Κάποτε ένα μικρό παιδί έκλεψε στο σχολείο την πλάκα ενός άλλου παιδιού και το μεσημέρι όταν γύρισε στο σπίτι του, την έδειξε στη μητέρα του.
– Πού τη βρήκες;
..το ρώτησε εκείνη.
– Στο σχολείο μου.
…αποκρίθηκε το παιδί.
– Σε ποιο μέρος του σχολείου σου;
– Την είχε αφήσει ένα άλλο παιδί και εγώ του την πήρα χωρίς να το καταλάβει.
– Μπράβο! Φαίνεσαι έξυπνος.
…είπε η μητέρα του ενθουσιασμένη, γιατί πίστευε πως ήταν εξυπνάδα που το παιδί της πήρε την ξένη πλάκα χωρίς να το καταλάβει ο συμμαθητής του.
Ύστερα από λίγο καιρό πήγε στο σπίτι του ένα παιδικό πανωφόρι.
– Πού το βρήκες;
…ρώτησε και πάλι η μητέρα.
– Στο σχολείο
…απάντησε το παιδί.
– Σε κατάλαβαν που το πήρες;
– Όχι. Το έκρυψα κάτω από το δικό μου και έκανα κι εγώ πως ψάχνω να το βρω μαζί με τα άλλα παιδιά.
Η μητέρα ευχαριστήθηκε πολύ που το παιδί της σκέφτηκε μια τέτοια πανουργία. Να κλέψει δηλαδή το πανωφόρι, να το φορέσει κάτω από το δικό του και να κάνει τάχα πως το ψάχνει μαζί με τα άλλα τα παιδιά όταν το γύρευαν.
«Το παιδί μου εμένα είναι πολύ έξυπνο και θα προκόψει στη ζωή!», έλεγε μέσα της.
Κι ήταν ενθουσιασμένη που είχε ένα τόσο έξυπνο παιδί και ο ενθουσιασμός της, όσο περνούσε ο καιρός μεγάλωνε πιο πολύ, γιατί ο γιος της κουβαλούσε στο σπίτι όλο και περισσότερα κλεμμένα πράγματα.
Το παιδί μεγάλωσε, έγινε άντρας κι έγινε ο πιο επιτήδειος κλέφτης της περιοχής.
Κάποτε όμως τον έπιασαν την ώρα που λήστευε ένα σπίτι. Τον δίκασαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο.
Την ώρα που τον έσερναν δεμένο για να τον πάνε στον τόπο, όπου ο δήμιος θα του έκοβε το κεφάλι, η μητέρα του έτρεχε πίσω από τη συνοδεία κι έκλαιγε, χτυπώντας το στήθος της με απελπισία.
– Γιε μου πού σε πάνε; Γιε μου! Πού σε πάνε;
…φώναζε απελπισμένα.
Τότε ο γιος σταμάτησε και παρακάλεσε τους φρουρούς να τον αφήσουν να πει κάτι κρυφά στη μητέρα του. Εκείνοι το δέχτηκαν και τότε ο γιος έσκυψε να πει κάτι στο αφτί της μητέρας του. Αλλά αντί για λόγια, τη δάγκωσε με δύναμη και της τραυμάτισε το αφτί.
– Δεν ντρέπεσαι, καταραμένο παιδί! Δεν σου φτάνουν τόσα εγκλήματα που έκανες, μόνο φέρεσαι έτσι και στη μητέρα που σε γέννησε;
…φώναξε εκείνη, ουρλιάζοντας από τους πόνους. Κι ο γιός, της αποκρίθηκε…
– Εσύ φταις για το κατάντημά μου. Αν με μάλωνες όταν έκλεψα για πρώτη φορά εκείνη την πλάκα και σου την έφερα, σήμερα δεν θα με πήγαιναν να μου κόψουν το κεφάλι.