Η βοσκοπούλα και ο πρίγκηπας

Μύθος από τη Γαλλία –

Η Αντέλ ήταν μια νέα βοσκοπούλα, όμορφη και ντροπαλή. Κοκκίνιζε κάθε φορά που συναντούσε ένα ωραίο αγόρι, που της έκανε τα γλυκά μάτια. Πολλές φορές είχε ακούσει να λένε ιστορίες για βοσκοπούλες που τις ζήτησαν σε γάμο πρίγκιπες ή βασιλιάδες. Βέβαια έκανε πως δεν το πίστευε, όμως κάθε φορά που περνούσε κάποιος άγνωστος καλοντυμένος καβαλάρης, ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Αλλά κανένας δεν την πρόσεξε ποτέ, παρά μόνο της φώναζαν:

– Γρήγορα, κάνε στην άκρη το κοπάδι σου να περάσω! Βιάζομαι!

Η Αντέλ έβαζε τα ζώα στη σειρά, κατά μήκος του δρόμου και ο καβαλάρης περνούσε καλπάζοντας σε ένα σύννεφο σκόνης που πετούσε στον αέρα, όπως πετάνε τα όνειρα που κάνουν όλες οι βοσκοπούλες.

Και η ζωή της κοπέλας κυλούσε μονότονα, φροντίζοντας τις χήνες, τα γουρούνια, τις κατσίκες και τα πρόβατα της.

Ένα πρωί όμως, εκεί που φυλούσε το κοπάδι της στο λιβάδι, που είναι ακριβώς μετά την γωνία του δάσους, άκουσε βογκητά. Έρχονταν από τους πυκνούς βάτους που περιτριγύριζαν το δάσος.

Η Αντέλ, που είχε καλή καρδιά, έτρεξε, επειδή κατάλαβε πως κάποιος είχε πληγωθεί. Πράγματι, μόλις έκανε μερικά βήματα, παραμερίζοντας με το μπαστούνι της τους θάμνους, βρήκε έναν λύκο ξαπλωμένο, που έγλυφε μια πληγή στο πόδι του.

Τι έπαθες φτωχέ μου λύκε;

– Είναι περίεργο. Αν και έχω συνηθίσει να τρέχω μέσα στο δάσος, πάτησα ένα μαύρο αγκάθι, που μπήκε στο πόδι μου και με πονάει φριχτά. Αν μπορούσες να το βγάλεις, χωρίς να με πονέσεις, θα σου ήμουν ευγνώμων.

– Δεν είσαι και πολύ θαρραλέος για λύκος. Για ένα μαύρο αγκάθι στο πόδι παραπονιέσαι και βογκάς, σαν να σε πλήγωσε βαριά κάποιος κυνηγός.

– Είναι επειδή δεν είμαι ένας λύκος σαν…

Σταμάτησε ξαφνικά και η Αντέλ τον ρώτησε:

– Τι πήγες να πεις; Ότι δεν είσαι λύκος σαν όλους τους άλλους;

Ο λύκος έμοιαζε σκεφτικός κι ενώ η βοσκοπούλα έσκυψε για να τραβήξει το αγκάθι, αυτός πρόσθεσε:

– Ας πούμε ότι δεν είμαι ακριβώς σαν τους άλλους λύκους. Αλλά μη πιστέψεις πως ήρθα μέχρι την άκρη του δάσους με κακό σκοπό. Ξέρεις, είμαι ένας λύκος που του αρέσουν μόνο τα άγρια ζώα. Δε με ενδιαφέρουν τα πρόβατα. Το μαλλί, μου ερεθίζει το λαιμό. Α! Με πονάς!

– Μη φωνάζεις γκρινιάρη, τελείωσε!

…του είπε η κοπέλα, ενώ τραβούσε το μαύρο αγκάθι που ήταν μεγάλο σαν το δάχτυλο της.

Τώρα είμαι καλύτερα. Είσαι γενναία κοπέλα. Θα πω σε όλους τους φίλους μου, πως τα πρόβατα δεν είναι τροφή για λύκους. Και να δεις που θα με ακούσουν. Δε θα ξαναπειράξουν τα ζώα σου.

Ο λύκος της έγλυψε τα χέρια για να την ευχαριστήσει και έπειτα, κουτσαίνοντας λίγο, χάθηκε ανάμεσα στις μεγάλες βελανιδιές. Όταν ξαναγύρισε στο λιβάδι, η βοσκοπούλα είδε με τρόμο, ότι είχε εξαφανιστεί ολόκληρο το κοπάδι της. Έψαξε, φώναξε, γύρισε όλη την πεδιάδα, αλλά κανένα ίχνος από τα ζώα της.

Η καημένη η κοπέλα πήγε να ρίξει μια ματιά στη στάνη μα τίποτα. Επειδή όμως δε τολμούσε να γυρίσει στο αφεντικό της, έφυγε και πήγε να κρυφτεί μέσα στο δάσος. Αναρωτιόταν μήπως αυτός ο τόσο συμπαθητικός λύκος, την απασχόλησε επίτηδες, για να μπορέσουν οι συνεργάτες του να πάρουν τα πρόβατα της.

Αν και ήξερε πολύ καλά όλα τα μυστικά του δάσους και του βουνού, όταν έπεσε η νύχτα, η Αντέλ άρχισε να τρέμει.

