το ξύλο που κρατούσε με τα δόντια της και έπεσε στο χώμα και τραυματίστηκε.
Από εκείνη τη μέρα κατάλαβε ότι πρέπει να είναι ευχαριστημένη με τη μορφή που της έδωσε η φύση και να μη ζηλεύει τα άλλα ζώα.