Είχε στηριχθεί σε μια βελανιδιά, με την πλάτη κολλημένη στον χοντρό φλοιό και τα πόδια στηριγμένα σε μια τεράστια ρίζα. Κρατούσε την ανάσα της, άκουγε κάθε φύσημα του ανέμου, κάθε τρίξιμο, κάθε θόρυβο με αγωνία που συνεχώς μεγάλωνε. Ο λαιμός της ήταν σφιγμένος και η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζε ότι ακούγεται μέτρα μακριά.

– Δεν είναι δυνατόν ο λύκος που βοήθησα να με πρόδωσε! Αν τουλάχιστον ερχόταν, θα φοβόμουν λιγότερο. Η φωνή του ήταν τόσο ζεστή και τα μαύρα μάτια του, τόσο όμορφα..Μακάρι να έρθει!

…σκεφτόταν η κοπέλα.

Ξαφνικά άκουσε έναν θόρυβο από κλαδιά, πολύ κοντά της. Ήταν έτοιμη να το βάλει στα πόδια, όταν μια φωνή της είπε:

Μη φοβάσαι όμορφη βοσκοπούλα, είμαι ο Φρεντερίκ, ο πρίγκηπας του βουνού.

– Μα έχεις την ίδια φωνή με έναν λύκο που βοήθησα το πρωί!

Ο νέος χαμογέλασε και είπε:

– Άσε με να σου πω την ιστορία μου όμορφη βοσκοπούλα και θα καταλάβεις.

Κάθισε δίπλα στην Αντέλ και άρχισε:

Μια μέρα ελευθέρωσα ένα ελάφι που είχε πιαστεί σε μια παγίδα. Την παγίδα όμως την είχε στήσει ο Σιπριέν-Ρουζ, ο κακός γίγαντας που μένει στη μεγάλη σπηλιά ψηλά στο βουνό.

– Ναι, έχω ακούσει να μιλάνε για αυτόν. Πρέπει να είναι πολύ κακός.

…απάντησε η βοσκοπούλα και ο πρίγκηπας συνέχισε:

– Για να με τιμωρήσει λοιπόν, με καταράστηκε. Με μεταμόρφωσε σε λύκο και γίνομαι πρίγκηπας πια μόνο τη νύχτα. Εμένα βοήθησες το πρωί. Θα είμαι για πάντα έτσι, εκτός κι αν καταφέρω να δώσω στον γίγαντα ένα φουστάνι φτιαγμένο από μαλλιά πριγκίπισσας.

Η Αντέλ σκέφτηκε για λίγο και είπε:

Αν με παντρευόσουν θα ήμουν πριγκίπισσα;

– Κατάλαβα, θα μου έδινες τα μαλλιά σου και θα τελείωνε η υπόθεση. Μόνο που δε θα βρούμε κανέναν να μας παντρέψει μες στη νύχτα. Και το πρωί θα ξαναγίνω λύκος. Σίγουρα θέλεις να παντρευτείς έναν λύκο;

– Δε θα με πείραζε. Είσαι πολύ καλός λύκος. Και πίστεψε με αυτό θα παραξένευε πολύ κόσμο.

Ο Φρεντερίκ κουράστηκε πολύ, για να δώσει στην Αντέλ να καταλάβει ότι δεν είναι σωστό, κι ότι κανείς δε πρέπει να παντρεύεται για να εντυπωσιάσει τους άλλους. Και την ρώτησε:

Δε θα προτιμούσες να παντρευτείς έναν πρίγκηπα;

– Ξέρεις, δεν πιστεύω ότι οι πρίγκιπες παντρεύονται τις βοσκοπούλες. Μου το έλεγαν από μικρή, αλλά ποτέ δε το πίστεψα.

– Να λοιπόν, που έχεις άδικο. Γιατί αν μπορέσεις να μου βρεις μαλλιά πριγκίπισσας, θα σε παντρευτώ ευχαρίστως.

Η Αντέλ δέχτηκε και πήγε να δουλέψει ως υπηρέτρια στο σπίτι μιας άλλης πριγκίπισσας που της είχε πει ο Φρεντερίκ. Η πριγκίπισσα είχε μακριά ξανθά μαλλιά και κάθε πρωί, όταν την χτένιζε η Αντέλ, έβαζε στην άκρη λίγα μαλλιά, που τα ύφαινε το βράδυ στο δωμάτιο της.

Της πήρε πάνω από έναν χρόνο μέχρι να καταφέρει να φτιάξει το φουστάνι για τη γυναίκα του γίγαντα. Αλλά τι είναι ένας χρόνος υπομονής, μπροστά σε μια ζωή γεμάτη ευτυχία;

Ο Φρεντερίκ περίμενε κι όταν ο γίγαντας πήρε το φουστάνι, ο λύκος έγινα πάλι πρίγκηπας και παντρεύτηκε τη βοσκοπούλα.

Και από εκείνη την ημέρα όλες οι φτωχές κοπέλες ελπίζουν και περιμένουν να φτάσει ο όμορφος πρίγκηπας.

Μόνο που ξεχνάνε ότι όλοι οι λύκοι δεν είναι πρίγκιπες.

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Πλοήγηση άρθρων

Εδώ σχολιάζετε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Blog στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: